“To μήνυμα ελευθερίας του Νίκου Καζαντζάκη» είναι ο τίτλος της ομιλίας που πραγματοποιεί την Τρίτη ώρα 7.00 μ.μ στην Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, Γερανίου 41 στην Αθήνα, ο Αργύρης Σφουντούρης, αστροφυσικός-μαθηματικός. Πριν από λίγο καιρό ο Αργύρης Σφουντούρης ως προσκεκλημένος στο κανάλι ZDF συγκίνησε πολλούς Γερμανούς, οι οποίοι για πρώτη φορά άκουγαν τα όσα υπέστησαν οι κάτοικοι του Διστόμου τον Ιούνιο του 1944.
Από τους λιγοστούς επιζώντες ο κ. Σφουντούρης, παιδάκι σχεδόν τεσσάρων ετών τότε, δίνει συνεχή αγώνα για την ιστορική μνήμη και τη δικαίωση των θυμάτων. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και οι δύο γονείς του, ενώ ανάμεσα στους 218 νεκρούς που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, μέσα σε δύο ώρες, υπήρχαν 32 με το επώνυμο Σφουντούρης. Επειτα από δεκάδες ομιλίες, έρευνες και δικαστικούς αγώνες ο Αργύρης Σφουντούρης έχει καταγράψει στοιχεία και σκέψεις σε ένα βιβλίο με τίτλο «Πενθώ για τη Γερμανία – Το παράδειγμα του Διστόμου» (Εκδόσεις «Βεργίνα. «Ξεκίνησα το βιβλίο πριν έναν χρόνο ως ένα είδος διαθήκης, για τον αγώνα που κάνω εδώ και 20 χρόνια και στα κείμενα συγκαταλέγονται διαλέξεις που έγιναν στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Ηθελα να τα δημοσιεύσω προκειμένου να μην πάνε χαμένες όλες οι ενέργειες και να ενημερωθούν οι νέες γενιές», λέει ο κ. Σφουντούρης, η ιστορία του οποίου μεταφέρθηκε με την ταινία «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη».
Η τέχνη του Καζαντζάκη
Ιούνιος 1983, Ηράκλειο Κρήτης: Η Ελλάδα γιορτάζει τα εκατοστά γενέθλια του Νίκου Καζαντζάκη. Διαλέξεις, τιμές, έπαινοι, αναγνώριση – ίσως λίγο καθυστερημένα – από την «μητέρα» Ελλάδα και από την «ιδιαίτερη μητέρα» Κρήτη – μεγάλη αναγνώριση, σχεδόν πληθωρική. Ίσως οι ομιλητές και οι άλλοι παρευρισκόμενοι (συγγραφείς και πολιτικοί, άλλοι καλλιτέχνες και «απλοί συμπατριώτες») να τιμούν με ευλάβεια και συγκίνηση το «μεγάλο τέκνο» (όπως λένε) – ίσως ορισμένοι «άνθρωποι των γραμμάτων» απλώς να χρησιμοποιούν τον Καζαντζάκη για επίδειξη του δικού τους πνεύματος, να βγαίνουν από τον ίσκιο του νεκρού και να φωτίζουν το δικό τους προφίλ στην τόσο τρανή λάμψη του αναγνωρισμένου πια έργου του. Ίσως λίγο καθυστερημένη (είπα) η αναγνώριση αυτή, μεταθανάτια στον τόπο του – στον τόπο μας – μετά, πολύ μετά από την αναγνώριση στα ξένα, στην ξενιτιά όπου έζησε επανειλημμένα ο Νίκος – όπως τον λένε όλοι, σαν νάταν πάντα αδερφός τους, σαν να μην είχαν ποτέ υπάρξει οι αδερφοφάδες – στην ξενιτιά όπου έζησε κυρίως τα τελευταία έντεκα χρόνια της ζωής του, χωρίς να ξαναδεί την πατρίδα του, χωρίς να πατήσει ποτέ πια το πόδι του στο χώμα του Μεγάλου Κάστρου, χωρίς ποτέ πια να αναπνεύσει το φως, αυτό το διάφανο, λαμπρό πνεύμα που μετέτρεψε σε λόγο για να τον μεταφέρει σε συννεφιασμένες χώρες, σε συννεφιασμένες ψυχές που διψούν για γνώση, για σκέψη, για συλλογισμούς – που δέχονται καινούρια γνώση, ελεύθερη σκέψη, ανεξάρτητους συλλογισμούς. Ο τόπος και οι συμπατριώτες του Νίκου – οι συμπατριώτες μας, οι πατεράδες μας και οι μανάδες μας τον άφησαν να φύγει τότε το 1946, ούτε τον εμπόδισαν, ούτε τον κάλεσαν ποτέ να γυρίσει πίσω. Σίγουρα τον φοβόνταν, περισσότερο ίσως απ ότι φοβόνταν μια βαριά οπλισμένη στρατιά από αντάρτες. Ήταν επικίνδυνος, και είναι, και θα μείνει επικίνδυνος, γιατί αντιπροσωπεύει το αιώνιο αντάρτικο πνεύμα – το μόνο που αξίζει αυτή την ονομασία – το πνεύμα που ξεχωρίζει τον άνθρωπo από όλα τα άλλα ζωντανά του πλανήτη μας, το πνεύμα που αντιστέκεται ισόβια στο ένστικτο της υποταγής, της παράδοσης στα λεγόμενα αγαθά της ζωής – μιας υποταγής που δεν είναι άλλο τίποτα από την αρχή του θανάτου. Ο Καζαντζάκης έμεινε και θα μείνει επικίνδυνα ζωντανός γιατί αντιστάθηκε σ’αυτή την παράδοση στην ύλη, γιατί δεν σήκωσε ψηλά τα χέρια αλλά τη φωνή του για να στιγματίσει και ακόμα περισσότερο για να καταπολεμήσει την υλοποίηση των ιδανικών και τη μετατροπή τους σε κομματικές ιδεολογίες, σε δόγματα, σε μηχανισμούς προσιτούς στην εξουσία. Ο Καζαντζάκης ήταν πάντα ένας Hοmmε révolté όπως τον περιέγραψε ο Camus (ένας άνθρωπος της εξέγερσης), και για πολλούς – για όλους όσους θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς τους – ένας Dissident όπως ονόμασε το βιβλίο της για τον άντρα της η Ελένη Καζαντζάκη, δηλαδή ένας (από την σκοπιά των δογματικών ιδωμένα)αιρετικός. Για αυτό πάντα θα αναφλέγει με την πνοή του έργου του καινούριες φλόγες ανθρώπινης ανεξαρτησίας, της μόνης πνευματικής αξιοπρέπειας, ακόμα και αν μια μόνο σπίθα, κλεισμένη μέσα στην πυκνή στάχτη της δογματικής αυταρέσκειας, μια και μόνο σπίθα επικοινωνήσει μ΄ αυτή την πνοή.
Δεν είναι δάσκαλος, δεν είναι «διδακτικός» ο Καζαντζάκης, γιατί είναι πάντα «καθ’ οδόν». Δεν δημιούργησε σχολές, να ψάξει για παντοτινές απαντήσεις, για τελικές λύσεις στις ανθρώπινες αγωνίες. Αντιθέτως πάντα έσκαβε πιο βαθιά, ακόμα βαθύτερα, ως εκεί που φυτρώνουν άλλες ερωτήσεις, ακόμα πιο άβολες κυρίως για τους τόσους βολικούς, πιο ενοχλητικές, γιατί αποδείχνουν πόσο προσωρινές, πόσο σύντομα ξεπερασμένες είναι οι δήθεν τελικές απαντήσεις των σχολών και σχολείων, πιο στενόχωρες γιατί μαζί τους φυτρώνει και το ζιζάνιο της αμφιβολίας που γρήγορα φουντώνει και πιάνει όλο και περισσότερο χώρο μέσα στη σκέψη, απασχολεί (μαζί με τα τόσα άλλα παράσιτα) όλο και μεγαλύτερους κύκλους της κοινωνίας, επινοεί όλο και στενότερες «φιλικές» φωνές που ψιθυρίζουν: «παραδώσου, δεν αξίζει τον κόπο». Ο Καζαντζάκης όμως έμεινε ως το τέλος του ανυποχώρητος, πιστός στον εαυτό του μόνο που τον έσπρωχνε πάντα σ’έναν ανένδοτο αγώνα, αμετάπειστος και πεισματάρης κυρίως όταν το ένιωθε περισσότερο, παρά κατανοούσε ότι τελευταία λύση δεν θα υπάρξει. Το καζαντζακικό πνεύμα είναι το άκρο αντίθετο του υπηκόου, της κατεστημένης σκέψης, της αποσταλαγμένης γνώσης, της αποκρυσταλλωμένης πίστης – είναι η ΑΣΚΗΣΗ. «΄Ασκηση» με την έννοια του γυμναστηρίου αλλά σε πνευματικό επίπεδο, σε ηθικό πλαίσιο – εκεί που εξελίσσεται και διατηρείται η ανθρώπινηζωντάνια, όχι απλώς η ζωϊκή, η ζωώδης. Μια άσκηση που βοηθάει στην αποφυγή της ψυχικής αρτηριοσκλήρυνσης, που αναγεννά καθημερινά την ανθρωπιά μέσα στον άνθρωπο, την συνανθρώπινη πεποίθηση μέσα στην πίστη, την κοινωνική αλληλεγγύη μέσα στην ΄Αγια Κοινωνία. Είναι μια συνεχής ορειβασία αυτή η άσκηση – ορειβασία όχι για την κατάκτηση κορυφών, όχι για την κυριαρχία οροσειρών, απλώς για την πιστοποίηση ότι τα βουνά δεν είναι ακατανίκητα όρια και ότι τα όρια που καθορίζουν οι κάθε είδους εξουσίες δεν είναι βουνά απάτητα. Δεν είναι βολική όμως αυτή η άσκηση, γιατί η άνεση βρίσκεται πάντα ανάμεσα σε όρια και επιτυγχάνεται με προσαρμογή και συγκατάθεση, κερδίζεται με συμμόρφωση και υποταγή.
Γι αυτό ποτέ δεν ήταν βολικός ο Καζαντζάκης, δεν ήταν διδακτικός για την πλατιά μάζα της σχολικής εξάσκησης στην υποταγή στα κοινωνικά δεδομένα, ούτε για το αδρανές σώμα μας το τόσο φορτωμένο με αναγκαιότητες και υποχρεώσεις. Κι όποιος δεν είναι βολικός, όποιος δεν βολεύεται, δεν λέει «δεν βαριέσαι» και δεν αφήνει και τους άλλους να βολευτούν είναι επικίνδυνος. Επικίνδυνος, γιατί δεν σταμάτησε, γιατί δεν σταματά να σπρώχνει και να σπρώχνεται πιο πέρα, γιατί αρνείται κατηγορηματικά και παραδειγματικά το «δε βαριέσαι»! Πάλι και πάλι ξεκινάει να βάλει μπρος το κινητήριο πνεύμα μας, ψάχνει και για την τελευταία ακόμα σταγόνα ενέργειας μες’ στη στερνή και μάταιη ελπίδα μας για να το ποτίσει αυτό το πνεύμα για να παλέψει την αδράνεια, την κούραση, την απογοήτευση – για να μας σπρώξει ένα χιλιοστό πιο μπροστά, να μας σηκώσει μια ιδέα μόνο λίγο πιο ψηλά, να μας θυμίσει για μια μικρή στιγμή μονάχα τη γεύση της ζωντάνιας που ποτέ δεν αρκεί, που παραμένει αφετηρία ως τη στερνή στιγμή. Είναι και παραμένει επικίνδυνος ο Καζαντζάκης γιατί – αλίμονο στους φτασμένους! – τους φωνάζει με το ζωντανό τους όνομα όλους αυτούς τους υπνοβάτες του χορτασμού.
Με την «Ασκητική» του που έγραψε το 1922 σταμάτησε ο Καζαντζάκης να ελπίζει σε τελικές λύσεις, σε αποτελεσματικές νίκες. Η ζωή είναι μόνο δρόμος, μόνο αγώνας, μόνο μάχη, μόνο ορειβασία – κάθε τι άλλο είναι πειρασμός, δόλωμα πάνω στ’ αγκίστρι του θανάτου.
Γράφει ο Καζαντζάκης στο τέλος της «Ασκητικής»: (1)
« … Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει
δρόμο. Δρόμος να ανοιχτεί δεν υπάρχει.
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Μέσα στη βαθειά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας καί παίζοντας,
ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πώς το
ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:
ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΑΟΔΗΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ – ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΙΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»
ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»
ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕΝ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:
ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!»
Είναι ευκολονόητο για όλους μας, πως ούτε τότε βιάστηκαν ούτε και θα βιαστούν ποτέ οι ιερείς και οι κάθε άλλου είδους δάσκαλοι να δώσουν στους μαθητές τους ορισμένα βιβλία του Καζαντζάκη. Πριν από την αναγνώρισή του ως μυθιστορηματογράφου στο εξωτερικό, το έργο του αποτελούσε ένα από τα λογοτεχνικά «ταμπού» στον τόπο μας.
Θυμάμαι το 1957/58, λίγο μετά το θάνατο του Καζαντζάκη, είχαμε στην παιδούπολη που ήμουνα στην Ελβετία την επίσκεψη της διευθύντριας ενός αθηναϊκού ορφανοτροφείου θηλέων όπου βρισκόταν τότε μια απ’ τις αδερφές μου. Έτσι ενδιαφέρθηκε η κ. διευθύντρια να γνωρίσει κι εμένα, και φυσικά με ρώτησε τί διαβάζω. Οταν ανέφερα και τον Καζαντζάκη, γύρισε και κοίταξε αυστηρά την Ελληνίδα δασκάλα μας που την ξεναγούσε, λέγοντας πως στα Ελληνικά σχολεία δεν επιτρέπονται τέτοιου είδους συγγραφείς. Κι όταν αργότερα θέλησε η κ. διευθύντρια να δεί το δωμάτιο μου, έπρεπε να τρέξω και (για να μην την ερεθίσω περισσότερο) να ξεκρεμάσω προσωρινά από τον τοίχο την φωτογραφία του Καζαντζάκη που είχα κόψει από μια γερμανική εφημερίδα και την είχα κρεμασμένη δίπλα απ’ αυτές του Einstein και του Beethoven πάνω απ’ το γραφειάκι μου.
Βέβαια ο Καζαντζάκης δεν είναι μόνο Ασκητική. Αυτή είναι ο σκελετός, το στήριγμα των έργων του, αλλά και το καλούπι της σκέψης του. Είναι ίσως ο πιο μικρός παρονομαστής (μεγαλύτερος ίσως και ποτέ να μην υπάρξει) – ο πιο μικρός παρονομαστής, κοινός για όλη την ανθρωπότητα, ενωμένη μόνο απέναντι στην αμφιβολία, στην αμφισβήτηση, στον υπαρξιακό αλλά και τον πραγματικό (τον λεγόμενο ρεαλιστικό) κίνδυνο, αμέσως συνεννοημένη στον κοινό φόβο, την κοινή αγωνία της εποχής μας, τον ίλιγγο του μέλλοντος – αλλά πάντα διχασμένη στην αντιμετώπιση όλων αυτών των δοκιμασιών, έντεχνα και πολυμήχανα χωρισμένη σε μικρούς και μεγάλους αριθμητές.
Στα εκατό χρόνια απ;o τη γέννηση του Καζαντζάκη, τότε το 1983 στο Ηράκλειο, την τρίτη μέρα, μετά τις ομιλίες και τις επίσημες δεξιώσεις, μετά τις αναλύσεις και τις προσφωνήσεις των προηγουμένων ημερών και νυχτών, έγινε μια μικρή τελετή στον τάφο του Καζαντζάκη. Ηταν ένα ηλιόλουστο πρωί, το φως διέλυε τη βαριά πέτρα του απλού μνημείου, την σήκωνε σχεδόν με την λάμψη του που αγκάλιαζε τον μεγάλο, λιγνό ξύλινο σταυρό, σαν να ήθελε το λαμπρό πνεύμα να ξεχωρίσει τη θέση του από την ύλη, να δείξει όχι απλά πως αναστήθηκε, αλλά ότι ποτέ δεν πέθανε, να αποδείξει ότι τίποτε δεν πέθανε, τίποτε δεν πεθαίνει από την ανθρώπινη σκέψη. Το σώμα έχει λιώσει, η καρδιά έχει σταματήσει να πάλλεται. Τώρα χτυπάει στο σώμα της αιωνιότητας που είναι κοινό, χωρίς φύλλο, χωρίς ράτσα, χωρίς διαβατήριο, είναι το ένα σώμα της ανθρωπότητας, το μοναδικό, το τόσο συχνά λαβωμένο, μα αθάνατο σώμα της ανθρωπιάς. Ετσι είναι πολύ φυσικό, σχεδόν αυτονόητο, ότι – μεταξύ πολλών άλλων – κατέθεσαν δαφνοστέφανα και οι πρεσβευτές της Ιαπωνίας και της Κίνας σ΄ αυτόν τον τάφο. Λιγότερο αυτονόητο, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό και συγκλονιστικό είναι το γεγονός ότι ο μεγάλος πρεσβευτής του πανανθρώπινου πνεύματος, ο ακούραστος ανιχνευτής της αθάνατης ελπίδας, ο τιμημένος νεκρός έχει ζητήσει να γραφτεί πάνω στον τάφο του ένα λιτό μήνυμα που διαλύει τις πιο μεγάλες αυταπάτες. Είναι τρείς απέριττες φράσεις σκαλισμένες στην μαρμάρινη πλάκα στην άκρη του τάφου:
«Δεν ελπίζω τίποτε
Δεν φοβάμαι τίποτα
Είμαι λεύτερος»
Είναι ένα μήνυμα αφετηρία και συγχρόνως αποτέλεσμα κάθε πνευματικής ανίχνευσης Είναι το οικουμενικό σύνθημα, κατανοητό σε ανατολή και δύση, σε βορρά και σε νότο, πάνω από κάθε γλώσσα και διάλεκτο, έξω από κάθε δογματισμό και διαλεκτική, μακριά από σκοπιμότητες και σταδιοδρομίες. Ενα σύνθημα που ισχύει για όλους τους χώρους και χρόνους, ολοφάνερο και γι αυτό τόσο μυστικό, απλούστατο και γι αυτό κερδισμένο με χίλιους αγώνες, όραμα στις πνευματικές βουνοκορφές της καζαντζακικής ορειβασίας, δροσερό όπως το νερό, εκτιμώμενο μόνο ύστερα από μεγάλη μέθη, καθημερινό και γι αυτό τόσο σπάνιο όπως ο πραγματικός έρωτας: εύκολος σαν δώρο, αλλά ποτέ αγοραίος. Είναι το κρυφό μήνυμα του αθάνατου νεκρού προς εμάς τους θνητούς ζωντανούς, τους ζωντανούς νεκρούς κρεμασμένους σαν μαριονέτες στα νήματα τις ελπίδας, σκλαβωμένους μες τον φόβο του θανάτου. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε το απλό και τρομερό αυτό σύνθημα, να ψάξουμε για την καζαντζακικήεξίσωση πίσω απ’ το μεγάλο ορισμό της ζωντάνιας, της πραγματικής, της αληθινής, της μόνης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ απ’ όπου άντλησε ο μεγάλος Κρητικός αστείρευτη φυσική ενέργεια και πνευματικό ήθος, απ’ όπου μπορούμε ν’ αντλήσουμε και μείς ηθικές δυνάμεις:
Λευτεριά = έλλειψη ελπίδας + έλλειψη φόβου.
Η εξίσωση ελπίδας και φόβου σαν τα δυό επίκεντρα του ερεθισμού και της εξέγερσης της ανθρώπινης ψυχής, των δυό αυτών στοιχείων που από κοινού περιορίζουν την πνευματική μας ελευθερία, αμέσως μας τρομάζει και αυθόρμητα απωθούμε την καζαντζακική εξίσωση σαν αιρετική αποπλάνηση. Τα Θρησκευτικά και πολιτικά Δόγματα έχουν ζυμώσει και (παρα)μορφώσει το νου μας από τα βρεφικά μας χρόνια, μας έχουν συνηθίσει και εξασκήσει σε κοινές απλοϊκές αντιθέσεις «συν/πλην» και «καλό/κακό». Με αυτές μας εξουσιάζουν και μας μεταχειρίζονται σαν άβουλα όντα χωρίς να μας αφήσουν καν να προλάβουμε να αποκτήσουμε και να αναπτύξουμε ανεξάρτητη σκέψη και προσωπική ελευθερία. Η καζαντζακική εξίσωση όμως έχει πολύ βαθύτερες πηγές στα υποσυνείδητα βάθη της πανανθρώπινης ψυχής: Στην μυθική προμηθεϊκή εξέγερση ενάντια στην υποταγή του ανθρώπου στη βούληση των θεών και στον πανάρχαιο-αρχαϊκό Πανθεϊσμό όπου ο άνθρωπος είναι μέρος του Θεϊκού Σύμπαντος και μπορεί να δράσει ελεύθερα αφού αποκτήσει την συνείδηση της ευθύνης του.
Την ίδια μέρα το απόγευμα έγιναν στους Βαρβάρους, τo χωριό της καταγωγής του Καζαντζάκη, τα εγκαίνια του Μουσείου. Εκτός από τους επίσημους καλεσμένους, γέμισαν πλατεία και γύρω δρόμοι με τον «απλό κόσμο» – όπως λένε – καλεσμένο από την φήμη του Νίκου. Ήταν σαν να’ άνοιξαν τα βιβλία του και να ξαναζωντάνεψαν οι χιλιάδες μορφές του έργου του, να ξεχύθηκαν έξω, να γύρισαν πάνω στην κρητική γη για να θυμίσουν ότι οι ιδέες γεννιούνται και θρέφονται με σάρκα και με αίμα.
Η μεγάλη τέχνη χρειάζεται και τον σταθερό πνευματικό σκελετό αλλά και το δημιουργικό χέρι, που πλάθει τον ζωντανό πηλό, πού παλεύει με την ύλη, την άλλη διάσταση της ουσίας. Είναι πράγματι μεγάλη η τέχνη του Καζαντζάκη.
Δείτε το βίντεο:
[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=I7roxTOU1fs”]