Η “Παραλία”, η καθημερινή σειρά της ΕΡΤ1 ανασκαλεύει για τα καλά τους μύθους των χίπις στα Μάταλα. Οι αρχαίες σπηλιές που κατοικήθηκαν από τα παιδιά των λουλουδιών και η παραλία στον κόλπο της Μεσσαράς έχουν τις δικές τους ιστορίες μισό αιώνα πριν. Ποιά είναι η αλήθεια και ποια τα ψέματα που ακολουθούν τους “χίπηδες” μέχρι σήμερα; Το Magazine ψάχνει τις απαντήσεις μέσα και από τους στίχους της Τζόνι Μίτσελ
Θα αφήσει τελικά η Υπατία τον Γιώργο, γιατί έχει ερωτευτεί τον Χάρι “γιατρό των χίπις” που κρύβεται από τη δικτατορία στα Μάταλα; Ποια είναι τα πολλά μυστικά της οικογένειας Αρχοντάκη, που γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα η ανιγματική Μπέτυ Λιβανού; Τι έχει κάνει στην πραγματικότητα ο Δημητρός στο ρόλο του οποίου δίνει ρεσιτάλ ο Γιώργος Νινιός; Θα επιστρέψει στο χωριό ο Μάκης Παπαδημητρίου, δηλαδή ο αστυνόμος Καραχάλιος;
Η “Παραλία” είναι η καθημερινή σειρά μυθοπλασίας της ΕΡΤ, που εξελίσσεται στα Μάταλα του 1969. Οι χίπις που ζουν στις σπηλιές και χορεύουν πάνω στην άμμο, μπλέκουν μαζί με τους ντόπιους Κρητικούς σε μια υπόθεση δολοφονίας, με φόντο την στρατιωτική δικτατορία.
Οι πολλές ιστορίες που ξετυλίγονται, οι δυο ξεχωριστοί κόσμοι, από τη μια τα “παιδιά των λουλουδιών” κι από την άλλη η μικρή κλειστή κοινωνία της ελληνικής επαρχίας, συνθέτουν το όλο σκηνικό που βασίζεται στο βιβλίο της Πηνελόπης Κουρτζή “το κορίτσι με το σαλλιγκάρι”.Η ίδια είχε υπογράψει το σενάριο στη μικρού μήκους ταινία, “Η Παραλία” (2021) σε σκηνοθεσία Ειρήνης Λουκάτου, με τον Γιάννη Κουκουράκη, μάλιστα, τον “Γιώργο” της μικρής οθόνης να υποδύεται τον Χάρι. Στην τηλεόραση κι επειδή μιλάμε, πλέον, για μια καθημερινή σειρά πολλών επεισοδίων είναι λογικό να έχουν προστεθεί χαρακτήρες.
Πώς όμως ήταν στ’ αλήθεια οι χίπις, που σταδιακά μέσα στη δεκαετία του ’60, βρήκαν στα Μάταλα το ιδανικό φυσικό ντεκόρ για να ζήσουν την “ουτοπία” που ευαγγελιζόταν επί της ουσίας η όποια φιλοσοφία τους; Οι αρχαίες λαξευμένες στους βράχους σπηλιές, στη λίθινη εποχή καταφύγιο των λεπρών και πολύ αργότερα ρωμαϊκό νεκροταφείο και η όμορφη παραλία με θέα το απέραντο λιβυκό πέλαγος δεν μπορούσαν παρά να γίνουν ο αγαπημένος προορισμός των ανήσυχων νέων των 60’s.
Όλων των αντισυμβατικών παιδιών, που είτε για λίγο, είτε για πάντα (έτσι τουλάχιστον νόμιζαν) έλεγαν όχι στις ανέσεις της σύγχρονης ζωής, επιστρέφοντας στην φύση, ζώντας κάθε μέρα ξεχωριστά, χορεύοντας, τραγουδώντας, καπνίζοντας χόρτο σε ένα κοινόβιο που μεγάλωνε σε πλήρη αντίθεση με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη της χούντας των συνταγματαρχών που κυβερνούσαν -εκείνη την εποχή- την Ελλάδα.
“Today is life, tomorrow never comes” γράφει ακόμα ο τοίχος στην Παραλία. Το σύνθημα που εν τάχει αποτυπώνει και το νόημα της ζωής των χίπις έγραψε κάποτε η Νορβηγίδα φίλη του περίφημου ψαρά Γιώργη Γερμενάκη (πέθανε πριν από μερικά χρόνια). Όπως ο ίδιος έχει αφηγηθεί “ζούσαμε μαζί ένα χρόνο. Μου είπε ότι θα φύγει μόλις πέσει η πρώτη βροχή. Ένα πρωί, μου ζήτησε μπογιές και έγραψε αυτή τη φράση στον τοίχο. Μετά από λίγο, έβρεξε και έφυγε…”
Τα όποια κοινωνικά ρεύματα έρχονταν στην Ελλάδα με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Το κίνημα των χίπις που γιγαντώθηκε στις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 60 και ζητούσε μια διαφορετική ζωή πιο κοντά στη φύση, μακριά από τον πόλεμο του Βιετνάμ, με πολύ ροκ και ακόμα περισσότερη -ελέω και των ουσιών- ψυχεδέλεια, μεταφέρθηκε με αστραπιαία ταχύτητα στα Μάταλα.
Οι σπηλιές, το αλάτι και η άμμος, η θάλασσα, η απέριττη φυσική ομορφιά μιας σχεδόν πρωτόγονης παραλίας ενθουσίασαν τους νεαρούς και νεαρές απ’ όλο τον κόσμο, που έκαναν το απίστευτο ταξίδι στα νότια του Νομού Ηρακλείου. Εκεί βρέθηκε για αρκετό καιρό η Τζόνι Μίτσελ, ο έρωτας της οποίας για τον Κάρεϊ, έγινε τραγούδι. Νωρίτερα, λένε, στην παραλία περπάταγε ξυπόλητος και ο Μπομπ Ντίλαν, μάλλον όμως πρόκειται για ένα ωραίο αστικό (ή καλύτερα χίπικο) μύθο.
Σίγουρα ήταν, πάντως, ο Δημήτρης Πουλικάκος ο οποίος την επομένη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, έφυγε για την Κρήτη και τα Μάταλα, όπου έμεινε για πέντε-έξι μήνες.
Είναι, όμως, ακριβής η μεταφορά των χίπηδων, όπως τους βλέπουμε κάθε μέρα από την ΕΡΤ; Η αλήθεια είναι ότι οι δημιουργοί της σειράς φαίνεται ότι έχουν μελετήσει την εποχή, τις όσες μαρτυρίες έχουν αποτυπωθεί είτε σε βιβλία, είτε σε ντοκιμαντέρ (το τελευταίο “Hippie Hippie Matala” παίχθηκε στη δημόσια τηλεόραση πριν από δέκα χρόνια) κι έχουν παρακολουθήσει τα όσα βίντεο έχουν διασωθεί από τότε.
Η ΝΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΦΕ MERMAID
Σε μια σειρά μυθοπλασίας είναι λίγο δύσκολο να καταγραφεί επακριβώς η πραγματικότητα, άρα όποιες “υπερβάσεις” έχουν γίνει, εξυπηρετούν την ροή της ιστορίας. Κανονικά, άλλωστε, η “Παραλία” θα έπρεπε να προβάλλεται με υπότιλους για να καταλαβαίνουμε τους ιδιωματισμούς της κρητικής ντοπιολαλιάς, η οποία για ευνόητους λόγους δεν ακούγεται καν.
Τα Μάταλα τότε δεν ήταν παρά ένα μικρό ψαροχώρι λίγων κατοίκων και σίγουρα όχι το χωριό όπως περιγράφεται στη σειρά. Ήταν όμως αληθινά ο φούρνος της “Νόνας” και το καφέ Mermaid, δυο από τα στέκια όπου συναντιούνται οι ήρωες της “Παραλίας”.
Η “Νόνα” ήταν η “Μαμά”, δηλαδή η Ανθούσα Ζουριδάκη, που μαζί με τον σύζυγο της Μιχάλη είχαν ένα μικρού φούρνο στο κοντινό χωριό Πιτσίδια. Ο δεύτερος άνοιξε το 1948 στα Μάταλα και έμελε να γίνει το σημείο αναφοράς των χίπις, στη δεκατία του 60. Η “Μαμά” όπως έλεγαν χαϊδευτικά την ιδιοκτήτρια, έβγαζε ζεστό ψωμί κάθε πρωί και έφτιαχνε ωραία κέικ, που λάτρεψαν τα παιδιά των λουλουδιών.
Το “μαγαζάκι της Μαμάς” ήταν το πρώτο που επισκέπτονταν και όπως διαβάζουμε στην ιστορία της εταιρείας “Ζουριδάκης, κρητικά προϊόντα”, ήταν το ορόσημο για την ανοδική πορεία της επιχείρησης, η οποία πλέον διακινεί τα καλούδια της Κρήτης και στην Αθήνα. Φυσικά, ο περίφημος φούρνος στα Μάταλα, εξακολουθεί να υπάρχει για να θυμίζει την μορφή της Μαμάς, που αγάπησαν οι χίπις αλλά και όσοι δοκίμασαν τα αρτοποιήματα της.
Το καφενείο Mermaid φτιάχτηκε από τα χέρια του Στέλιου Ξαγοραράκη. Είχε αγοράσει τα χαλάσματα σε τιμή ευκαιρίας και εκεί σύχναζαν οι χίπις, πίνοντας κρασί όπως μαρτυράνε και οι στίχοι της Τζόνι Μίτσελ “Come on down to the Mermaid Cafe
And I will buy you a bottle of wine”.
Στο βιβλίο του Μανώλη Νταλούκα “Μάταλα, η Ιστορία της Νεφεριάνας, αποτυπώθηκαν οι περιπέτειες του καφέ και της περίφημης γοργόνας που φιλοτέχνησε (με κοχύλια και χρώματα) η 16χρονη αδερφή του ιδιοκτήτη, Πηνελόπη Ξαγοραράκη, στην αρχή γυμνόστηθη αλλά μετά από υποδείξεις της χωροφυλακής … ντύθηκε, για να μην προκαλεί τα ήθη (η ζωγραφιά)! Στο εσωτερικό του Mermaid Cafe υπήρχαν κι άλλες τοιχογραφίες με προεξάρχουσες τις μορφές των Μπιτλς ή του Τζίμι Χέντριξ (το βλέπουμε στη σειρά), οι φωτογραφίες, ωστόσο, που διασώθηκαν απεικονίζουν μόνο την εξωτερική τοιχογραφία.
Όταν το 1970 οι χωροφύλακες έκαναν επιχείρηση “εκκαθάρισης” της περιοχής, γκρέμισαν και το καφέ. Ο ιδιοκτήτης συνελήφθη, έφαγε αρκετό ξύλο, την ώρα που οι χίπις διαμαρτύρονταν, έκαναν συναυλία και συγκέντρωσαν 300 δολάρια, τα οποία έδωσαν στην Πηνελόπη. Αργότερα, ο Στέλιος Ξαγοραράκης έγινε μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ, ενώ η αδερφή του Πηνελόπη ασχολήθηκε με τη μόδα ως σχεδιάστρια.
ΤΙ ΓΙΝΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ;
Ποιοί όμως ήταν οι χίπις της Παραλίας; Στο ντοκιμαντέρ “Hippie-Hippie. Matala! Matala!” σε σκηνοθεσία Γιώργου Βαρελά για την ΕΡΤ, οι αφηγήσεις των πρώην κατοίκων στις σπηλιές, απαντούν σε πολλές από τις απορίες. Οι συνεντεύξεις των άλλοτε ανέμελλων νεαρών, που άφηναν πίσω τα σπίτια και τις οικογένειες τους, για να ζήσουν δίπλα στη φύση, εξηγούν τον τρόπο σκέψης τους, αλλά και το τι συνέβαινε πράγματι στα Μάταλα.
Οι περισσότεροι κοντά ή μετά τα 70 τους (το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε το 2013) αφηγήθηκαν πολλές από τις λεπτομέρειες της ζωής τους στην Παραλία, ενώ ο Γιώργης Γερμενάκης και η κυρία Κατερίνα που είχε το περίπτερο από το οποίο οι χίπις αγόραζαν τσιγάρα, οδοντόκρεμες και άλλα αντικείμενα, και η κυρία Αλεξάνδρα της οποίας ο πατέρας είχε την ταβέρνα “Δελφίνι” καταθέτουν τις δικές τους μαρτυρίες.
- Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, υπήρχαν τρεις κατηγορίες “χίπηδων”. Η πρώτη αφορούσε τους αυθεντικούς hippie, που από το Κατμαντού, ή τις μεγάλες συναυλίες στην Αμερική, μετέφεραν τον τρόπο ζωής τους στα Μάταλα. Οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “φρικιά”. Η δεύτερη περιελάμβανε περίεργους ταξιδιώτες, που έμαθαν για την Παραλία και ήθελαν να δοκιμάσουν -έστω και για λίγο- ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και την ενσωμάτωση τους στην καπιταλιστική κοινωνία. Και η τρίτη αφορούσε πραγματικούς περιθωριακούς, οι οποίοι έφτασαν στα Μάταλα πολύ αργότερα. Ο “παράδεισος” στα Μάταλα διαδόθηκε στόμα με στόμα και κάθε καλοκαίρι και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 60, είχε γίνει βασικός προορισμός ενός τελείως εναλλακτικού τουρισμού. Το περιοδικό Life έφτασε να βάλει τους χίπις και τις σπηλιές στο εξώφυλλό του.
- Οι σπηλιές είχαν πράγματι μετατραπεί σε κατοικίες. Οι ένοικοι προσπαθούσαν με διάφορα χαλιά ή κιλίμια να κάνουν άνετη την διαμονή τους. Δεν ήταν και τόσο, καθώς μιλάμε για τάφους και όχι δωμάτια ξενοδοχείου. Μια από τις κυρίες (τότε νεαρό κορίτσι, ούτε 20 ετών) διηγείται στην κάμερα ντοκιμαντέρ την εμπειρία της πρώτης νύχτας, όπου μέσα σε απόλυτη ησυχία (και σκοτάδι) έμεινε σχεδόν ξάγρυπνη.
- Είχε sex, drugs and rock n roll στην Παραλία; Είχε αλλά όχι στον βαθμό που φαντάζονταν όσοι δεν ζούσαν εκεί. Προφανώς και “κάπνιζαν” ή δοκίμαζαν κάνα τριπάκι που τότε είχαν πρωτοεμφανιστεί. Όχι όλοι, πάντως. Μουσική έπαιζαν οι ίδιοι, έχοντας φέρει και τις κιθάρες τους, ή σύμφωνα με τον Δημήτρη Πουλικάκο “άκουγαμε τους δυο τρεις δίσκους, που έτυχε να υπάρχουν μαζί με ένα πικάπ”. Οι χίπηδες ήταν υπέρ του ελεύθερου έρωτα, δεν γίνονταν όμως … όργια μέχρι τελικής πτώσης. Τα κορίτσια της Παραλίας, προφανώς και ήταν κάτι διαφορετικό για τη ντόπια νεολαία, πολλοί νεαροί κυρίως από το Τυμπάκι, πήγαιναν στα Μάταλα, για να τα γνωρίσουν, υπήρχε όμως κι ένα σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας, αφού τότε τα αγγλικά δεν ήταν τόσο διαδεδομένα στην Κρήτη.
- Έφτασαν στα Μάταλα βετεράνοι ή λιποτάκτες του Βιετνάμ; Κι ήταν αυτός ο λόγος, που τελικά η χωροφυλακή επενέβη τον Μάιο του 1970; Στην Παραλία -είναι αλήθεια- βρέθηκαν και μερικοί Αμερικανοί που είτε είχαν λιποτακτήσει, ή ήθελαν να αποφύγουν την στράτευση για το Βιετνάμ. Ο Γιώργης Γερμενάκης διηγείται για ένα παιδί που μια μέρα έβαλε τα κλάματα και θυμήθηκε τον πόλεμο. Από την άλλη, μοιάζει μεγάλη υπερβολή να νομίζουμε ότι τα Μάταλα είχαν γεμίσει βετεράνους ή λιποτάκτες, με αποτέλεσμα να εκραγεί ο Νίξον, να στείλει μήνυμα στον Παπαδόπουλο και να γίνει η επέμβαση της χωροφυλακής. Και οι στρατιώτες που μνημονεύει η Τζόνι Μίτσελ στο τραγούδι της για τον Κάρεϊ; Μάλλον πρόκειται για Έλληνες φαντάρους, από γειτονικό στρατόπεδο, που περνούσαν τις ώρες της άδειας τους στην Παραλία.
- Ποια ήταν η σχέση των χίπις με την ντόπια κοινωνία; Στα Μάταλα τους αγάπησαν γιατί έμοιαζαν με μια ωραία ξέγνιαστη παρέα που χαιρόταν τη ζωή αλλά και άφηνε τον οβολό της. Δεν ξόδευαν εκατομμύρια “τα παιδιά των λουλουδιών”, ακόμα όμως και οι μερικές δραχμές που έδιναν για ένα πακέτο τσιγάρα, μια φρατζόλα ψωμί, ή δυο-τρεις ντομάτες κι ένα αυγό που έπαιρναν από το μικρό μαγαζάκι του χωριού, για να φτιάξουν τα αγαπημένα τους σάντουιτς, το πέρασμα τους για ένα καφέ ή ένα ποτήρι (ή ένα μπουκάλι) κρασί, τα ψάρια που αγόραζαν (όταν δεν έπιαναν οι ίδιοι) ήταν μια σημαντική ενίσχυση στο πενιχρό εισόδημα των κατοίκων. Φυσικά δεν έλειπαν οι υπερβολές, ειδικά μετά την συσσώρευση εκατοντάδων ανθρώπων σε μια Παραλία.Η ευρύτερη κοινωνία,όπως ήταν λογικό, αντιμετώπιζε με καχυποψία τους “άπλυτους της Παραλίας”, υποθάλποντας θεωρίες συνωμοσίας και συκοφαντίες, τις οποίες εν τέλει υιοθέτησε και μέσω της εκκλησίας ζήτησε την αποπομπή τους.
Ο χίπικος έρωτας της Τζόνι Μίτσελ
Η Τζόνι Μίτσελ ήταν 27 ετών το 1970 όταν αποφάσισε να επισκεφτεί την Ελλάδα, με μια φίλη της. Αντιμετώπιζε διάφορα υπαρξιακά προβλήματα, μόλις είχε τελειώσει τη σχέση της με τον Γκρέιαμ Νας στέλνοντας ένα τηλεγράφημα (!) και όταν σε μια βόλτα της στην Αθήνα άκουσε το “χίπισα, χίπισα, πήγαινε στα Μάταλα” … ακολούθησε την συμβουλή. “Σίγουρα δεν ήμουν αυτό που λέμε χίπι, αλλά σίγουρα δεν έμοιαζα και με Ελληνίδα” έλεγε με χιούμορ η Αμερικανίδα τραγουδίστρια, που έφτασε στα Μάταλα δυο-τρεις μήνες πριν από την επέμβαση της χωροφυλακής.
“Δεν υπήρχαν σπίτια τότε στα Μάταλα. Μόνο δυο μπακάλικα, ένας φούρνος που μοίραζε ψωμί και φρέσκο γιαούρτι, δυο καφενεία, ένα παντοπωλείο στο οποίο υπήρχε και το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού και μερικές ενοικιαζόμενες καλύβες” εξηγούσε. Σε μια απ’ αυτές έμεινε μαζί με τη φίλη της.
Μια έκρηξη υγραερίου στην κουζίνα της ταβέρνας “Δελφίνι” και η εμφάνιση ενός … μπαρουτοκαπνισμένου, αλλά ωραίου μάγειρα, ήταν η αφορμή για ένα καλοκαιρινό έρωτα, που κατέληξε σε ένα πολύ όμορφο τραγούδι με τίτλο το όνομα του άνδρα που γοήτευσε την Τζόνι: “Κάρεϊ”. Με το πέρασμα των χρόνων, έγινε κάτι σαν ύμνος για τους χίπις και την ψυχεδέλεια της εποχής.
Οι στίχοι του “Κάρεϊ” περιγράφουν την ζωή στα Μάταλα, τον έρωτα της εύθραυστης Τζόνι και έκανε διάσημο το Mermaid Cafe. “Ο άερας έρχεται από την Αφρική. Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ω Κάρει, ξέρεις ότι είναι δύκολο να φύγεις από δω, αλλά δεν είναι το σπίτι μου. Τα νύχια μου είναι βρώμικα, η πίσσα της παραλίας κόλλησε στα πόδια μου και μου λείπoυν τα καθαρά λευκά σεντόνια και η φανταχτερή γαλλική κολώνια μου” γράφει με υποδόρια ειρωνία η Μίτσελ, που καλεί τον Κάρεϊ να βγει από την σπηλιά του, να πάνε στο Mermaid Cafe να τον κεράσει ένα μπουκάλι κρασί, να πιουν “στο τίποτα” να σπάσουν τα άδεια ποτήρια τους και να ξαναπιούν ένα γύρο για τα φρικιά και τους στρατιώτες, τους φίλους της Τζόνι κι ένα ακόμα για τον “λαμπρό κόκκινο διάβολο” (η περίφημη τοιχογραφία στις σπηλιές).
Η Τζόνι Μίτσελ και ο Κάρεϊ Ράντιτς έγιναν ζευγάρι, ο θερμόαιμος -όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του- μάγειρας την ακολούθησε και έζησε μαζί της στην Καλιφόρνια, έμειναν φίλοι και τελευταία φορά την συνάντησε όταν γιόρτασε τα 72α γενέθλια του. “Η Τζόνι ήταν ένα κορίτσι που τραγουδούσε, έγραφε μουσική, ζωγράφισε και έφτιαχνε χειροτεχνήματα όλη την ώρα” είχε πει για την γυναίκα που ερωτεύτηκε στα Μάταλα…
Η επέμβαση της χούντας
Η κοσμοθεωρία των χίπις, το peace and love, η ελευθεριότητα στις σχέσεις αλλά και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις τους, έρχονταν βέβαια σε πλήρη αντίθεση με τα όσα πρέσβευε η χούντα. Οι δικτάτορες, πάντως, δεν έδωσαν σημασία στα μικρά γκρουπ νεαρών που μαζεύονταν σε μια άκρη της Κρήτης, δεν φαντάζονταν όμως ότι τα Μάταλα θα γίνονταν ξαφνικά το κέντρο της καλοκαιρινής σύναξης νέων απ’ όλο τον κόσμο.
Κάποιοι απ’ αυτούς δεν αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν αντιστασιακές ομάδες μεταφέροντας έντυπο υλικό κυρίως από τις πατρίδες τους στην Ελλάδα. Διάφοροι θιασώτες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, προσπαθούν να πυροδοτήσουν το κλίμα, από νωρίς, συκοφαντώντας τους “χίπηδες” όσο μπορούν περισσότερο.
Επιστολές σε τοπικές εφημερίδες στηλιτεύουν τον τρόπο ζωής των νεαρών ξένων στην Παραλία, εστιάζοντας στα μικροσκοπικά διάφανα σλιπ, που κάλυπταν τα απόκρυφα αγοριών και κοριτσιών. “Το φαινόμενον περιττόν να αναφέρω ότι προκάλεσεν αλγεινήν εντύπωσιν εις τους χωρικούς, όπου πιστεύω ότι ισχύουν και ισχύουν οι κανόνες της ηθικής και τα αγνά μας Ελληνοχριστιανικά ήθη.
Προσωπικώς, όμως, με πίκρανε το γεγονός ότι είδα τα παιδιά του χωριού, τα μικρά βλαστάρια από 4-12 ετών να πλησιάζουν τους “υψηλούς επισκέπτας” και με το αχόρταγα και ερευνητικά ματάκια τους να εξερευνούν τα εκτεθειμένα” γράφει έμπλεος οργής, ο σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, Μ.Ι.Βάμβουκας, σε πύρινη επιστολή του στην εφημερίδα “Πατρίς”.
Την σκυτάλη θα πάρει ο μητροπολίτης Τιμόθεος, ο οποίος θα ξεκινήσει, σχεδόν ανένδοτο αγώνα, με κυρήγματα και επιστολές κατά των χίπηδων. Σε μια εγκύκλιο του προς τους εφημέριους της Μητρόπολης του, γράφει για τους νεαρούς στα Μάταλα: “Έχασαν κάθε ίχνος ανθρωπιάς από πάνω των, κάθε ιδέα εντροπής. Ζουν πρωτόγονα μέσα στις σπηλιές-μνήματα ρωμαϊκά της βόρειας πλευράς των Ματάλων. Συνοικία διαφθοράς.
Γυμνές κοπέλες που φανερά εκδίδονται για να ζήσουν. Πεινούν και γυρνούν τις νύχτες στα σπίτια, στα περιβόλια, στα γύρω χωριά και ζητούν βοήθεια”
Ο Τιμόθεος αρνείται να παντρέψει ένα ζευγάρι που γνωρίστηκε στην Παραλία, εκτός αν κουρεύονταν και φορούσαν άλλα ρούχα, να φύγουν από τα Μάταλα και τις σπηλιές και να κατηχηθούν στην ορθοδοξία.
Η εφημερίδα “Μεσόγειος” το 1969, χαρακτηρίζει τους χίπιδες “βρωμερούς, ανισόρροπους και ανώμαλους”, που είχαν σκοπό να δημιουργήσουν το … τρίτο φύλο. Το πως θα γινόταν αυτό, δεν το εξηγεί, αλλά ήταν φανερό ότι οι αναγνώστες, γενικά οι Κρητικοί που δεν έβλεπαν με μισό μάτι “τα παιδιά των λουλουδιών”, έπρεπε να αρχίσουν να φοβούνται μήπως τα δικά τους παιδιά γίνουν ομοφυλόφιλοι…
Η εισαγγελική παρέμβαση φέρνει σχεδόν σύσσωμη την αστυνομική δυναμη του Ηρακλείου στα Μάταλα, προσπαθώντας να βρει τα εργαστήρια κατασκευής τρίτου φύλου. Βρήκαν μόνο χασίς, που οδήγησε πάντως τους νεαρούς στα δικαστήρια. Η είδηση που δημοσιεύεται στο περιοδικό “Επίκαιρα” σε ένα μεγάλο αφιέρωμα για τη ζωή στα Μάταλα, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία στους χουνταίους: “ένα μεγάλο Συνέδιο χίπις, απ’ όλο τον κόσμο, οργανώνεται στα Μάταλα. Οι χίπις θα συγκεντρωθούην εκεί την άνοιξη, για να ξεκαθαρίσυν τα εσωτερικά τους προβλήματα”.
Εντάξει οι εκατό-διακόσιοι χίπηδες, που περνούσαν το καλοκαίρι τους χαζεύοντας το λιβυκό πέλαγος. Αλλά όχι και συνέδριο! Οι αρχές ανασκουμπώθηκαν. Αλλά οι χίπις το μόνο που δεν μπορούσαν να κάνουν ήταν να … οργανωθούν και να κάνουν συνέδριο, λες και επρόκειτο για κάποιο κόμμα! Η ψευδής πληροφορία, έφερε εν τέλει και την επέμβαση της αστυνομίας, που γκρέμισε και το Mermaid Cafe.
Στις 22/5/1970 η εφημερίδα “Μακεδονία”, έχει το ρεπορτάζ της προηγούμενης ημέρας από τα γεγονότα στα Μάταλα (με την ορθογραφία της εποχής): “Εγράφη, σημερον (χθες) ο επίλογος εις την υπόθεσιν του συνοικισμού των Χίππις εις τα σπήλαια των Ματάλων.
Αι αστυνομικαί αρχαί ειδοποίησαν τους Χίππις ότι οφείλουν να εγκαταλείψουν τα σπήλαια της ακτής των Ματάλων εντός προθεσμίας μιας εβδομάδος, διότι ο χώρος έχει χαρακτηρισθή ως αρχαιολογικός, δεδομένου ότι υπήρχαν κατά το παρελθόν ομαδικοί, ρωμαϊκοί τάφοι.
Οι Χίππις έχουν την ευχέρειαν, οπωσδήποτε να εκλέξουν ή να εγκατασταθούν εις οικήματα πόλεων της Κρήτης, ή να απέλθουν εκ της νήσου.
Εν πάση περιπτώσει, οι ρωμαϊκοί τάφοι θα περιφραχθούν και η παραμονή των χίπις εντός αυτών μετά την εκπνοήν της ταχθείσης προς αυτούς προθεσμίας θα απαγορευθή,
Οι Χίππις εις τα Μάταλα είχον ιδρύσει συνοικισμόν, διέμενον εκεί υπό πρωτογόνους συνθήκας εις τα σπήλαια. Εις τα Μάταλα επίσης είχε αποφασισθή η σύγκλησις του συνεδρίου των, το οποίον εματαιώθη, κατόπιν απογορεύσεως των αρχών. Ήδη εις τα Μάταλα, εντός 40 περίπου σπηλαίων, παραμένουν 150 χίππις, άνδρες και γυναίκες, εξ όλων σχεδόν των κρατών της Ευρώπης και των φυλών της υφηλίου”
‘Εφυγαν όμως οι χίπις από τα Μάταλα; Τον Μάιο του 1970, σίγουρα. Κάποιοι είχαν προλάβει να είναι κομπάρσοι στην ταινία “η Θεία μου η Χίπισσα” με τη Ρένα Βλαχοπούλου, είδαν τη χούντα να τους βγάζει έξω από τις σπηλιές, αλλά σιγά-σιγά επανήλθαν. Και μετά την πτώση της δικτατορίας, η Παραλία άρχισε να ξαναγεμίζει, έστω κι αν χιπισμός άρχισε σιγά-σιγά να ξεφτίζει, μέχρι που εξαφανίστηκε λίγο πριν από τα 80’s.
Είχε αρχίσει, ήδη, η εξάπλωση του τουρισμού σε όλα τα επίπεδα. Οι Κρητικοί άρχισαν να μιλάνε αγγλικά, τα Μάταλα έγιναν κανονική πόλη, η παραλία γέμισε ομπρέλες και μόνο οι σπηλιές στα Μάταλα θυμίζουν ότι κάποτε σε εκείνο το μέρος, μερικές εκατοντάδες νεαροί και νεαρές απ’ όλο τον κόσμο έζησαν την απόλυτη ουτοπία…