Εε, σας γράφω τώρα την τελευταία ιστορία επειδή είναι αστεία να ξαλαφρώσομε λίγο. Και απ’ του χρόνου έχομε πολλές να σας γράψομε.
– Μάννα, μάννα! Φωνάζει δήθεν έντρομος ο λόγιος Λευτέρης, την αθώα και αγράμματη, από ένα χωριό της Κισσάμου (Βασιλόπουλο) μάννα του.
– Ίντα ‘ναι Λευταράκι μου.
– Μάννα, έμαθες τα μαντάτα;
Επηηήρανε οι Γερμανοί το Βερολίνοοο!
– Ώφου! Κάνει η μάννα του πανικόβλητη κι αρχίζει να χτυπιέται. Ώφου, συμφορά απού τη πάθαμε. Ντα’ ανέ πήρανε οι τρισκατάρατοι το Βερολίνο, πάει παιδάκι μου, όχι μόνο η μπάντα μας μα ο κόσμος ούλος!
Γέλλια ο Λευτεράκης καταμεσίς της Κατοχής, εκειδά γύρω στο ’43. Και με τα τόσα που είχανε πάθει είχανε εντούτοις όρεξη για χωρατά!
Πάντως αθώες και αγράμματες οι χωρικές μας νιές και γράδες το μαχαίρι όμως και το πιστόλι καλά ξέρανε και το χειριζόταν. Καλά ξέρανε και υπερασπιζόταν την Λευτεριά τους και την αξιοπρέπειά τους.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη