Του Ανδρέα Τρακάκη
Τέλη της δεκαετίας του 1950. Το μικρό ορεινό χωριό του Νομού Ηρακλείου δεν διέθετε εκκλησία, σχολεία, υπηρεσίες. Υπαγόταν σε κοντινή κωμόπολη. Εκεί μετέφερε τους μαθητές λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Οι κάτοικοι ζούσαν από την γεωργία και την κτηνοτροφία. Καλλιεργούσαν την ελιά και το αμπέλι, έτρεφαν πρόβατα και γίδια. Αρκετοί πήραν τον αματιών τους. Πήγαν στο Ηράκλειο, την Αθήνα ή ακόμα πιο μακριά στην Αυστραλία, την Δυτική Γερμανία. Δύο τα κακοποιά στοιχεία του, γεωργοί γύρω στα τριάντα.
Ο Γιάννης μέσου αναστήματος, μυώδης, μαυριδερός, άγριος. Η γυναίκα του έσβησε από την κακομεταχείριση.
Ο Γιώργης, ψηλός, γύρω στο ένα και ογδόντα, υπόξανθος, κακόβουλος, μπαμπούλας. Την σύζυγο και τις δυο κόρες του, μαθήτριες γυμνασίου, τις κρατούσε κάτω από το παπούτσι του.
Καθάρματα, τα θερμά συναισθήματα αγάπη, στοργή, οίκτος, τους ήταν άγνωστα όπως τα χρώματα της ίριδας στον εκ γενετής τυφλό. Αλληλομισούνταν. Τους χώριζαν περιουσιακές διαφορές.
Στην διάρκεια του εμφύλιου πολέμου υπηρέτησαν σε διαφορετικές μονάδες, φύλακες και ραβδούχοι αριστερών.
Εκείνα τα μαύρα χρόνια, εύχομαι να μην ξανάρθουν, χαρακτηρίζονταν κομμουνιστές, πρόσωπα που εάν υπήρχε τρόπος να πάνε στην μακαρίτισσα την Σοβιετική Ένωση θα ‘μεναν ελεύθερα το πολύ δέκα μέρες. Την ενδεκάτη θα στέλνονταν στην Σιβηρία.
Μετά την απόλυσή τους, βοηθούσαν τους χωροφύλακες στην καταδυνάστευση και τρομοκράτηση κάθε λογής αντίθετων προς το Κράτος της Δεξιάς.
Απέκτησαν έτσι την αίσθηση της ατιμωρησίας. Το δικαίωμα να ενοχλούν φιλήσυχους πολίτες.
Κάθε τόσο έπαιρναν το λεωφορείο για το Ηράκλειο. Στους οίκους ανοχής αποτελούσαν κακό μπελά για τις κοινές γυναίκες, κακό συναπάντημα για τους πελάτες τους.
*****************
Βροχερό Σαββατόβραδο αρχές Δεκέμβρη. Το καφενείο πήχτρα. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική από τους καπνούς. Κάμποσοι θαμώνες βρωμούσαν από την ανυπλησιά.
Ο Γιάννης με σύμμαχο τον Αποστόλη, χωριανό γύρω στα πενήντα, ασθενικό, πρόωρα γερασμένο, πετσί και κόκαλο, έπαιζε ξερή με άλλους δυο. Χοντρό το στοίχημα. Και οι τέσσερεις σε νευρική υπερένταση, φούμαιρναν χωρίς σταματημό.
Έχαναν. Ο Γιάννης, στις μαύρες του, έριχνε το φταίξιμο στον Αποστόλη. Συνεχώς τον απόπαιρνε. Ο τελευταίος αισθανόταν άσχημα. Ήθελε να τα παρατήσει, να φύγει.
Δεν τολμούσε.
Η εξώπορτα άνοιξε με δυνατή σπρωξιά.
Πρόβαλε ο Γιώργης, τα μούτρα κατεβασμένα, στο στόμα το τσιγάρο.
Ο πιεσμένος Αποστόλης, βρήκε ευκαιρία να ξεστριμωχτεί. Να ανασάνει.
Είπε μεγαλόφωνα του Γιάννη.
– Να ο φίλος σου.
– Να πάει να γαμ…… Κραύγασε εκείνος με όλη την δύναμη των πνευμόνων του.
Να γαμ….. Εσύ και το σόι σου, σκατοπούστη, ούρλιαξε ο Γιώργης, ίδιος Αφρικανός ανθρωποφάγος.
Σε κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Γιάννης έβγαλε το μαχαίρι του. Τα έντερα του εχθρού του χύθηκαν έξω.
***********************
Κρύφτηκε στον Σπήλιο, κοντά στο γκρεμνό. Συνελήφθη το πρωί της Δευτέρας. Ο Εισαγγελέας και ο ανακριτής τον έκριναν προφυλακιστέο. Το Δικαστήριο του ‘ριξε δυο χρόνια φυλακή, χωρίς αναστολή ή μετατροπή.