Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Από την αρχή της δεκαετίας του 1930 θυμούμαι καλά την ζωή. Ήμουνα παιδί και δεν είχα κρίση, μα τα κρίνω τώρα, άμα χρειαστεί, εκείνα τα γεγονότα που τα έζησα και που τα είδα πριν, πάνω από 80 χρόνια. Σήμερα θα ασχοληθώ με τα προξενιά και με τους γάμους.
Κατά τη δεκαετία του 1930 υπήρχε διαχωριστική νοητή γραμμή ανάμεσα στα δύο φύλλα. Βέβαια η καρδιά και των δύο φύλων, και ειδικά των νέων, ήτανε στην ίδια θέση και χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό όπως πάντα, όμως τα ταμπού και τα βάρβαρα έθιμα ξεπερνούσανε κατά πολύ την λελογισμένη ηθική συμπεριφορά. Ακόμα όταν εγώ επέρασα στην εφηβεία αποφεύγαμε να συχνάζομε όπου ήτανε ξένες κοπέλες για να μην προκαλέσομε υποψίες και σχόλια. Όταν φτάναμε σε ηλικία και σε στάδιο γάμου, έστω ένας νέος ελιγουρεύετο μια κοπέλα, δεν τολμούσε να συχνάζει όπου ήτανε, ούτε να τη συναντήσει κάπου να της εξομολογηθεί για τα αισθήματά του. Μπορεί και η κοπέλα να αισθανότανε περίπου έτσι, μα ήτανε θέμα τάξεως να πάει ο νέος μας να βρει ένα «ηστάμενο» άνθρωπο (ώριμο και λογικό) να τον στείλει να διαχειριστεί την υπόθεση του προξενιού. Ο προξενητής επήγαινε και εύρισκε τον πατέρα ή τον όποιο προστάτη της κοπέλας και επροσποιείτο ότι ήτανε δική του σκέψη και πρωτοβουλία, διότι εθεωρείτο ταπεινωτικό όταν ζητούσε ένας νέος μια κοπέλα και δεν τον δεχόντουσαν, ενώ ήτανε διαφορετικά αν ένας τρίτος έκανε αυτή τη σκέψη. Όταν και από την μεριά της κοπέλας ήτανε δεχτό, πιο παλιά ο γαμπρός έστελνε αρραβώνα, δώρα και κουφέτα μα ο ίδιος δεν πήγαινε. Από την δεκαετία του 1930 εγίνονταν κανονικοί αρραβώνες. Επήγαινε ο γαμπρός με 15-20 δικούς του στο σπίτι της κοπέλας. Μετά από το κέρασμα της υποδοχής εσηκώνετο ο πατέρας του γαμπρού και φώναζε τον πατέρα της νύφης: «Έλα ‘πα συμπέθερε απού θέλω να σε ρωτήξω. Το κοπέλι μας έφερνε τση κοπελιάς σας ένα δαχτυλιδάκι, είναι με τη βουλή σας να το κρατήξει;» Και ο συμπέθερος έλεγε: «Με τη βουλή μας και με την ευκή μας συμπέθερε». Τότε έβγαινε ένας έξω και έριχνε χαρμόσυνους πυροβολισμούς για να ρωτήσει και να μάθει ο κόσμος για το μεγάλο γεγονός. Οι «αρραβωνιαστάδες «εσηκώνονταν και χαιρετούσανε τη νύφη και βάζανε τα «χαρίσματα». Συνήθως χρυσά , μα και χρήματα. Στη συνέχεια εχαιρετούσανε το ζεύγος όλοι οι παρευρισκόμενοι και παρουσιάζανε και τα δώρα του γαμπρού. Το γλέντι της αρραβώνιασης εκρατούσε Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα. Όλοι την παρέα την τραπεζώνανε στα συγγενικά σπίτια της νύφης, ενώ στα πολύ μικρά χωριά σε όλα τα σπίτια του χωριού. Όταν φεύγανε η νύφη έδινε από μια πετσέτα σε όλους, ενώ στον γαμπρό δίνανε και ένα υφαντό σακούλι με παξιμαδάκια, αστραγγαλοφύντικα και ένα μερό κρέας. Σε καθένα εδίνανε και από ένα «πατητό» (κουλούρα σε σύμπλεγμα από ειδική ζύμη με μπαχαρικά). Μετά από τον αρραβώνα, ο γαμπρός μπορούσε να πηγαίνει στης αρραβωνιάρας του. Μπορούσε ακόμα να την παρει να πάνε μαζί σε ένα πανηγύρι ή σε ένα γάμο, όχι όμως οι δύο μόνοι. Πάντα ήτανε μαζί και ένας δικός της κοπέλας ο «βλεπάτορας» (όπως τον λέγαμε χαριτολογώντας), διότι τότε και το απλό φιλί και στους αρραβωνιασμένους ήτανε «απαγορευμένος καρπός».
Όταν ορίζετο ο γάμος. Οι μεγάλοι γάμοι τότε κρατούσανε συνεχόμενα μέρα και νύχτα μια εβδομάδα. Άλλοι πηγαίνανε για ύπνο, άλλοι γυρίζανε. Οι μικροί γάμοι άρχιζαν Σάββατο και τελειώνανε Δευτέρα ενώ οι μεγάλοι άρχιζαν την Παρασκευή και τελειώναν την Πέμπτη. Δεν ήτανε τότε αυτοκίνητα και δεν μπορούσαμε να πάμε στα μεγάλα κέντρα να γίνει ο γάμος. Εγινότανε στα σπίτια μας. Μα τα δωμάτιά μας ήτανε μικρά. Ο γάμος γινότανε σε διάφορα δωμάτια, ή και ο γείτονας μπορούσε να διαθέσει το σπίτι του. Στο κεντρικό δωμάτιο ήτανε το ζεύγος, οι κουμπάροι, οι συνοπάρτουρσες, τα όργανα, οι 2-3 δικοί της νύφης που ήρθανε μαζί της και όσοι άλλοι χωρούσανε. Εκεί γινότανε και ο χορός. Τα όργανα τότε ήτανε αγνά και δεν τα είχανε κακοποιήσει με τα μεγάφωνα που τα καθιστούνε απωθητικά. Επαίζανε οικολογικά και δεν προκαλούσανε ηχορύπανση σε όλο το χωριό. Σε άλλα δωμάτια οι χαροκόποι τραγουδούσανε με ριζίτικα και με μαντινάδες ανενόχλητοι.
Στη γαμήλιον πομπή που πήγαινε να πάρει τη νύφη μπορούσανε να πάνε όλοι οι καλεσμένοι άντρες όμως από τις γυναίκες πηγαίνανε μέχρι 15. Από το περιβάλλον του γαμπρού ορίζανε ποιες θα πηγαίνανε. Τις λέγαμε «συνοπάρτουσες». Κάθε συνοπάρτουσα ήτανε καβάλα σε ζώο και αυτό το ζώο πάντα το έσερνε τιμητικά κάποιος δικός της . Ξεκινούσαμε με το τραγούδι της στράτας:
Δώσε μας μάνα την ευκή να ξεκινήσει ο γάμος
Η γι – ευκή μου ομπρός κι οπίσω σας, δεξιά σας και ζερβά σας
Να πάτε να μου φέρετε τη νύφη του παιδιού μου.
Μπροστά ήτανε ο σημαιοφόρος, ο παπάς και στη συνέχεια οι τραγουδιστάδες αγκαλιασμένοι τριάδες και τετράδες που τραγουδούσανε τα τραγούδια της στράτας. Συχνά πηγαίναμε να πάρομε τη νύφη από μακρινό χωριό και όταν περνούσαμε από ενδιάμεσα χωριά φίλοι και γνωστοί του ζεύγους εβγαίνανε με κρασιά, ρακές και ανάλογους μεζέδες και κερνούσανε όλο το γάμο. Άμα φτάναμε στο σπίτι της νύφης εκάνανε τραπέζι σε όλο τον γάμο μετά εγίνετο η στέψη, συνήθως μέσα στο σπίτι ή στην αυλή και μετά λέγαμε το τραγούδι της στράτας:
Αποχαιρέτα νύφη μου ούλους τσοι συγγενείς σου, μα
πρώτα τσοι γονέους σου και τα γλυκιά σου αδέρφια
Μετά τσι φιλενάδες σου και τσοι γειτόνισσές σου
Αντιλαλούσανε τα βουνά και τα φαράγγια που τα γεμίζαμε ανδροπρεπή μελωδία με τα μακροσκελή τραγούδια της στράτας, μα επίσης τα βουνά και τα φαράγγια τα κάναμε ολόπλουμα τα πολύχρωμα αλογινά, με τις λεβέδικες και με τις όμορφες συνοπάρτουσες.
Όταν επλησιάζαμε στο σπίτι του γαμπρού λέγαμε το παρακάτω τραγουδάκι της στράτας:
Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης
να δείς τον ακριβό σου γιό και τη χρυσή σου νύφη
Η μητέρα του γαμπρού αν φορούσε μαύρα, έβαζε στο κεφάλι της μια άσπρη πετσέτα και αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν (συνήθως στην προχωρημένη ηλικία φορούσανε μαύρα οι γυναίκες , διότι για μεγάλα πένθη βάζανε μαύρα εφ όρου ζωής). Τη θέση που κάθιζε το ζεύγος την λέγανε «παστό» και ήτανε στολισμένη με γιρλάντες από τριανταφυλλιές ή με βάτο (Παστό λέγανε στην αρχαιότητα τον νυφικό κοιτώνα).
Όταν φεύγανε οι γαμηλιώτες δίνανε σε όλους από ένα πατητό. Η νύφη έδινε από μια πετσέτα στους στενούς συγγενείς του γαμπρού, σε όλους τους κουμπάρους, ενώ στον πρωτοκουμπάρο εδίνανε ένα υφαντό σακούλι με παξιμαδάκια, αστραγκαλοφύντικα και ένα μερό κρέας. Επίσης έδινε πετσέτες 2-3 δικούς της που ήρθανε μαζί της με την γαμήλιον πομπή για να την βοηθήσουνε ψυχολογικά να συνειδητοποιήσει και να προσαρμοστεί στο νέο της περιβάλλον. Την πρώτη φορά που θα ερχότανε παρέα από τους δικούς της νύφης στο νέο της σπίτι την λέγαμε «αντιχαρά» όπου θα μπορούσανε να έρθουνε το βράδυ της Κυριακής να καθίσουνε λίγο να τους περιποιηθούνε και μετά να φύγουνε. Μπορούσε να γίνει όμως και άλλη φορά.
Συνηθέστατα εγίνονταν τα αντρόγυνα από προξενιά. Συμβαίνανε όμως και βίαιες απαγωγές, όπου σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, αν είχε για ένα βράδυ ο απαγωγέας την κοπέλα, ή κανείς δεν θα την ήθελε, ή θα έπαιρνε άχρηστο άνθρωπο, και συνήθως εσυμβιβάζετο να ζήσει με ανεπιθύμητο άνθρωπο για μικρότερο κακό. Είχαμε ακόμα και εκούσιες απαγωγές, όταν ο νέος με τη νέα αγαπιόντουσαν μα οι δικοί τους είχανε αντιρρήσεις. Είχαμε ακόμα μια παράξενη σύζευση του αντρόγυνου. Τότε που προξενεύανε και παντρεύανε αντρόγυνα που δεν γνωριζόντουσαν μεταξύ τους μα και δεν επέτρεπαν τα βάρβαρα έθιμα να ειδοθούνε τα παιδιά , επηγαίνε ο προξενητής και έβλεπε την κοπέλα και ο γαμπρός «εψώνιζε» με ξένα μάτια. Τότε υπήρξανε περιπτώσεις που άλλη δείξανε στον προξενητή , και άλλη παρουσιάσανε για νύφη στον γάμο. Ξέρω συγκεκριμένη περίπτωση που ο προξενητής είδε την κοπέλα και όπως όντως ήτανε καλή, έτσι την περιέγραψε στον γαμπρό, όμως στον γάμο η νύφη δεν ήτανε καλή. Έγινε σούσουρο και ένας γαμηλιώτης του γαμπρού τόλμησε και είπε τη μαντινάδα:
Κουκιά και παξιμάδι και παστές ελιές
Τραβάγια θα μας κάνουν αυτές οι κοπελιές.
Ένας δικός της νύφης, που ήτανε βέβαια πιο ισχυροί οικογένεια είπε:
Βάλε κρασί, βάλε ρακή εράϊσεν η κούπα
Θέλεις, δε θέλεις θα γινεί ο λόγος απού σου ‘πα.
Οι γαμηλιώτες του γαμπρού τον πείσανε να γίνει η στέψη για να μην δημιουργηθεί κατάσταση και μετά ας κάνει ότι νομίζει, όπου και έγινε η στέψη. Πολλοί που τους προξενεύανε, μα δεν γνωριζόντουσαν, κάνανε μια φτιαχτή ευκαιρία, έστω σε ένα πανηγύρι και πηγαίνανε και εβλέπονταν από απόσταση τέλη της δεκαετίας του 1930. Αργότερα επήγαινε ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης να ειδωθούνε και μετά τελείωνε το προξενιό
Πηγή φωτογραφίας: vivi.pblogs.gr