Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας,
Δημοσιογράφος ΑΠΕ-ΜΠΕ
Στην συντηρητική παράταξη, ιστορικά, συνυπήρξαν δυο εντελώς διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και πολιτικές τάσεις. Εκείνη της οικονομικής ολιγαρχίας, της άρχουσας τάξης των προνομιούχων και βολεμένων αστών, οι οποίοι ανέκαθεν συγκροτούσαν μια ιδιότυπη εγχώρια αριστοκρατία του πλούτου.
Για τον κόσμο αυτό η συντήρηση, με την έννοια της με κάθε τρόπο υποστήριξης των συμφερόντων και διατήρησης των κεκτημένων της, αποτελούσε αυτονόητο πολιτικό ζητούμενο. Η αλαζονική και αυταρχική συμπεριφορά και η υπεροψία, υπήρξαν από τα βασικά στοιχεία μιας ταξικής πολιτικής που συνδέθηκε με τις προσπάθειες διατήρησης αυτής της τάξης στην εξουσία.
Μια ολιγομελής κοινωνική ομάδα βέβαια, δεν μπορεί να επιβληθεί πολιτικά από μόνη της σ’ ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Χρειάζεται ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες, για να επιβιώσει, τις οποίες, όταν δεν τις έχει, τις επιδιώκει με κάθε τρόπο. Η «άρχουσα» λοιπόν τάξη, διαμόρφωσε ένα σύστημα προνομιακών και πελατειακών σχέσεων με ασθενείς οικονομικά και γι’ αυτό ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες, λόγω του χαμηλού μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου τους, δεν είχαν αναπτυγμένη κοινωνική συνείδηση. Συνέδεσαν έτσι την επιβίωση τους με εκείνη «αφεντικών λειτουργώντας πάντοτε μέσα από σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας. Ο φανατισμός η θρησκοληψία, η προσωπολατρείας και ο λαϊκισμός, υπήρξαν τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την διατήρηση αυτής της περίεργης και αντιφατικής συνύπαρξης και κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ «αριστοκρατικής» και «λαϊκής» δεξιάς.
Τα χρόνια πέρασαν και οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, ευτυχώς αμβλύνθηκαν, οι σοσιαλιστές, αν μη τι άλλο, άφησαν πίσω τους μια νέα και ισχυρή μεσαία τάξη, η οποία λειτούργησε εκσυγχρονιστικά σε ότι αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση και απελευθερωτικά σε ό,τι αναφέρεται στις παλιές σχέσεις εξάρτησης. Έμειναν όμως ακόμη και σήμερα στη συντηρητική παράταξη απολιθώματα, σύμβολα της ιστορικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης των δυνάμεων που διατήρησαν για δεκαετίες τη δεξιά στην εξουσία, για να μας θυμίζουν το παρελθόν.
Το δυσάρεστο είναι ότι οι δυο ακραίες πολιτικές τάσεις που συνυπήρξαν ιστορικά στη δεξιά και υποστήριξαν τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, αντί να αποτελούν πλέον μουσειακά είδη, συγκροτούν την σημερινή πραγματικότητα.
Υποτίθεται ότι ήρθαν τα πράγματα για να επαναφέρουν την ηθική στην πολιτική ζωή του τόπου. Αλλά τελικά, κατάφεραν να καταστήσουν τη διακυβέρνησή τους, συνώνυμη της αδιαφάνειας (υποκλοπές), των κυκλωμάτων (κουμπάροι) των οικονομικών σκανδάλων (ομόλογα), Βατοπέδι.
Υποτίθεται ότι ήρθαν για να επανιδρύσουν το κράτος. Και το παρέλυσαν. Υπηρεσίες που λειτουργούσαν με επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα, όπως η πυροσβεστική, αποδιοργανώθηκαν, χάριν της ανάγκης τακτοποίησης των ημετέρων. Υποτίθεται ότι ήρθαν για να προωθήσουν τις μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, αλλά το μόνο που κατάφεραν να «μεταρρυθμιστούν» ήταν το …ωράριο των καταστημάτων. Φοβήθηκαν το πολιτικό κόστος, αναβίωσαν τις χειρότερες παραδόσεις κομματισμού και, με τη συνδρομή «προοδευτικών» συνοδοιπόρων τους, έκαναν ότι μπορούσαν για να αλλάξει ουσιαστικά τίποτα. Τόσο στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (παιδεία, υγεία, ασφαλιστικό), όσο και στα μεγάλα θέματα της οικονομίας και της εσωτερικής πολιτικής.
Διέπρεψαν, βεβαίως, στην «επικοινωνία» στην οποία κατέφυγαν για να καλύψουν την κυβερνητική γύμνια, και στη διαρκή ανακύκλωση της εκλογολογίας, γνήσιο προϊόν της οποίας αποτελεί και ο γνωστός χρησμός, σύμφωνα με το οποίο «οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους», παρά τις θεσμικές κοινότυπες κάλπες στήθηκαν με μοναδικό γνώμονα το κομματικό συμφέρον.
Λέγεται συνήθως ότι η προοπτική των εκλογών αδρανοποιεί τα κυβερνητικά κόμματα, αφού η λήψη των όποιων κρίσιμων αποφάσεων εκτιμάται ότι επισωρεύει πολιτικό κόστος. Στην ελληνική πολιτική ζωή ωστόσο, τα πράγματα τείνουν σήμερα να αντιστραφούν, με αποτέλεσμα οι συνέπειες του εκλογικού κύκλου να μην αποτυπώνονται τόσο στις πράξεις της κυβέρνηση, όσο και στις παραλείψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η αντίληψη των επιτελών της συντηρητικής παράταξης για την πολιτική μοιάζει με τηλεοπτικό σποτ, μοχθεί για να ανακαλύψει σλόγκαν, αντιπαθεί τον αναλυτικό λόγο, αναζητεί τον εντυπωσιασμό για να «πουλήσει» το προϊόν. Η δεξιά στην Ελλάδα, είτε μακιγιάροντας το παρελθόν της, είτε κάνοντας αντιπολίτευση «με την με την κάμερα παρά πόδα» μοιάζει εύρωστη και αποφασιστική, κερδίζοντας πόντους στις έρευνες της κοινής γνώμης.
Η συντηρητική παράταξη (δεξιά) ρισκάρει. Εμπαίζει τον «καταναλωτή» προβάλλοντας ένα πολιτικό προϊόν με πλαστές ιδιότητες, αποφεύγει να δεσμευτεί για οτιδήποτε, και όταν υποσχεθεί κάτι, το μεταφέρει από χωρίον εις χωρίον!…
Ποντάρει μονίμως στη σύγχυση ελπίζοντας ότι, αν δημιουργήσει μια γκρίζα εικόνα για την Ελλάδα του σήμερα, μια εικόνα μίζερη, θολή , θα εισπράξει εκλογικά οφέλη. Συνεπικουρούμενη πάντα από πλήθος, παρακρατικών, θρησκοληπτών, φασιστοειδών και όλα τα υπόλοιπα κομμάτια.