Την επόμενη μέρα στις 28 Ιουνίου 1942, τον άφησαν ελεύθερο, αν και ήταν σχεδόν μισοπεθαμένος. Μόλις προχώρησε, σχεδόν έρποντας , καμιά πενηνταριά μέτρα , τον σκότωσαν , σαν να ήταν σκυλί, μπροστά στα μάτια όλων σχεδόν των κατοίκων της Αυγενικής
“…Το να χάσουμε την Κρήτη λόγω ανεπαρκών δυνάμεων – αυτό θα ήταν έγκλημα…” είχε πει ο Γουΐνστον Τσώρτσιλ λίγους μήνες πριν ξεκινήσει η μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941.
Όλοι, σήμερα πια, γνωρίζουμε πως η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και ήταν πολύ σημαντική και για τους Κρητικούς. Παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος και από την μεριά των Κρητικών λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς .
Ωστόσο την ιστορία την έγραψαν οι χιλιάδες αφανής ήρωες που πλήρωσαν με τη ζωή τους όχι μόνο το διάστημα που κράτησε η Μάχη αυτή αλλά και στη συνέχεια όταν πια η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Γερμανών με όλες τις κτηνωδίες που ακολούθησαν.
Οι αφανείς ήρωες ήταν εκείνοι που δεν λογάριαζαν ούτε τιμή, ούτε δόξα αλλά πίστευαν σε ένα σωρό ιδανικά και αξίες που τους κάνει πραγματικά αθάνατους έστω στους λίγους που γνωρίζουν την δική τους ιστορία και κατορθώματα.
Τα γεγονότα και οι δύσκολες μέρες που ακολούθησαν την γερμανική κατοχή λίγο πολύ μας είναι γνωστά.
Ξεσκαλίζοντας λίγο την τοπική ιστορία ίσως κάποιες μικρές λεπτομέρειες, θα λέγαμε, πολύ σημαντικές είναι καλό να έρχονται στο φως. Έτσι για να θυμούνται οι παλαιότεροι αλλά και να γνωρίζουν οι νεώτεροι, το μέγεθος της αυτοθυσίας και αυταπάρνησης.
Ήταν 27 Ιουνίου του 1942 όταν οι Γερμανοί με ένα ολόκληρο σώμα « κυνηγών» του Σούμπερτ κύκλωσαν το μετόχι του Βορρού κοντά στην Μεγάλη Βρύση του Μονοφατσίου , εκεί όπου είχαν υπόνοιες και πιθανόν ενδείξεις πως ήταν το ορμητήριο της οικογένειας Μπαντουβά. Όσους βρήκαν εκεί εκείνη την ημέρα τους μάζεψαν κι άρχισαν να τους ρωτούν που έχουν κρύψει όπλα και Άγγλους στρατιώτες. Κανείς δεν μιλούσε και τότε σκότωσαν για εκφοβισμό ένα παλληκάρι, τον Γιώργο Μανουρά, ο οποίος, είπαν όσοι ήταν εκεί και έζησαν, πολύ αργότερα, πως όταν κατάλαβε πως θα τον σκότωναν, άρχισε να ζητωκραυγάζει για την Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, ένας βαφτισιμιός των Μπαντουβάδων δεν άντεξε το μαρτύριο της ανάκρισης και τους είπε πως ο νονός του ο Κώστας Μπαντουβάς ήξερε που έκρυβαν τα όπλα, κανείς άλλος. Τον Μαντουβά τον έπιασαν και τον βασάνισαν όσο κανέναν άλλον. Του έσπασαν τις αρθρώσεις μία- μία και τον ρωτούσαν σε κάθε σπάσιμο που ήταν τα όπλα. Κι εκείνος έδωσε τούτη την απάντηση : « Έχω τα, μα δε σας τα δίδω ».
Την επόμενη μέρα στις 28 Ιουνίου 1942, τον άφησαν ελεύθερο, αν και ήταν σχεδόν μισοπεθαμένος. Μόλις προχώρησε, σχεδόν έρποντας , καμιά πενηνταριά μέτρα , τον σκότωσαν , σαν να ήταν σκυλί, μπροστά στα μάτια όλων σχεδόν των κατοίκων της Αυγενικής. Ήταν η τελευταία φάση μιας οδυνηρής ανάκρισης.
Ένας ήρωας, ένας άνθρωπος από τους γενναίους Κρητικούς !
ΠΗΓΕΣ :
-ΠΑΤΡΙΣ,Κ.Μπογδανίδης
-Απομνημονεύματα καπετάν Μπαντουβά, Αντώνη Σανουδάκη
-Εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
-Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
-“ KΡΗΤΗ”, Γ. Παναγιωτάκη
-Cretalive.gr
-Ιστορικά σημειώματα για την Κρήτη, Μανόλη Καρέλη, ΠΕΚ