Έφυγε χθες από τη ζωή η αγωνίστρια της αριστεράς, Ρεθυμνιώτισσα Κατίνα Σηφακάκη.
Η κηδεία της θα γίνει στο 3ο Νεκροταφείο Νίκαιας, την Πέμπτη 3/8 στις 12.45μμ.
Ακόμα και σε ηλικία 100 ετών, δήλωνε «παρούσα» σε πάρα πολλά αγωνιστικά ραντεβού, διατηρώντας τη θαλερότητα των αγώνων της νιότης της, στο ΕΑΜ και την Αντίσταση.
Ακολουθεί η ανακοίνωση της εφημερίδας Εργατική Αλληλεγγύη για τον θάνατο της Κατίνας Σηφακάκη:
Έφυγε από τη ζωή στις 31 Ιούλη το βράδυ η συντρόφισσα Κατίνα Σηφακάκη, ακούραστη αγωνίστρια από την Αντίσταση μέχρι τις σημερινές μάχες. Γεννημένη το 1916 στην Κρήτη, σπούδασε μαία στην Αθήνα, εξ ου το παρατσούκλι της «το Κατινάκι η μαμή». Στη διάρκεια της κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Όργωνε τα χωριά του Ρεθύμνου ως μαία, αλλά και στρατολογώντας κόσμο στον αγώνα. Γρήγορα στοχοποιήθηκε και βγήκε στο Βουνό. Ακολούθησε η σύλληψη και η εξορία, συνολικά δέκα χρόνια.
Το Σεπτέμβρη του 2000, χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν ενάντια στη Σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Πράγα. Το αντικαπιταλιστικό κίνημα που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο πριν από το Σιάτλ πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με κεντρικό σύνθημα «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη». Μία μεγάλη αντιπροσωπεία εκατοντάδων διαδηλωτών ξεκίνησε με την «Πρωτοβουλία Πράγα 2000» και από την Ελλάδα. Ανάμεσά τους η Κατίνα. Την επόμενη χρονιά ήταν μαζί μας στη διαδήλωση ενάντια στους G8 στη Γένοβα.
Ήταν πανταχού παρούσα, σε όλες τις πορείες και τις κινητοποιήσεις, όπως τον Γενάρη του 2016 που διαδηλώσαμε μαζί στον Έβρο για να γκρεμιστεί ο φράχτης, ενάντια στο ρατσισμό της Ευρώπης Φρούριο. Αλλά και κάθε εβδομάδα ερχόταν στο Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο να προμηθευτεί φύλλα της Εργατικής Αλληλεγγύης και τεύχη του Σοσιαλισμός από τα κάτω για να τα διακινήσει.
Σε όλες τις εκδηλώσεις έπαιρνε το λόγο για να τονίσει ότι οι σημερινοί αγώνες είναι απαραίτητοι και μπορούν να νικήσουν. Αναφερόταν πάντα στη «γενιά του ’40, τη γενιά την ανεπανάληπτη που μαζί με την συντριβή του ξένου και του ντόπιου κατακτητή, θέλαμε να συντρίψουμε και το σύστημα εκείνο που σκοτώνει την ανθρωπότητα. Να χτίσουμε μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, πιο δίκαιη, ειρηνική, να ζούνε οι άνθρωποι μέσα στη λευτεριά και την ειρήνη. Αυτό δεν το καταφέραμε γιατί η γενιά μου, όπως ξέρετε, κυνηγήθηκε». Συνέχιζε όμως ακράδαντα να πιστεύει ότι αυτή η μάχη δεν ηττήθηκε, είναι μπροστά: «Είμαι πολύ τυχερή που επέζησα από τα βασανιστήρια και μπορώ σήμερα να ακολουθώ τους αγωνιστές του 21ου αιώνα στους καινούργιους πανευρωπαϊκούς αγώνες που είναι διεθνιστικοί».
Θα τη θυμόμαστε πάντα για την ανυποχώρητη αγωνιστικότητά της, για την παρουσία της σε όλα τα συλλαλητήρια και τις εκδηλώσεις να μας εμψυχώνει με αυτά τα λόγια της.
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=Z9X2_mYQK2A”]
Δημοσιεύουμε ξανά ένα κείμενο που παραμένει επίκαιρο, από το 2014, όταν ήταν μόλις 98 ετών όπου η Κατίνα Σηφακάκη διηγήθηκε την ιστορία της στην Μελπομένη Μαραγκίδου:
Γενήθηκα το ’16. Η μάνα μου είχε καφενείο στην Κρήτη, το «Βενιζελικό». Όλοι οι Βενιζελικοί ερχόντουσαν εκεί κι εγώ από μικρή άκουγα τις συζητήσεις. Θα ήμουν πέντε χρονών όταν είδα ένα καραβάνι με παιδιά και ρώτησα τη μάνα μου που πάνε. «Είναι οι αντίχριστοι οι Τούρκοι παιδί μου, τους έδιωξαν από τα σπίτια τους και γυρίζουν σε όλον τον κόσμο». Αυτή η εικόνα μου έμεινε. Μετά από λίγες μέρες βροντούσε κι άστραφτε κι έριχνε κατακλυσμούς νερό. Έμπηξα τις φωνές στον ύπνο μου για τους Τούρκους που ήταν στο δρόμο. Δεν μπορούσε να με συνεφέρει.
Ήμουν εφτά χρονών όταν ήρθαμε στην Αθήνα και γράφτηκα στο σχολείο. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από την Κρήτη. Μέναμε σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο στριμωγμένοι. Έβλεπα ο δάσκαλος να αγκαλιάζει τα παιδιά των πλουσίων, των γιατρών, της αστικής τάξης. Στα φτωχόπαιδα δεν μας έδινε σημασία. Αυτό μου στοίχιζε.
Ήμουν στην τρίτη τάξη, όταν πήρα τον χάρακα και πήγα στον χάρτη. «Αφού είναι ένας ο θεός, ο πανάγαθος γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν έχουμε δικαίωμα να επικοινωνήσουμε οι άνθρωποι από την μία χώρα στην άλλη», σκέφτηκα. Εγώ, στην τρίτη δημοτικού οραματίστηκα το διεθνισμό. Από τότε είχα πολλά γιατί. Την ίδια εποχή μου έδωσε η σπιτονοικοκυρά μας ένα βιβλίο να διαβάσω. Την Κόλαση και τον Παράδεισο. Δεν κοιμήθηκα μέρες. Ο πανάγαθος, ο πανάγαθος, ο Θεός, πώς γίνεται να βλέπει να συμβαίνουν τόσα στον κόσμο; Ποια είναι η καλοσύνη του; Του έκανα κριτική. Κι από τότε όλο κριτική του κάνω.
Ο δάσκαλός μου, μου έλεγε: «Ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ Κατίνα μου είσαι τολμηρή. Μπορεί να πετύχεις στη ζωή, αλλά άκουσε παιδί μου. Για να πετύχεις στη ζωή πρέπει να έχεις στόχους και να αγωνιστείς. Αλλά μην φανταστείς πως ό, τι στόχους βάλεις στη ζωή θα πετύχεις. Θα σκοντάψεις, θα πέσεις κάτω, αλλά μην χάσεις το θάρρος σου, σήκω και ξεκίνα από την αρχή. Ο κόσμος είναι δικός σου». Αυτά ήταν τα πιστεύω μου. Τα λόγια του δασκάλου μου και η διδαχή της μάνας μου- να αγαπάω όλους τους ανθρώπους.
Στην Αθήνα σπούδασα κι έγινα μαμή. Όταν πήγα στην Κρήτη, με κατηγορούσαν ότι έραβα τις γυναίκες να φαίνονται παρθένες. Έλεγαν πως ήμουν αντίχριστη κι ότι προέτρεπα τις γυναίκες στον ελεύθερο έρωτα. Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Εγώ απλά πίστευα στην ελευθερία του καθενός να πράττει αυτό που θέλει.
Είχα ένα φίλο γιατρό. Με είχε σαν παιδί του και με πήρε στην κλινική του στο Ρέθυμνο. Ήταν δεξιός. Του είπα γιατρέ, θα εργαστώ στην Κλινική, θα πάρω το μισθό μου αλλά κι εσύ θα με βοηθήσεις και θα πάρουμε κόσμο να μάθει να κάνει ενέσεις, να περιποιείται ασθενείς. Εγώ θα τους μάθω αυτά που ξέρω και να κάνουμε ένα γκρουπ για να έχουμε εθελοντές. Δεν μου χάλασε χατίρι. Το οργανώσαμε. Μπήκα έτσι στο πνεύμα της αντίστασης. Στο μεταξύ μία φίλη μου, η Πρεβελάκη, ήρθε να παραθερίσει στο χωριό μου και μου μίλησε για το ΕΑΜ. Μου είπε για το πρόγραμμα και της είπα πως μου αρέσει.
Μετά από λίγες μέρες, ήρθε ο Σωκράτης Καλλέργης, του Λυκούργου αδελφός, για να μου μιλήσει για το ΕΑΜ, το πρόγραμμα και να με οργανώσει. Του μιλούσα, του μιλούσα και κάποια στιγμή με διέκοψε. «Βρε Κατινιώ, το ξέρεις ότι είσαι κομμουνίστρια; Πως έχεις γεννηθεί κομμουνίστρια»; Εγώ; Ούτε που ξέρω τι είναι ο κομμουνισμός, του είπα. «Κι όμως είσαι γεννημένη κομμουνίστρια. Και είσαι από αυτή τη στιγμή, στέλεχος του γυναικείου κινήματος».
Σε μία συζήτηση με το Γιώργο Αγγελιδάκη, αργότερα, του είπα πως για να πει κάποιος ότι είναι κομμουνιστής πρέπει πρώτα να είναι άνθρωπος. Και οι άνθρωποι μαλώνουν για μικροπράγματα. Όταν πάει η κότα να τσιμπήσει ένα μαρούλι από τον κήπο του άλλου, φτάνουν στα μαχαίρια. Για να τους βάλουμε στο Κόμμα θα πρέπει να τους κάνουμε πρώτα ανθρώπους και μετά να μπουν στο Κόμμα. «Μέσα στον αγώνα θα γίνουνε άνθρωποι», μου είχε πει. Δε νομίζω. Εμείς που είπαμε ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο, αλλάξαμε στο σύνολό μας; Εμείς οι εξόριστοι που λέμε ότι αγωνιζόμαστε για έναν καλύτερο κόσμο, τις αδυναμίες που είχαμε τις εξολοθρεύσαμε ολοκληρωτικά; Εγώ σου λέω όχι.
Στον αγώνα παρακινούσα τον κόσμο να αγωνιστεί, να μην κάτσει. Να μην ανοίγει την πόρτα στον κατακτητή. Να μην γονατίσει. Να κρύψει τα εισοδήματά του, να μην πάει ο φασίστας και του τα πάρει. Βοηθούσα να στέλνουμε τρόφιμα στο αντάρτικο, να στέλνουμε νέους αντάρτες για να ενισχύεται το αντάρτικο, να περιθάλπτουμε αγωνιστές. Η γυναίκα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στους αγώνες, παρά του ότι βρήκαμε πολύ αντίσταση από τους ίδιους τους αγωνιστές που δεν είχαν εμπιστοσύνη στις γυναίκες. Οι γυναίκες μαγείρευαν, ζύμωναν, έπλεκαν. Είχαμε τον παράνομο τύπο. Κάναμε πολλά. Ποια γυναίκα ήταν εκείνη που σκότωναν το παιδί της και θα έμενε αδιάφορη; Ποια μάνα ήταν εκείνη που δε θα ήθελε να κλάψει το παιδί της και να αντισταθεί;
Ο Γιάννης ο Ποδιάς ήταν παράνομος και είχε έρθει στην Αθήνα να τον κρύψω. «Όταν βρίσκομαι κοντά με αριστερούς, νιώθω πολύ όμορφα. Γιατί όσες αδυναμίες κι αν έχουν, οπωσδήποτε διαφέρουν από τους δεξιούς», του λέω. Γυρίζει και με κοιτάει. «Κατίνα, τους ανθρώπους θα τους βλέπεις σαν ανθρώπους. Όχι σαν δεξιούς κι αριστερούς. Γιατί υπάρχουν δεξιοί άνθρωποι που είναι καλύτεροι από έναν αριστερό. Και υπάρχουν αριστεροί που είναι ντροπή να λένε πως είναι αριστεροί. Γιατί είναι γουρούνια. Και πρόσεξε. Αν τυχόν βρεθείς σε στενό κύκλο, μην απογοητευτείς από το ίδιο σου το περιβάλλον». Σε φυλακή, σε εξορία, ξέρεις πόσες φορές τον θυμήθηκα; Από την πρώτη βραδιά που πήγα εξόριστη στη Μακρόνησο, κατάλαβα ότι το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο σε δύο παρατάξεις. Μόνο σε βασικά ζητήματα ήμασταν ενωμένες.
Στην εξορία γιορτάζαμε την ημέρα της γυναίκας. Κάναμε εκδηλώσεις. Ήμουν καμιά δεκαριά χρόνια εκεί. Πάντα στα κρυφά. Κάναμε κρυφά ομιλίες μεταξύ μας. Οργανώναμε τη ζωή μας. Κάναμε συνεργεία με μοδίστρες και παπλωματούδες. Οι αναλφάβητες μάθαιναν γράμματα, άλλες αγγλικά, άλλες γαλλικά. Είχαμε μορφωμένες γυναίκες εκεί μέσα. Εγώ τους μάθαινα κρητικούς χορούς. Είχαμε χορωδία. Κάναμε ομιλίες, συνεδριάσεις. Διεκδικήσαμε να μαγειρεύουμε εμείς το φαγητό μας. Τα καταφέραμε και κάναμε καλύτερη τη ζωή μας. Μέσα στη βία, το ομαδικό ξύλο, τα βασανιστήρια, τις σφαγές, εμείς ήμασταν πάντα οργανωμένες κι αντιστεκόμασταν. Δίναμε γροθιά μες στο σκοτάδι.
Αγάπησα έναν σύντροφο. Όσο όμως ήμουν κυνηγημένη και δεν κοιτούσα να δεσμευτώ. Γιατί αν δεσμευόμουν θα κοιτούσα τον δεσμό. Εγώ κοιτούσα τον αγώνα. Αγαπούσα τον αγώνα. Οι άλλες αγάπες είναι μετά από αυτόν. Εδώ πεινούσα, τον έρωτα θα σκεφτώ; Ο αγώνας δε θέλει οικογένεια. Δεν έζησα κάποιον έρωτα, ούτε πριν, ούτε στην εξορία, ούτε μετά. Μπορεί να ερωτεύτηκα αλλά δεν άφησα τον εαυτό μου να συνδεθεί. Εγώ ήμουν μια ζωή παράνομη. Που να παντρευτώ; Στην εξορία ή στην παράνομη ζωή; Με ζήτησαν άνθρωποι που είχαν πολλά λεφτά. Τι; Να ξεπουληθώ; Δεν έχω ούτε παιδιά. Όλα τα παδιά που είναι στον αγώνα είναι παιδιά μου. Με αγαπούν και τα αγαπώ.
Από τα χρόνια της Κατοχής δεν ήξερα πολλά πράγματα για το Κόμμα. Πίστευα όμως και πιστεύω στον κομμουνισμό. Δεν πιστεύω όμως στους ανθρώπους που πήραν τον κομμουνισμό στα χέρια τους και τον ξεφτίλισαν. Δεν έπαψα να αγωνίζομαι. Είμαι αγωνίστρια. Ο κομμουνιστής έχει ιδανικά. Και τα ιδανικά ούτε τουφεκίζονται, ούτε σκοτώνονται, ούτε πεθαίνουν. Συνεχίζω τον αγώνα. Και τον συνεχίζω τώρα στα 98 μου χρόνια. Λυπούμαι που είμαι στο ηλιοβασίλεμα της ζωής γιατί τώρα καταλαβαίνω όλα τα κουκουλώματα, τις απάτες και τις ψευτιές που δεν ήξερα όταν ξεκίνησα. Γιατί θα είχα φωνάξει. Αν όλοι οι αγωνιστές είχαμε φωνάξει τότε γι’ αυτά που έκανε η Ηγεσία, θα είχαμε γλιτώσει πολλά. Θα συνεχίσω να αγωνίζομαι μέχρι την τελευταία στιγμή. Δεν σκέφτομαι να σταματήσω επειδή απογοητεύτηκα από τις Ηγεσίες. Η δική μου ανθρωπιά δεν εξαρτάται από την παλιανθρωπιά του άλλου.
Πιστεύω πως η γυναίκα πρέπει να αγωνιστεί γιατί σήμερα κινδυνεύει αυτή και τα παιδιά της περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένας πόλεμος καλλιεργείται αυτές τις μέρες. Ο αγώνας είναι σκληρός. Ο αγώνας θέλει πίστη και δύναμη και θάρρος. Κι εγώ θέλω να είμαι χρήσιμη στον αγώνα. Όταν πάψω να είμαι χρήσιμη, όταν θα πάψω να αγωνίζομαι, νομίζω θα πάψω και να ζω.
Εδώ, επ’ ευκαιρίας της πρώτης παρουσίασης – συζήτησης για τα αποτελέσματα της ακτιβιστικής «Έρευνας για την κρίση (2010-2014)» σε ηλικία 98 ετών μιλά για την αγάπη, τη συντοφικότητα και την αλληλεγγύη των λαών που είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να φέρει την αλλαγή. Διαβάστε τι είπε:
“Τιμή μου που βρίσκομαι με αγωνιστές του 21ου αιώνα… γιατί εγώ ανήκω στη μεγάλη ανεπανάληπτη γενιά του ’40-’45!
Είμαι από τους λίγους τυχερούς που κατάφερα να επιζήσω από τη βαρβαρότητα του ξένου και του ντόπιου βασανιστή, και να μπορώ σήμερα ν’ ακολουθώ την καινούργια γενιά!
Γιατί τα οράματα των αγωνιστών που φεύγουν, ούτε τουφεκίζονται, ούτε πεθαίνουν, ούτε κρεμάλες έχουνε, ούτε εξορίζονται.
Συνεχίζονται! Και είναι η καινούργια γενιά, η οποία αγωνίζεται για να χτίσουμε… όπως οραματίστηκε η γενιά μου!
Μαζί με τη συντριβή του εχθρού, θέλαμε να συντρίψουμε και το σύστημα εκείνο που σκοτώνει την ανθρωπότητα.
Οι εξοπλισμοί και ο πόλεμος δεν εξασφαλίζει την αγάπη και την ασφάλεια των λαών.
Εκείνο που πρέπει να δώσουμε εις τους λαούς είναι η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, του ενός λαού προς τον άλλον!
Αυτή είναι η δύναμη εκείνη που μπορεί να φέρει την αλλαγή!
Δεν περιμένουμε από τις κοινοβουλευτικές καρέκλες, οι οποίες κουκουλώνουν – σκεπάζουν όλες τις ψευτιές και τις απάτες.
Η αγάπη, η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη των λαών είναι η δύναμη που μπορεί να φέρει την αλλαγή.
Το εύχομαι! Εύχομαι η καινούργια γενιά να αγωνιστεί, να αντέξει, να νικήσει, και να καταφέρει να χτίσει την κοινωνία εκείνη της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης!
Και να χαρούνε όλες τις χαρές που στερηθήκαμε εμείς, κι όλος ο κόσμος.
Εύχομαι μια κοινωνία που θα ζούμε οι άνθρωποι χωρίς τον εφιάλτη του πολέμου. Μια κοινωνία μες στη λευτεριά και την αγάπη!
Το εύχομαι! Και λυπούμαι που είμαι στο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου. Γιατί έμαθα, τώρα ξέρω αυτές τις ψευτιές που δεν ήξερα όταν ξεκίνησα.
Και λυπούμαι που είμαι στο ηλιοβασίλεμα της ζωής. Αλλά, υπάρχει μια γενιά που ΕΧΕΙ δύναμη! Της εύχομαι να νικήσει!”