Η Γερμανία θέλει αυστηρότερους κανόνες μείωσης του χρέους για τις χώρες με υψηλό ποσοστό δημόσιου χρέους καθώς και αυστηρότερο πλαίσιο στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τα δημοσιονομικά σχέδια των χωρών μελών, καθώς το μπλοκ προετοιμάζεται για μια ριζική αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της Ένωσης.
Σύμφωνα με τους Financial Times, το Βερολίνο απαιτεί να μειώνονται οι αναλογίες χρέους – ΑΕΠ των υπερχρεωμένων χωρών κατά μία ποσοστιαία μονάδα κάθε χρόνο. Οι χώρες που έχουν πιο μικρά χρέη, θα μπορούν να μειώνουν την αναλογία αυτή κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα ετησίως.
Σήμερα, οι κανόνες της Ε.Ε. αναφέρουν ότι οι χώρες με υψηλό χρέος που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να επιτυγχάνουν μείωση κατά το 1/20 κάθε χρόνο.
Πρόκειται για δημοσιονομικούς στόχους που ακόμη και από συντηρητικούς κύκλους χαρακτηρίζονται «μη ρεαλιστικά δρακόντειοι».
Επιπλέον η Γερμανία επιδιώκει να θέσει όρια στην ίδια την Επιτροπή να συνάπτει ειδικές συμφωνίες με μεμονωμένα κράτη μέλη κατά τον καθορισμό της πορείας και του ρυθμού επαναφοράς της δημόσιας χρηματοδότησής τους.
Όπως αναφέρουν οι FT, o γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ είναι ο πλέον δύσπιστος σχετικά με το να αφήσει στην Επιτροπή να επεξεργαστεί και να επιβλέπει αυτά τα διμερή σχέδια.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αμφισβητεί διαχρονικά το ρόλο της Επιτροπής ως προς την επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων, δεδομένης της επιείκειας που έχει δείξει στο παρελθόν στα δημοσιονομικά ελλείμματα και τις προσπάθειες μείωσης του χρέους χωρών όπως η Γαλλία — ακόμη και η Γερμανία.
Σε μια προσπάθεια να περιορίσει τη διακριτική ευχέρεια της επιτροπής, το Βερολίνο υποστηρίζει «κοινά ποσοτικά κριτήρια αναφοράς και διασφαλίσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για ένα μεταρρυθμισμένο δημοσιονομικό πλαίσιο».
Η γερμανική πλευρά αναζητεί επιπλέον τρόπους περιορισμού της αύξησης των δημοσίων δαπανών μεταξύ των χωρών με υψηλό χρέος.
Ωστόσο, πιθανότατα θα συναντήσει αντίσταση από τα κράτη μέλη με βαριά φορτία δημόσιου χρέους που αναζητούν ειδικά σχέδια μείωσης, τα οποία αφήνουν πολλά περιθώρια για δημόσιες επενδύσεις.