Συντρίβουν το δικαίωμα της νεολαίας στη μόρφωση και στη δουλειά
Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας έχει προσελκύσει το «διττό σύστημα» Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που εφαρμόζει η Γερμανία. Το προηγούμενο διάστημα ο υπουργός Παιδείας, Κων. Αρβανιτόπουλος, παρακολούθησε σχετική παρουσίαση από Γερμανούς ειδικούς στις Βρυξέλλες, ενώ το υπουργείο Τουρισμού έχει προαναγγείλει τη στενή συνεργασία με τους Γερμανούς στα πλαίσια της αναμόρφωσης της Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
Σε τι όμως συνίσταται το σύστημα μαθητείας που εφαρμόζεται στη Γερμανία; Στα πλαίσια του γερμανικού «μοντέλου», η Επαγγελματική Εκπαίδευση παρέχεται πρωτίστως στις επιχειρήσεις, όπου οι εκπαιδευόμενοι κάνουν την πρακτική τους και δευτερευόντως στο επαγγελματικό σχολείο. Οι μαθητές περνούν 1-2 μέρες στο σχολείο, όπου παρακολουθούν ένα πρόγραμμα σπουδών με γενικές (κατά το 1/3) και επαγγελματικές (κατά τα 2/3) γνώσεις ενώ τις υπόλοιπες 3-4 μέρες της βδομάδας βρίσκονται ως μαθητευόμενοι στις επιχειρήσεις.
Η Επαγγελματική Εκπαίδευση είναι ο πιο συνηθισμένος δρόμος για τη νεολαία που προέρχεται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα μετά τη συμπλήρωση της 9χρονης υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης. Η διαφοροποίηση των σχολείων και η κατηγοριοποίηση των μαθητών ξεκινά πολύ νωρίς: Μετά τα πρώτα 4 χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι μαθητές χωρίζονται σε διαφορετικά σχολεία. Οσοι προορίζονται να συνεχίσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παρακολουθούν το «Γυμνάσιο», όσοι αξιολογούνται ως μέτριων αποδόσεων κατευθύνονται στο «Τεχνικό Λύκειο» και τέλος, οι πιο αδύναμοι μαθητές τοποθετούνται στο «Επαγγελματικό Λύκειο».
Οι απόφοιτοι των δύο τελευταίων στην πλειοψηφία τους διοχετεύονται στο «διττό σύστημα» της μαθητείας. Πρόκειται για το 65% των μαθητών, ποσοστό που σημαίνει πως οι μαθητευόμενοι ανέρχονται περίπου σε 1,6 εκατομμύρια. Το γερμανικό μοντέλο της μαθητείας αποτελεί την αποκορύφωση ενός ιδιαίτερα ταξικού συστήματος εκπαίδευσης, που κλείνει την πόρτα της εκπαίδευσης στα παιδιά της εργατικής τάξης από την ηλικία των 15 ετών, τους στερεί τη δυνατότητα να ολοκληρώσουν το σχολείο και τα στέλνει μαζικά ως πάμφθηνη εργατική δύναμη στις επιχειρήσεις.
Το σύστημα της μαθητείας είναι μονόδρομος για τους νέους που δε συνεχίζουν τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, προκειμένου να έχουν αναγνωρισμένα επαγγελματικά δικαιώματα και πρόσβαση σε κάποιο επάγγελμα. Στα πλαίσιά του υπάρχουν 349 ειδικότητες. Ακόμα και για να γίνει κάποιος πωλητής χρειάζεται να έχει παρακολουθήσει την αντίστοιχη ειδικότητα, για παράδειγμα την ειδικότητα του πωλητή λιανικού εμπορίου, του πωλητή χονδρικού εμπορίου, του πωλητή ηλεκτρικών συσκευών και πάει λέγοντας. Οι ειδικότητες ρυθμίζονται από τις επιχειρήσεις και τις ανάγκες τους. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας δημιουργήθηκαν 45 νέες ειδικότητες ενώ 163 υπέστησαν αλλαγές για να προσαρμοστούν καλύτερα στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Το σύστημα της μαθητείας συνδέεται στενά με τη Δια Βίου Μάθηση και την ανάγκη για επανακατάρτιση σε όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου.
Προϋπόθεση για να ξεκινήσει ένας μαθητής το επαγγελματικό σχολείο, είναι να γίνει πρώτα δεκτός από μια επιχείρηση ως μαθητευόμενος. Οι εταιρείες διαλέγουν από πλήθος υποψηφίων, με αποτέλεσμα πολλά από τα παιδιά που αποφοιτούν από τα κατώτερα Επαγγελματικά Λύκεια να μένουν χωρίς θέση μαθητείας. Η εργασία των μαθητευόμενων γίνεται στα πλαίσια ενός «συμβολαίου εκπαίδευσης» το οποίο ρυθμίζει τη διάρκεια, την αρχή και το τέλος της εκπαίδευσης, το περιεχόμενό της. Η αμοιβή τους χαρακτηρίζεται «συμβολική» και εξαρτάται αποκλειστικά από τον εργοδότη, που δε δεσμεύεται από καμία νομοθετική ρύθμιση. Στην ουσία, δεν πρόκειται για εκπαίδευση αλλά για κανονική δουλειά και μάλιστα χωρίς κανένα δικαίωμα.
Η Επαγγελματική Εκπαίδευση στη Γερμανία λειτουργεί σαν ένα είδος Σύμπραξης ανάμεσα στο Δημόσιο και τον Ιδιωτικό Τομέα (ΣΔΙΤ). Οι επιχειρήσεις και τα Επιμελητήρια εμπλέκονται σε αυτή ενεργά: Διαμορφώνουν τις ειδικότητες και το περιεχόμενο σπουδών ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, είναι αυτοί που παρέχουν την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων στους αποφοίτους και χρηματοδοτούν σε μεγάλο μέρος τη λειτουργία της. Η ετήσια συνεισφορά των επιχειρήσεων υπολογίζεται σε 23 εκατομμύρια ευρώ έναντι 7,8 εκατομμυρίων που συνεισφέρει ο δημόσιος τομέας.
Το όφελος για τις επιχειρήσεις είναι πολλαπλό: Εξασφαλίζουν τη φθηνή εργασία των μαθητευόμενων, προσαρμόζουν την επαγγελματική εκπαίδευση στις απαιτήσεις της κερδοφορίας τους και εκπαιδεύουν το αυριανό εργατικό δυναμικό ώστε να ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτές. Εύλογα, επομένως, η γερμανική πείρα είναι πέρα για πέρα ελκυστική και για τους επιχειρηματικούς ομίλους στην Ελλάδα. Από τη μεριά τους οι Γερμανοί είναι παραπάνω από πρόθυμοι να «εξάγουν» το μοντέλο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που εφαρμόζουν, όπως το κάνουν ήδη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο έχει ήδη φροντίσει να πάρει τη γνώμη των άμεσα ενδιαφερόμενων, δηλαδή των επιχειρήσεων. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο του Επιμελητηρίου αποτυπώνουν τη θετική άποψη της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας: Οι επιχειρήσεις, σε μεγάλο μέρος τους, απάντησαν πως γνωρίζουν το γερμανικό μοντέλο και δήλωσαν σε ποσοστό 75% πρόθυμες να δημιουργήσουν θέσεις για μαθητευόμενους.
Το ενδιαφέρον των εργοδοτών είναι λογικό και δεδομένο. Αυτό που είναι πρόκληση είναι η προσπάθεια να παρουσιαστεί το «γερμανικό μοντέλο» ως ένα σύστημα που τους συμφέρει «όλους», νέους εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Αυτή την εντύπωση επιδιώκουν να καλλιεργήσουν στη νεολαία συνδέοντας τη συζήτηση για την Επαγγελματική Εκπαίδευση με τα θηριώδη ποσοστά της ανεργίας στους νέους και παρουσιάζοντας την παράδοσή της στα χέρια του κεφαλαίου σαν «αντίδοτο» στην ανεργία.
Ομως, η ανεργία δεν οφείλεται στην εκπαίδευση, ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί με ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσής της. Είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τον συνοδεύει πάντα, ακόμα και στις περιόδους της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενώ διογκώνεται την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Ακόμα και στη Γερμανία, η ανεργία δεν είναι πρόβλημα ανύπαρκτο. Στους νέους κάτω των 25 ετών το ποσοστό της φτάνει το 8,1%. Οσο για τους νέους που ολοκληρώνουν με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση, μόλις το 57% προσλαμβάνεται από τις επιχειρήσεις στις οποίες εργαζόταν στα πλαίσια της μαθητείας. Τέλος, ένας αριθμός νέων δεν καταφέρνει να βρει μια θέση μαθητείας σε κάποιον εργοδότη και μένει για το λόγο αυτό έξω από την Επαγγελματική Εκπαίδευση. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα νέα συμφωνητικά μαθητείας το 2010 ανήλθαν σε 560.073, που είναι το τρίτο πιο χαμηλό νούμερο που έχει σημειωθεί από το 1992.
Η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας δεν είναι να εκδιωχθούν από το σχολείο τα παιδιά της εργατικής – λαϊκής οικογένειας και να εξαναγκαστούν να στραφούν σε μια διαδικασία που πίσω από τον τίτλο «επαγγελματική εκπαίδευση» δεν κρύβει τίποτε άλλο παρά τη δουλειά χωρίς δικαιώματα.
Στο γερμανικό, όπως και σε όποιο άλλο «μοντέλο» με το οποίο προσπαθούν να τους πείσουν πως υπάρχει «αμοιβαίο όφελος» ανάμεσα σε εργαζόμενους και καπιταλιστές, οι νέοι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων να απαντήσουν απορρίπτοντας το μονόδρομο της καπιταλιστικής ανάπτυξης που θέλει τους εργαζόμενους να υπηρετούν τους κεφαλαιοκράτες και να θυσιάζουν τις ανάγκες τους στο βωμό των κερδών τους.
Η νεολαία, και ειδικά το κομμάτι της που βρίσκεται σήμερα στους χώρους της κατάρτισης και της μαθητείας αλλά και στις ουρές της ανεργίας, πρέπει να κρίνει με βάση της δικές της σύγχρονες ανάγκες και τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα να ικανοποιηθούν: Με βάση την ανάγκη να φοιτούν όλα τα παιδιά ως τα 18 τους χρόνια στο σχολείο και να μη βγαίνει κανένα πρόωρα στο μεροκάματο για να τα βγάλει πέρα η οικογένειά του. Με βάση την ανάγκη για ενιαίο σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης δημόσιο και δωρεάν και όχι ακριβοπληρωμένη και με ημερομηνία λήξης κατάρτιση. Με βάση την ανάγκη να έχουν όλοι σταθερή δουλειά με αναβαθμισμένα εργασιακά δικαιώματα, αντί να υποχρεώνονται οι νέοι εργαζόμενοι να πηγαινοέρχονται από τον εργασιακό μεσαίωνα στις ουρές της ανεργίας.
Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ