Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος Ι.J.F.
Μέσα στο πολιτικό χάος που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, δύο βασικές τάσεις ξεχωρίζουν: από τη μία, η σχετική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών να τάσσεται χωρίς δισταγμό υπέρ της παραμονής της Ελλάδας σε Ε.Ε. και ευρωζώνη, στηρίζοντας κόμματα και παρατάξεις που εφαρμόζουν με κάθε θυσία και κόστος τις νεοφιλελεύθερες συνταγές. Από την άλλη βλέπουμε να αναδύεται ένα έντονα ευρωσκεπτικιστικό (και δίχως ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση) ρεύμα, το οποίο αντιμετωπίζει τις ευρω-εκλογές ως αφορμή για να εκφράσει την αγανάκτησή του μέσω της κάλπης. Είναι σίγουρο ότι η διαδικασία αυτή στην πραγματικότητα αποτελεί μια ανακύκλωση των «διαφορών» των ελληνικών κομμάτων στα μάτια του χουλιγκανοποιημένου και βαθιά αποπολι¬τικοποιημένου ελληνικού εκλογικού κοινού που εν τοις πράγμασι αδιαφορεί για τις διαδικασίες που υποτίθεται ότι διαμορφώνουν τα πλαίσια λειτουργίας του μεγάλου ευρωπαϊκού κράτους – αυτού του (νεο)-«φιλελεύθερου» οικονομικο¬πολιτικού πατερούλη της Ευρώπης. Βέβαια η ελληνική περίπτωση είναι διττή, καθώς διαπιστώνεται παράλληλη ευρωλαγνεία αλλά και αδιαφορία για τους θεσμούς της Ε.Ε. Αδιαφορία η οποία όμως δεν οφείλεται σε κάποια παγιωμένη αντίληψη περί του ανούσιου των ευρωεκλογών ή του αντιπροσωπευτικού συστήματος εν γένει. Η φαινομενική αυτή αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν ιδωθεί η σχέση Ελλάδας – Ευρώπης, ιστορικά.
Το ελληνικό κράτος, καθώς ποτέ δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη ή αυτάρκη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, αναζητούσε πάντα συμμαχίες με τις υπερδυνάμεις της Δύσης τόσο ώστε να επιβιώσει, δεδομένου ότι η εσωτερική παραγωγή δεν αρκούσε για την κάλυψη της πλειονότητας των αναγκών του πληθυσμού, όσο και ώστε να διασφαλίσει ή να επεκτείνει (όπως στην περίπτωση της μικρασιατικής εκστρατείας) τα σύνορα του, όντας σε μια γεωγραφική ζώνη αστάθειας και διαρκών εθνικών συγκρούσεων. Η τεχνητή πολεμική με την Τουρκία, που εξασφάλισε αρκετές δεκάδες δις δολάρια στις βιομη¬χανίες όπλων, καθώς και οι καλλιεργούμενοι εθνικισμοί και αλυτρωτισμοί των δύο λαών που βρέχονται απ’ το Αιγαίο, συνεπικουρούμενοι απ’ τα τετρακόσια χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, συνετέλεσαν στην ηγεμονία της ιδέας ότι μόνο μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής και της ένταξης της χώρας σε οικονομικοπολιτικές συμμαχίες, όπως η Ε.Ε, ή στρατιωτικές συνεργασίες, όπως το ΝΑΤΟ, θα εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της χώρας. Ενδεικτικές του γεγονότος είναι οι συνεχείς δηλώσεις κυβέρ¬νησης/αντιπολίτευσης πως «τα ελληνικά σύνορα είναι τα σύνορα της Ευρω¬παϊκής Ένωσης».
Πέραν όλων αυτών, βέβαια, τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού προς το δυτικό, κυρίως, κόσμο συνέβαλαν στη δημιουρ¬γία ενός μύθου για τις δυτικές μητροπόλεις. Οι διεθνείς συνθήκες, ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης, έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς μετανάστες να εργαστούν στο εξωτερικό και να επιστρέψουν στις χώρες τους μ’ ένα συγκε¬ντρωμένο μικρό ή μεσαίο κεφάλαιο (το οποίο έγινε μεγαλύτερο σε χώρες με χαμηλής αξίας νόμισμα όπως η Ελλάδα), γεγονός που συνέδεσε στο νεοελληνικό φαντασιακό την Ευρώπη με τον πλούτο και την άνεση (σε αντίθεση με την φτώχια και την οικονομική μιζέρια της Ελληνικής πραγμα¬τικότητας). Έτσι, οι Έλληνες πορεύονται στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την ιδεολογική κληρονομιά του 20ού. Μια μίξη αδικαιολόγητης περηφάνιας για τα επιτεύγματα των κατοίκων του ελλαδικού χώρου πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χριστιανικής υποκρισίας, εθνικισμού, αποπολιτικοποίησης και λαϊκι¬σμού, μπολιασμένη με μια γερή δόση ευρωλιγούρας και ανάγκης επιβίβασης σε άρματα με αμερικάνικες, γερμανικές, ρώσικες ή κινέζικες σημαιούλες.
Τι είναι, λοιπόν, αυτή η σύγχρονη ευρωπολιτεία, για τη συντροφιά της οποίας οι πολίτες της Ευρώπης χάνουν, σιωπηροί, ένα προς ένα τα κεκτημένα δικαιώματα τους και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της; Ποιά είναι η Ελλάδα και τι σημαίνει τελικά το «να γίνουμε επιτέλους Ευρώπη»; Ποιά ακριβώς είναι η πολιτική φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι τόσο ζηλευτή από την αόριστη, ασαφή και περιρρέουσα νεοελληνική μυθολογία; Η Ευρώπη της ανεργίας, της φτώχειας, της λιτότητας, της καταστολής, ακόμα και της «αποανάπτυξης» αν θέλουμε να μιλήσουμε την γλώσσα των οικονομιστών και του καπιταλισμού.
Μέσα σ’ αυτό το οικονομικοπολιτικό περιβάλλον, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι καταδικασμένος (όπως ήταν πάντα) να παραμείνει ο φτωχός συγγενής.
Πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας και με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας, ακόμα και προ κρίσης, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Όσο περισσότερο συνειδητό είναι το γεγονός αυτό στην ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τόσο περισσότερο θ’ ακούμε τις πραγματικά απίστευτες ανοησίες περί ανάπτυξης γενικά και αόριστα, μείωσης του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, της ανεργίας, τόσο περισσότερο θα εθιζόμαστε στα διάφορα success story. Το μόνο που μπορεί να περιμένουμε είναι μεγαλύτερη φτώχεια, αύξηση ανεργίας, ολοσχερή εξαφάνιση κάθε κατάκτησης που σχετίζεται με την αγορά εργασίας, καταστολή, καταστολή, καταστολή. Πάνω σε αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, βασίζεται ολόκληρο το σκεπτικό της «αναγκαιότητας για περισσότερη Ευρώπη», για «παραδειγματισμό από τα αυστηρά εξορθολογισμένα Δυτικά πρότυπα».
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν είναι αυτός που ήταν μερικές δεκαετίες πριν, όταν τα κοινωνικά κινήματα και οι δημοκρατικές πρωτοβουλίες κατάφεραν να προκαλέσουν ρωγμές στο συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο. Απεναντίας, έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν τις ίδιες «ανατολικού τύπου» παθογένειες (στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για παθογένειες που σχετίζονται με το σύγχρονο στάδιο «ανάπτυξης» -ή, καλύτερα, σήψης – του καπιταλισμού) όπως αυτές της ελληνικής κοινωνίας (εξάπλωση της διαφθοράς – η οποία μπορεί να μην είναι ολοφάνερη όπως στην ελληνική περίπτωση, ωστόσο κυριαρχεί κάτω από έναν μανδύα νομιμότητας – διάλυση κάθε δημόσιας παροχής και ολική απαξίωση του δημόσιου αγαθού, μίσος προς τους αναξιοπαθούντες ανέργους, αντι-διανοουμενισμός, κραυγαλέος εθνικισμός και συντηρητισμός). Συνεπώς, ούτε η δήθεν «ευρωπαϊκή λύση» -και κατ’ επέκταση η θεοποίηση της Δύσης- βάσει μια παλιότερης εικόνας, μπορεί να υιοθετείται αστόχαστα και αβασάνιστα σαν μια βιώσιμη πρόταση, ούτε φυσικά και ο στείρος ευρωσκεπτικισμός (που φλερτάρει με τον ακραίο εθνικισμό, το λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία) συνιστά μια άξια αντιπρόταση. Πάνω σε αυτό το διττό πρόβλημα εμείς καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις: θα επιλέξουμε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα ως αποκούμπι που μας παρέχει μια δήθεν σιγουριά ή θα πέσουμε στην παγίδα του επικίνδυνου απομονωτισμού που συστηματικά καλλιεργείται (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης);