«Τι κάνεις;», λέμε όταν συναντάμε κάποιον και παλιά, η απάντηση θα ήταν «καλά» ή «εντάξει». Σήμερα, πολλοί απαντούν «είμαι πτώμα». Ακόμα περισσότεροι το σκέφτονται, αλλά επιλέγουν να δώσουν μια πιο τυπική απάντηση.
Όπως έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό Time η ψυχολόγος Emily Ballesteros, εάν η περίοδος της πανδημίας ήταν η εποχή της «Μεγάλης Παραίτησης», σήμερα ζούμε την «Μεγάλη Εξάντληση».
Οι αιτίες αυτής της εξάντλησης, σύμφωνα με την Ballesteros, είναι τα μη διατηρήσιμα lifestyles, η έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες εκτός του ελέγχου μας και η οικονομική ανασφάλεια.
«Δεν έχουμε χτίσει μια κοινωνία που να βάζει πρώτα τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά έχουμε χτίσει μια κοινωνία που βάζει πρώτα τις επιχειρηματικές ανάγκες. Και αυτό αρχίζει να φαίνεται. Μπορούμε να αντέξουμε τις δυσκολίες με πολύ υψηλότερο ηθικό όταν διατηρούμε την ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν. Αλλά όταν όπου και εάν κοιτάξουμε, τα νέα μας κάνουν να νιώθουμε ότι τα πράγματα δεν γίνονται καλύτερα, τότε αρχίζουμε να καταρρέουμε», εξηγεί η ψυχολόγος, σύμφωνα με την El Pais.
Όσο για την οικονομική ανασφάλεια, η Ballesteros γράφει: «Έχουμε υπάρξει μια κοινωνία που κινείται γύρω από την εργασία εδώ και γενιές. Όμως, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πείσουμε τους ανθρώπους να ζουν μια πολυάσχολη ζωή που στρέφεται γύρω από τη δουλειά, όταν αυτή δεν μεταφράζεται στην ποιότητα ζωής που συνεπαγόταν παλαιότερα».
Η ψυχολόγος μιλά για μια κρίση ψυχικής υγείας που έχει να κάνει με την επιδείνωση των συνθηκών ζωής, κάτι που μας κάνει να νιώθουμε ότι είμαστε λιγότερο σημαντικοί στον κόσμο. Την ίδια στιγμή, όλοι νιώθουν την πίεση να αποδίδουν όλο και περισσότερο, και άρα αισθάνονται σαν να μην κάνουν αρκετά ή να μην προχωρούν, σε πνευματικό, κοινωνικό ή προσωπικό επίπεδο.
«Συνεχώς μας λένε να προσπαθούμε περισσότερο», λέει ο Ισπανός συγγραφέας Eudald Espluga, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για το παγκόσμιο φαινόμενο της εξουθένωσης. Ενώ η εξάντληση δεν έχει να κάνει με μία συγκεκριμένη γενιά, οι millennials και οι Gen Z (με τους τελευταίους να εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008), είδαν τις ενήλικες ζωές τους να σημαδεύονται από τη διαρκή ανασφάλεια.
Ο όρος burnout (που στα ελληνικά αποδίδεται σαν «εργασιακή εξάντληση»), αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σαν μια ψυχολογική κατάσταση το 1974, από τον ψυχολόγο Herbert Freudenberger, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για να περιγράψει την φυσική ή πνευματική κατάρρευση εξαιτίας της υπερβολικής δουλειάς ή του στρες.
Σύμφωνα με έρευνα της Gallup, το 2023, το 44% των εργαζομένων ένιωθε στρες, ένα ιστορικά υψηλό ποσοστό.
Τον Ιανουάριο του 2022, το American Psychological Association διαπίστωσε ότι οι στρεσογόνοι παράγοντες της πανδημίας οδήγησαν σε επίμονες και ασαφείς προκλήσεις, με αποτέλεσμα να καταγράφεται αυξημένη πνευματική και συναισθηματική εξάντληση, καθώς και φυσική κούραση.
«Στην πανδημία, πολλοί ένιωθαν σαν να προσπαθούν διαρκώς να βγάλουν το κεφάλι τους από το νερό για να πάρουν αέρα, μόνο για να τους χτυπήσει ξανά κάποιο κύμα», έγραψε η Stoycheva σε άρθρο στο Psychology Today.
Όπως έγραφε ο ψυχαναλυτής Josh Cohen σε παλαιότερο άρθρο του Economist, άλλωστε, το burnout δεν έχει να κάνει μόνο με την πολλή δουλειά, καθώς η ρίζα του προβλήματος κρύβεται πιο βαθιά. Όταν είσαι εντελώς εξαντλημένος, αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις να προσπαθείς, μοιάζεις με μία άδεια μπαταρία. Όμως αντί να φορτίσει, όταν η μπαταρία αυτή συνδεθεί με το ρεύμα, απλά αρχίζει να βγάζει καπνούς.
Φωτό: Ryan Snaadt / Unsplash