Πριν περίπου 100 χρόνια, κάποιοι δάσκαλοι στο Αμβούργου αποφάσισαν, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας τους, να αφήσουν τος μαθητές να κάνουν ότι θέλουν, δίχως καμία τιμωρία. Το αποτέλεσμα φαίνεται να ήταν καταστρεπτικό.
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Λωρραίνης Eirick Prairat, εξηγώντας σε άρθρο του στο Τhe Conversation τους λόγους που η ατιμωρησία των παιδιών είναι λανθασμένη προσέγγιση, αναφέρει ότι οι δάσκαλοι του Αμβούργου πίστευαν ότι μόνο η ελευθερία, κατανοητή ως η απουσία περιορισμού, μπορούσε να ξεκλειδώσει τους θησαυρούς της παιδικής ηλικίας.
«Από τις πρώτες κιόλας μέρες, οι δάσκαλοι είπαν στους μαθητές τους ότι δεν θα υπήρχαν άλλες τιμωρίες ή κυρώσεις, πράγματι, δεν θα γινόταν πλέον λόγος για απαγορεύσεις ή για κανόνες που θα μπορούσαν να τους εμποδίσουν να χρησιμοποιήσουν την πλήρη ελευθερία τους», γράφει ο Ελβετός εκπαιδευτικός Jakob Robert Schmid.
Στην πιο ριζοσπαστική του μορφή, αυτό το πείραμα ενσάρκωσε την ουτοπία ενός εκπαιδευτικού χώρου απαλλαγμένου από κάθε μορφή περιορισμού. Ωστόσο, όπως γράφει ο Eirick Prairat, κατέληξε σε μια παταγώδη αποτυχία, ακόμη πιο πικρή γιατί για περισσότερα από δέκα χρόνια εκείνοι οι καινοτόμοι δάσκαλοι είχαν δείξει ασυνήθιστο ενθουσιασμό.
Σύμφωνα με τον Schmid, ο Kurt Zeidler, ένας από του θιασώτες του εκπαιδετικού εκείνου κινήματος παραδεχόταν ότι «Όπου οι άνθρωποι επέτρεπαν να καθοδηγούνται από μια απεριόριστη εμπιστοσύνη στη διακριτικότητα των παιδιών, στη δύναμη της θέλησής τους, στην επιμονή τους, στη βεβαιότητα των ενστίκτων τους και στην ανοχή των ατόμων να σχηματίσουν μια κοινότητα […], είδαμε τον σχηματισμό συμμοριών απείθαρχων παιδιών…».
Η εκπαιδευτική επίδραση της τιμωρίας
Ο Prairat υπενθυμίζει και παλαιότερα παραδείγματα σχολείων που πίστεψαν ότι αφήνοντας ελεύθερα τα παιδιά θα τα ωφελούσε την εκπαίδευσή τους. Αναφέρει το σχολείο που είχε ανοίξει, για λίγα χρόνια, ο Τολστόι το 1859 στην Iasnaya Poliana, το σχολείο Casa dei Bambini της Ιταλίδας γιατρού και εκπαιδευτικού Μαρίας Μοντεσσόρι το 1913 ή το Summerhill, που ιδρύθηκε το 1921 από τον Σκωτσέζο εκπαιδευτικό Alexander Neill.
Τελικά το σύστημα τους δεν άντεξε και αναγκάστηκαν και εκείνα να επιστρατεύσουν κανόνες, όπως ότι τα «απείθαρχα» και «ατημέλητα και βρώμικα» παιδιά θα διώχνονταν από το σχολείο ή κρύβοντας τις τιμωρητικές πρακτικές τους πίσω από τις λεγόμενες «φυσικές» κυρώσεις.
«Οι πιο καινοτόμες προοπτικές δεν προέρχονται από εκείνους που προσπάθησαν να αποδυναμώσουν την πραγματικότητα της τιμωρίας, αλλά μάλλον από εκείνους που έχουν επικεντρωθεί στο να της προσδώσουν εκπαιδευτικό νόημα. Ειδικότερα, η ιστορία δείχνει ότι μια εκπαιδευτική κύρωση έχει πάντα τριπλό σκοπό: να επιβεβαιώσει έναν κοινό κανόνα, να κάνει έναν νέο που μεγαλώνει να συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του και να του δείξει τα όριά του» υποστηρίζει ο Prairat.
Η εκπαιδευτική κύρωση είναι, από τη φύση της, ανασταλτική: αναστέλλει στιγμιαία ένα δικαίωμα. Περιορίζει, για λίγο, το πεδίο των δυνατοτήτων και των ευκαιριών: «Δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω γιατί λες δυσάρεστα πράγματα όλο το απόγευμα». «Θα σταματήσω να σε βοηθάω γιατί δεν κάνεις αυτό που πρέπει, δεν τηρείς τη σύμβαση».
Δεν μιλάμε για βία
Ας σταματήσουμε να σκεφτόμαστε την τιμωρία ως μετάνοια, λέει ο καθηγητής. «Οι ποινές δεν υπάρχουν για να πληγώσουν, αλλά για να έχουν νόημα. Μπορούν επίσης, υπό ορισμένες συνθήκες, να λάβουν μια επανορθωτική μορφή.
Κανείς δεν θα διαφωνούσε ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να απαλλαγεί από κάθε σωματική και ψυχολογική βία.
Ωστόσο, η απαγόρευση της βίας δεν είναι το ίδιο με την καταδίκη της εξουσίας. Ο εξαναγκασμός έχει τις αρετές του, όπως και η τιμωρία. Είναι εκπληκτικό σε αυτή τη συζήτηση να βλέπουμε πώς η εκπαιδευτική ιστορία συχνά παραποιείται ή ακόμα και απλά ξεχνιέται.
Ας μην κάνουμε λάθος, επομένως: τα παιδιά πρέπει να καθοδηγούνται και μερικές φορές να εξαναγκάζονται. Ο Φρόυντ είχε ξεκαθαρίσει ότι η πρώτη λειτουργία της εκπαίδευσης είναι να διδάξει στο παιδί «να ελέγχει τα ένστικτά του. Είναι αδύνατο να του δώσουμε την ελευθερία να εκτελεί όλες τις παρορμήσεις του χωρίς περιορισμούς», κατά συνέπεια «η εκπαίδευση πρέπει να αναστέλλει, να απαγορεύει και να καταπιέζει».
Το έργο της ανατροφής των παιδιών απαιτεί πάνω απ’ όλα ενθάρρυνση, υποστήριξη και εκτίμηση, αλλά δεν μπορεί να συμβεί χωρίς απαγόρευση, λέει ο Prairat
Τι πρέπει να θυμόμαστε
«Ας το παραδεχτούμε» λέει ο Prairat «ένας δάσκαλος διδάσκει, ένας κανόνας είναι κανόνας. Ίσως αξίζει να θυμόμαστε ότι η ιδέα ενός κανόνα έχει τρεις διαστάσεις:
- Κανόνας σημαίνει κανονικότητα. Ένας κανόνας είναι κάτι που επαναλαμβάνεται σε τακτική βάση, με την έννοια ότι είναι προβλέψιμο
- Προέρχεται από το λατινικό «regere» (να κατευθύνω), ο κανόνας περιορίζει
- Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, εγγυάται δικαιώματα. Το να εκπαιδεύεις δεν σημαίνει να επινοείς στρατηγήματα για να κρύψεις τους κοινωνικούς κανόνες κάτω από υποτιθέμενους φυσικούς περιορισμούς, όπως προτείνει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Το να εκπαιδεύεις σημαίνει να μετακινήσεις το παιδί από την ελληνική θρησκευτική έννοια του κανόνα, Θέμις, στη νομική, Νομός.
Η πρώτη αντίληψη είναι πάντα θρησκευτική. Ο κανόνας αναπόφευκτα γίνεται αντιληπτός από το παιδί ως μια υπερβατική και αμετάβλητη αρχή. Βιώνεται ως όριο στα σχέδια και τις επιθυμίες τους. Εντυπωσιακό και εκφοβιστικό, ενθαρρύνει, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, παιχνίδι και παράβαση.
Μεγαλώνοντας σημαίνει άνοιγμα σε μια νομική έννοια που περιλαμβάνει τρία πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τα παιδιά κατανοούν ότι μπορούν να συμμετάσχουν στην κατασκευή του κανόνα. Είναι αλήθεια ότι όταν ένας κανόνας έχει αναπτυχθεί, αποκτά μια μορφή υπέρβασης, αλλά αυτή η υπέρβαση μπορεί να αλλάξει, να βελτιωθεί ή να προσαρμοστεί.
Ο κανόνας αντιμετωπίζεται λιγότερο ως όριο παρά ως σύνδεσμος. Μας συνδέει απαιτώντας τα ίδια καθήκοντα και διασφαλίζοντας τα ίδια δικαιώματα. Η καρδιά του εκπαιδευτικού έργου είναι ακριβώς να φέρει κάθε παιδί σε αυτή την ειρηνική και έξυπνη σχέση με τους κανόνες, καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λωρραίνης.