Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Ελληνοαυστραλό σκηνοθέτη, Χρήστο Τσιόλκα, που δημοσιεύεται στο μηνιαίο περιοδικό Monthly και αναδημοσιεύει ο ίδιος στο προσωπικό του ιστολόγιο, αναφέρθηκε στα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτησή του, στο παρασκήνιο των συνεδριάσεων του Eurogroup, αλλά και στις συζητήσεις που είχε με τους εκπροσώπους των Θεσμών.
Αναλυτικά οι δηλώσεις του Βαρουφάκη:
Για το παρασκήνιο της νύχτας του δημοψηφίσματος: “Έκανα μία δήλωση στο υπουργείο Οικονομικών και έπειτα πήγα στο Μέγαρο Μαξίμου για να συναντήσω τον Πρωθυπουργό και το υπόλοιπο επιτελείο του υπουργείου μου. Το ηχηρό “όχι”, μη αναμενόμενο (αποτέλεσμα), ήταν σαν μία ακτίδα φωτός που διαπερνούσε το πολύ βαθύ, πηχτό σκοτάδι. Περπατούσα στα γραφεία μεταφέροντας μαζί μου την απίστευτη ενέργεια του κόσμου έξω. Υπερνίκησαν τον φόβο. Αλλά από τη στιγμή που εισήλθα στο Μέγαρο Μαξίμου, όλο αυτή η αίσθηση απλώς εξαφανίστηκε. Και εκεί επικρατούσε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, αλλά αρνητικά φορτισμένη. Ήταν σαν η ηγεσία να έχει ξεπεραστεί από τον κόσμο. Και η αίσθηση που έλαβα ήταν αυτή του τρόμου. “Τί κάνουμε τώρα;”.
Για την αντίδραση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα: “Μπορώ να πω πως ήταν αποθαρρυμένος. Ήταν μεγάλη νίκη την οποία γεύτηκε κατά βάθος, αλλά που δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί. Ήξερε πως το υπουργικό του συμβούλιο δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί. Ήταν ξεκάθαρο πως στοιχεία μέσα στην κυβέρνηση ήδη άρχισαν να τον πιέζουν. Ήδη μέσα σε ώρες, πιέστηκε από υψηλόβαθμους αξιωματούχους μέσα στην κυβέρνηση να μετατρέψει το “όχι” σε “ναι”, να παραδοθεί”.
Ωστόσο, ο Βαρουφάκης δεν κατονομάζει τα άτομα στα οποία αναφέρεται, αλλά αναφέρει πως υπουργοί μέσα στην κυβέρνηση εκλάμβαναν το δημοψήφισμα ως “στρατηγική εξόδου” και όχι “μάχης”:
“Όταν το αντιλήφθηκα αυτό, του επεσήμανα πως έχει μία ξεκάθαρη επιλογή: Να χρησιμοποιήσει αυτό το 61,5% ως μία αναζωογονητική δύναμη, ή να παραδοθεί. Και του είπα πριν απαντήσει, ότι εάν κάνει το δεύτερο, “εγώ θα παραιτηθώ””.
Στην συνέχεια, Ξεκαθάρισε πως η έξοδος από την ευρωζώνη ήταν κάτι που ο Τσίπρας και οι συνάδελφοί του στην κυβέρνηση δεν θα ανεχόταν:
“Πάντα πιστεύαμε στο ευρωπαϊκό σχέδιο, παρά τις αδυναμίες του θα ήταν μία ευκαιρία για την Ευρώπη να ενωθεί και να μετατραπεί σε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης”.
Για το πως τελείωσε η θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών: “Ο Τσίπρας με κοίταξε και μου είπε: “Το αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρόκειται να μας δώσουν συμφωνία. Θέλουν να απαλλαχθούν από μένα και σένα”. Και στη συνέχεια μου είπε την αλήθεια, ότι υπήρχαν δηλαδή μέλη της κυβέρνησης που πίεζαν προς την κατεύθυνση της παράδοσης. Ήταν πραγματικά στεναχωρημένος. Του απάντησα: Κάνε το καλύτερο στα πλαίσια της απόφασης που έλαβες, μία απόφαση που διαφωνώ από καρδιάς, αλλά δεν είμαι εδώ για να σε υπονομεύσω.
Έτσι πήγα στο σπίτι. Έπρεπε να κάτσω από τις 4:30 έως τις 9 το πρωί για να γράψω ακριβώς τις λέξεις της παραίτησής μου, γιατί ήθελα από τη μία να εκφράσω τη στήριξή μου στον Τσίπρα και από την άλλη να κάνω ξεκάθαρο γιατί αποχωρούσα, ότι δεν εγκατέλειπα το σκάφος. Το ίδιο το πλοίο είχε πάρει λάθος κατεύθυνση”.
Στην συνέχεια, τονίζει πως δεν είχε εκπονήσει το Eurogroup σχέδια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά ο ίδιος ο Σόιμπλε: “Δεν ήταν κακή πίστη. Ήταν ένα ξεκάθαρο σχέδιο. Εντασσόταν στον σχεδιασμό του (Σόιμπλε) για την αναδόμηση της ευρωζώνης. Δεν ήταν θεωρία. Και ο λόγος που το λέω είναι επειδή μου το είπε”.
Για τη λιτότητα που έχει επιβληθεί στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης: “Είναι ο τρόπος του Σόιμπλε για να επιβάλει παραχωρήσεις από τη Γαλλία και την Ιταλία. Έτσι ήταν πάντα το παιχνίδι. Το παιχνίδι ήταν ανάμεσα στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία και η Ελλάδα ήταν σαν τον αποδιοπομπαίο τράγο”.
Για το πως αντιμετώπιζαν οι συνομιλητές του κατά τις διαπραγματεύσεις το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και εάν αυτό έπαιξε κάποιον ρόλο: “Ήταν ένας συνδυασμός αδιαφορίας και προσωπικού συμφέροντος. Πρέπει να αντιληφθούμε πως για κάποιους από αυτούς, πως το Ελληνικό πρόγραμμα ήταν η εργασία μίας ζωής, ήταν το “παιδί” τους. Ήταν κάτι πάνω στο οποίο δόμησαν την καριέρα τους. Για παράδειγμα, ο Πουλ Τόμσεν που “έτρεξε” το πρόγραμμα από το 2010 έως το 2014, προήχθη βάση της δουλειάς του σε επικεφαλής του Ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ. Όταν οι άνθρωποι αυτοί αντικρίζουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους τίθεται σε λειτουργία μέσα τους η λογική το εξορθολογισμού: Είτε λένε πως έπρεπε να γίνει, είτε κατηγορούν τις κυβερνήσεις που δεν εφάρμοσαν όπως πρέπει τις μεταρρυθμίσεις.
Είναι μία κυνική, ωφελιμιστική οπτική σύμφωνα με την οποία, για να δημιουργήσεις το μέλλον θα πρέπει να θυσιάσεις τους μη παραγωγικούς ανθρώπους. Οι έξυπνοι άνθρωποι – και υπάρχουν έξυπνοι άνθρωποι ανάμεσά τους (τεχνοκράτες), αντιλαμβάνονται ότι όλα αυτά είναι ανοησίες.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι ένας άνθρωπος που καταλαβαίνει καλύτερα από τον καθένα. Σε ένα διάλειμμα μίας συνάντησης τον ρώτησα. “Εσύ θα υπέγραφες μία τέτοια συμφωνία;” και απάντησε “Όχι, δεν είναι καλή για τον λαό σας”. Μία πολιτική αντιπαράθεση, είναι δομημένη έτσι ώστε ο ανθρωπισμός να μένει έξω από το δωμάτιο”.
Για τον συσχετισμό δυνάμεων που αντιμετώπισε μέσα στο Eurogroup: “Δεν είναι αλήθεια πως ήμουν μόνος μου απέναντι σε 18 άλλους. Μία πολύ μικρή μειοψηφία καθοδηγούμενη από τη Γερμανία πίστευε ή προσποιούνταν ότι πιστεύει πως η λιτότητα που επιβλήθηκε στους Έλληνες ήταν ο μόνος δρόμος για έξοδο από την κρίση, ήταν το καλύτερο για τους πολίτες, και ότι εάν μεταρρυθμιζόμασταν με βάση αυτό το πλαίσιο θα ήμασταν καλά.
Υπήρχαν όμως ακόμη δύο ομάδες που ήταν πολύ πιο ξεκάθαρες. Η μία αποτελούνταν από υπουργούς που δεν πίστευαν σε αυτές τις πολιτικές και αναγκάστηκαν στο παρελθόν να τις εφαρμόσουν στους πολίτες τους με πολύ επιζήμιες συνέπειες. Αυτή η ομάδα, ήταν τρομοκρατημένη με την προοπτική ότι θα πετυχαίναμε καθώς θα έπρεπε να απολογηθούν στους πολίτες τους.
Η τρίτη ομάδα αποτελούνταν από την Ιταλία και τη Γαλλία. Είναι σημαντικές, πρώτης γραμμής χώρες της Ευρώπης και υπουργοί της των οικονομικών ούτε πίστευαν στη λιτότητα, ούτε την εφάρμοζαν στα σοβαρά. Αλλά φοβόταν πως εάν συντασσόταν με εμάς θα αντιμετώπιζαν την οργή της “Τευτονικής ομάδας” και ίσως η λιτότητα εφαρμοζόταν και σε αυτούς”.
Για τη διαφθορά στην Ελλάδα και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στην πάταξή της: “Πρέπει να αντιμετωπίσουμε μία συμμαχία κεκτημένων συμφερόντων και ολιγαρχικών λογικών, αυτό που εγώ αποκαλώ τρίγωνο της αμαρτίας. Πρώτα οι τράπεζες, οι χρεοκοπημένες τράπεζες που κρατάνε ζωντανές οι Έλληνες φορολογούμενοι. Δεύτερον τα ΜΜΕ, ειδικά τα ηλεκτρονικά και ο Τύπος, που ελέγχονται από τις τράπεζες, οι οποίες χρησιμοποίησαν τα χρήματα των διασώσεων για να ενισχύσουν διάφορα Μέσα ώστε να διασφαλίσουν ότι κάνουν τη δουλειά τους με τη μορφή προπαγάνδας. Και τρίτον οι προμήθειες του δημοσίου τομέα. Στην Ελλάδα η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων κόστιζε το χιλιόμετρο τρεις φορές παραπάνω σε σχέση με τη Γαλλία ή τη Γερμανία”.