Κινέζοι ερευνητές κατάφεραν, σύμφωνα με το BBC, με επέμβαση στο DNA να αφαιρέσουν τη μετάλλαξη του γενετικού κώδικα που προκαλεί τη Μεσογειακή Αναιμία από ανθρώπινους ιστούς και κλωνοποιημένα ανθρώπινα έμβρυα. Η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Sun Yat-sen ευελπιστεί πως η μέθοδος της επεξεργασίας βάσεων που χρησιμοποίησε θα μπορέσει στο μέλλον να θεραπεύσει μια σειρά από κληρονομικές ασθένειες.
Μέσω της επεξεργασίας βάσεων μεταβάλλονται τα τέσσερα δομικά στοιχεία του DNA, oι τέσσερις βάσεις, αδενίνη, κυτοσίνη, γουανίνη και θυμίνη, που είναι γνωστές με τα αντίστοιχα γράμματα Α, C, G και T. Όλες οι οδηγίες για την «κατασκευή» και λειτουργία του ανθρώπινου σώματος κωδικοποιούνται σε συνδιασμούς αυτών των τεσσάρων βάσεων.
Ένα και μοναδικό «λάθος» στα τρία δισεκατομμύρια «γράμματα» του γενετικού μας κώδικα (DNA), ευθύνεται για την ασθένεια της Μεσογειακής Αναιμίας (β-Thalassemia). Οι κινέζοι επιστήμονες εντόπισαν και επεξεργάστηκαν τη σημειακή μετάλλαξη που την προκαλεί και τελικά κατάφεραν να την «διορθώσουν» αλλάζοντας μια βάση από G σε Α.
«Είμαστε οι πρώτοι που αποδεικνύουμε τη δυνατότητα θεραπείας γενετικών ασθενειών μέσω της επεξεργασίας βάσεων», δήλωσε ο Junjiu Huang, ένας από τους ερευνητές, υπογραμμίζοντας πως με το επίτευγμά τους «ανοίγει νέος δρόμος για τη θεραπεία ακόμη και την πρόληψη της Μεσογειακής Αναιμίας και άλλων κληρονομικών ασθενειών».
Ηθικά ζητήματα…
Σημειώνεται πως τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν σε ιστούς που ελήφθησαν από ασθενή με Μεσογειακή Αναιμία αλλά και σε κλωνοποιημένα ανθρώπινα έμβρυα, γεγονός που προκαλεί συζητήσεις. Πάντως τα έμβρυα δεν εμφυτεύτηκαν σε μήτρα κάτι που μειώνει την αξιοπιστία της μεθόδου όπως τόνισαν επιστήμονες από όλο τον κόσμο.
Η επεξεργασία βάσεων αποτελεί ένα ακόμη επαναστατικό βήμα μετά τη μέθοδο Crispr, μέσω της οποίας γίνεται η επεξεργασία του DNA, ώστε να εισαχθούν νέες γενετικές πληροφορίες. Ο καθηγητής David Liu, ο οποίος πρωτοστάτησε στην επεξεργασία βάσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, περιγράφει τη μέθοδο ως «χημική χειρουργική». Σημειώνει, μιλώντας στο BBC, πως είναι περισσότερο αποτελεσματική από τη μέθοδο Crispr, υπογραμμίζοντας πως «περίπου τα δύο τρίτα των γνωστών γενετικών ασθενειών σχετίζονται με σημειακές μεταλλάξεις». «Έτσι η επεξεργασία των βάσεων δίνει τη δυνατότητα να διορθωθούν άμεσα ή ακόμη και να αναπαραχθούν για ερευνητικούς σκοπούς πολλές παθογόνες μεταλλάξεις».
Σημειώνεται πως η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Sun Yat-sen στο Guangzhou είναι η πρώτη που χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο σε ανθρώπινα έμβρυα. Ο καθηγητής Robin Lovell Badge του Ινστιτούτου Francis Crick του Λονδίνου εξέφρασε τις ενστάσεις του για το λόγο πως η έρευνα δεν έγινε πρώτα σε πειραματόζωα, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες παρατηρήσεις, υπογραμμίζοντας πως «οι κανόνες για έρευνα σε ανθρώπινα έμβρυα είναι πιο αυστηροί σε άλλες χώρες».
Πάντως η μελέτη των κινέζων επιστημόνων,που δημοσιεύθηκε στο Protein and Cell, αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα μιας ταχέως αυξανόμενης επιστημονικής προόδου στο ζήτημα της επεξεργασίας του DNA. Ταυτόχρονα εγείρει και μια σειρά από βαθιά ηθικά και κοινωνικά ζητήματα σχετικά με το τι είναι αποδεκτό στο πλαίσιο της έρευνας για την αντιμετώπιση των ασθενειών. Ο Lovell Badge σημειώνει πως αυτές οι μέθοδοι είναι απίθανο να χρησιμοποιηθούν κλινικά στο εγγύς μέλλον. «Θα χρειαστεί πολύ περισσότερη συζήτηση για την ηθική διάσταση και τον τρόπο προσέγγισης. Και σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, θα πρέπει να δημιουργηθούν πιο ισχυροί μηχανισμοί για τη ρύθμιση, την εποπτεία και την μακροχρόνια παρακολούθηση».