Εξήντα εννιά ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την επαίσχυντη ελληνοαμερικανική συμφωνία για την εγκατάσταση των βάσεων στη χώρα μας.
Στις 12 Οκτώβρη του 1953, στις 8 το βράδυ, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι σε Αθήνα και Ουάσιγκτον έκαναν ταυτόχρονα την εξής δήλωση:
“Εις εκπλήρωσιν των εκ του άρθρου 3 της Συνθήκης Βορείου Ατλαντικού απορρεουσών υποχρεώσεών των, η κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος με την έγκρισιν της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως και η κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπέγραψαν σήμερον μίαν Διμερή Συμφωνία, παρέχουσαν εις τας Ηνωμένας Πολιτείας το δικαίωμα όπως βελτιώσωσι και χρησιμοποιώσιν από κοινού μετά της ελληνικής κυβερνήσεως ωρισμένα αεροδρόμια και ναυτικάς εγκαταστάσεις εν Ελλάδι.
Η συμφωνία έχει ως προορισμόν, διευκολυνόμενης της ολοκληρώσεως της αμύνης της Ελλάδος, της αναπτυχθείσης κατά τα τελευταία πέντε έτη με την αμερικανικήν βοήθειαν, εντός του αμυντικού συστήματος του ΝΑΤΟ, να ενισχύση την ασφάλειαν της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού και να διαφυλάξη τη διεθνήν ειρήνην και ασφάλειαν”.
Ασφαλώς η δήλωση αυτή ήταν συνταγμένη σε γλώσσα διπλωματική, έτσι ώστε να μην γίνεται ευθέως αντιληπτό τι πραγματικά παραχωρούσε η ελληνική πλευρά στις ΗΠΑ και για ποιο σκοπό. Ομως “οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ”, οι έχοντες δηλαδή στοιχειώδη αντίληψη της ιστορίας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αντιλαμβάνονταν κάλλιστα πως η συμφωνία για την οποία γινόταν λόγος στη δήλωση, ήταν ένα κορυφαίο βήμα στην πορεία πρόσδεσης της Ελλάδας στον βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό, τρίτο στη σειρά μετά το Δόγμα Τρούμαν (12/3/1947) και την ένταξη τη χώρας στο ΝΑΤΟ (18/2/1952). Επρόκειτο για τη συμφωνία με την οποία εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα οι στρατιωτικές βάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η εθνική ανεξαρτησία “στο σφυρί” για ψίχουλα
Ποιος άραγε είχε την πρωτοβουλία της εγκατάστασης των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος; Η ελληνική ή η αμερικανική πλευρά;
Ο αρχηγός του”Ελληνικού Συναγερμού” και πρωθυπουργός, τότε, της Ελλάδας Αλ. Παπάγος μιλώντας στη Βουλή, στις 27/11/1953, διεκδίκησε την πατρότητα της ιδέας. “Είμαι – έλεγε – ευτυχής, κύριοι βουλευτές, και υπερήφανος, διότι υπεγράφη η συμφωνία περί στρατιωτικών ευκολιών, δι’ ης παραχωρούνται βάσεις εν Ελλάδι προς τας ενόπλους δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πρέπει να σας είπω, ότι ευθύς ως εξελέγη ο στρατηγός Αϊζενχάουερ Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, απηύθυνα προς αυτόν προσωπικήν επιστολήν, διά της οποίας του εισηγούμην, όπως διά την καλυτέραν διασφάλισιν της αμύνης της Ελλάδος και εντός του πλαισίου του άρθρου 51 του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και του άρθρου 3 του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, συναφθή συμφωνία περί παραχωρήσεως βάσεων εκ μέρους της Ελλάδος προς τας Ηνωμένας Πολιτείας” (Πρακτικά Βουλής 27/11/1953 και “Οι πρώτοι δώδεκα μήνες της Κυβερνήσεως Συναγερμού”, Αθήναι Δεκέμβριος 1953, σελ. 184).
Την πρόταση Παπάγου προς τον Αϊζενχάουερ – αν δεχτούμε πως η πρωτοβουλία για την εγκατάσταση των βάσεων είναι ελληνική – μετέφερε ο τότε υπουργός Συντονισμού Σπ. Μαρκεζίνης, όπως ο ίδιος κατ’ επανάληψιν έχει παραδεχτεί, όταν επισκέφθηκε τις ΗΠΑ το Μάη του ’53 (Βλέπε: Σπ. Μαρκεζίνη: “Αναμνήσεις 1972 – 1974”, σελ. 101 και “Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος, 1936 – 1975”, Γ’ τόμος, 1952 – 1975 σελ. 16 – 17).
Αναμφίβολα τα παραπάνω είναι αρκετά για να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος της υποτέλειας που διέκρινε τους τότε πολιτικούς εκπροσώπους της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας, αφού μόνοι τους ομολογούν ότι έτρεχαν να ικανοποιήσουν τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή και ευρύτερα. Η εικόνα όμως ολοκληρώνεται αν προσθέσουμε μιαν ακόμη πλευρά της. Ο Μαρκεζίνης στη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ, το Μάη του ’53, επιχείρησε να διαπραγματευτεί τη χρηματοδότηση – μέσω της περιβόητης αμερικανικής βοήθειας – 4ετούς σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, με αντάλλαγμα την παραχώρηση των βάσεων.
Να πώς ο ίδιος παρουσιάζει ότι έθεσε το θέμα στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Φόστερ Ντάλες: “Στην ιδιαίτερη συνάντησή μας – γράφει – τα πράγματα δεν επήγαν καλύτερα. Εξήγησα ότι η οικονομική βοήθεια των διακοσίων περίπου εκατομμυρίων δολαρίων που εξητούσαμε, δηλαδή το δέκατο περίπου των όσων είχε δαπανήσει μέχρι τότε η Αμερική για τη χώρα μας, ήταν ασήμαντη. Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα εξασφάλιζε όσα είχαν επιτευχθεί και η στενότερη σύνδεσή της με την Αμερική, με την παροχή διευκολύνσεων (σ.σ. εννοεί τις βάσεις) στην Ελλάδα, θα απέβαινε προς όφελος των Αμερικανών” (Σπ. Μαρκεζίνη: “Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος”, στο ίδιο, σελ. 16-17). Στην πραγματικότητα βεβαίως η διαπραγμάτευση απέδωσε ψίχουλα (η περιβόητη αμερικανική βοήθεια ανήλθε το 1953 στα 75 εκατομμύρια δολάρια), αλλά αυτό σε τίποτα δεν εμπόδισε την ουσιαστική σύναψη της συμφωνίας για τις βάσεις. Ετσι ο υπουργός Συντονισμού του Παπάγου περιχαρής δήλωνε στον αθηναϊκό Τύπο στις 21 Μάη 1953: “Δύνασθε να αναγγείλετε ότι ο σκοπός του ταξιδιού μου εις την Αμερικήν επέτυχεν απ’ άκρου εις άκρον” (Βλέπε: Σ. Γρηγοριάδη: “Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας”, τόμος Δ’, σελ. 156).
Το καθεστώς της ετεροδικίας
Ουσιαστικά λοιπόν το ζήτημα της εγκατάστασης των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα είχε τελειώσει από το Μάη του ’53. Τυπικά όμως η σχετική συμφωνία υπογράφηκε στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, από τον Ελληνα υπουργό Στ. Στεφανόπουλο και τον Αμερικανό πρεσβευτή Κάβεντις Κάνον, στις 12 Οκτώβρη του ιδίου έτους.
Την ίδια μέρα, στις 7μ.μ., το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης Παπάγου, με αξιοθαύμαστη σπουδή, κύρωσε τη συμφωνία θέτοντάς την αμέσως σε ισχύ. Η συμφωνία δεν κυρώθηκε ουσιαστικά ποτέ από τη Βουλή κατά παράβαση του Συντάγματος της χώρας, που προέβλεπε ότι για να παραχωρηθεί ελληνικό έδαφος σε ξένη δύναμη ή για να γίνει δεκτός σε ελληνικό έδαφος ξένος στρατός χρειαζόταν νόμος ψηφισμένος από την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Οταν υπογράφηκε η συμφωνία η Ολομέλεια της Βουλής δε λειτουργούσε και δε συγκλήθηκε εκτάκτως, όπως θα μπορούσε να γίνει, από την κυβέρνηση. Ετσι το κείμενο της συμφωνίας – κι αυτό όχι όλο, γιατί υπήρχαν απόρρητα παραρτήματα – πέρασε από την Επιτροπή εξουσιοδοτήσεων της Βουλής στις 22-23/10/1953.
Τα απόρρητα δε παραρτήματα ήταν δύο. Το ένα αφορούσε τις λεπτομέρειες του προνομίου της ετεροδικίας (δινόταν δηλαδή το δικαίωμα στο αμερικανικό προσωπικό των βάσεων να δικάζεται στις ΗΠΑ για αδικήματα που διέπραξε στην Ελλάδα. Επρόκειτο για έναν καθαρά αποικιοκρατικό όρο) και το άλλο, τα μέρη στα οποία θα κατασκευάζονταν βάσεις (Κ. Μαρδά: “Η Ελλάδα στα δίκτυα των βάσεων”, σελ. 61).
Στο κείμενο της συμφωνίας δεν υπήρχε κανένας ποσοτικός, χρονικός, τυπικός, χωροταξικός ή άλλος περιορισμός στη δράση των Αμερικανών στο ελληνικό έδαφος. Επίσης δεν προβλεπόταν καμιά διαδικασία ενημέρωσης των ελληνικών αρχών για τις κινήσεις του αμερικανικού προσωπικού των βάσεων. Τέλος, η συμφωνία επικαλείτο τυπικά τις αρχές του ΝΑΤΟ οι παραχωρήσεις δίνονταν στο στρατό των ΗΠΑ. Με δυο λέξεις, η συμφωνία ήταν η θεσμική επιβεβαίωση της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Η συμφωνία και ο πολιτικός κόσμος
Η Ελληνοαμερικανική συμφωνία του ’53 για τις βάσεις, όπως ήταν φυσικό,συνάντησε την επιδοκιμασία της μεγάλης πλειοψηφίας του αστικού πολιτικού κόσμου. Στην επιτροπή εξουσιοδοτήσεως της Βουλής, υπέρ της συμφωνίας ψήφισαν ο δεξιός “Ελληνικός Συναγερμός” του Παπάγου και το κεντρώο κόμμα των Φιλελευθέρων. Υπέρ της συμφωνίας τάχθηκε και ο Γ. Παπανδρέου, λέγοντας ότι “η αμερικανική δύναμις έρχεται εις την Ελλάδα ως εγγύησις ασφάλειας. Τη χαιρετίζομεν”. Κατά της συμφωνίας ψήφισαν η ΕΠΕΚ και το ΔΚΕΛ του Καρτάλη.
Από το χώρο της Αριστεράς ευθύς εξαρχής εναντίον της συμφωνίας τάχθηκε η ΕΔΑ (που δεν αντιπροσωπευόταν τότε στη Βουλή) και φυσικά το παράνομο ΚΚΕ και το ΑΚΕ.
Η ΕΔΑ με ανακοίνωση της Διοικούσας Επιτροπής της χαρακτήρισε τη συμφωνία καίριο πλήγμα κατά των συμφερόντων του λαού και της εθνικής ανεξαρτησίας και υπογράμμισε: “Η διέλευση ή η στάθμευση ξένων στρατευμάτων στη χώρα και πολύ περισσότερο η παραχώρηση εδαφών, μόνο με νόμο μπορεί να γίνει. Κι επειδή ούτε το κυβερνών κόμμα, ούτε κανείς από τους βουλευτές του ατομικώς εζήτησε τη λαϊκή ψήφο με πρόγραμμα την παραχώρηση εδαφών της χώρας, έχουν χρέος η κυβέρνηση και ο ανώτατος άρχοντας, για να μπορεί να δεσμεύει το διμερές σύμφωνο, να προκαλέσουν την εκδήλωση της λαϊκής ετυμηγορίας με συγκεκριμένον θέμα την εξουσιοδότηση της νέας Βουλής προς κύρωσιν του συμφώνου” (“ΑΥΓΗ”, 21/10/1953).
ΚΚΕ: Εγκλημα εθνικής προδοσίας
Το ΚΚΕ κατήγγειλε αμέσως την ελληνοαμερικανική συμφωνία αποκαλύπτοντας την ουσία της. Στην κοινή ανακοίνωσή του, προς το λαό της Ελλάδας, που εξέδωσε με το ΑΚΕ, στις 13/10/1953, ανάμεσα στα άλλα υπογραμμίζει:
“Ενα καινούργιο έγκλημα εθνικής προδοσίας και ξεπουλήματος της πατρίδας μας πραγματοποίησε χτες ο παπαγικός Συναγερμός. Υπέγραψε με τις Ενωμένες Πολιτείες καινούρια πολεμική συμφωνία και παραδίνει την Ελλάδα και σένα χειροπόδαρα δεμένους στη διάθεση του αμερικάνου γιάνκη επιδρομέα. Η καινούρια συμφωνία μάς φέρνει ακόμα ένα βήμα πιο κοντά στον αμερικάνικο πόλεμο. Βάζει ανεξέλεγκτα και απεριόριστα στην πολεμική διάθεση των Αμερικανών όλο το έδαφος της πατρίδας μας, με όλο τον πληθυσμό της και όλα τα υλικά μέσα που βρίσκονται πάνω του. Και τη θανάσιμη πολεμική απειλή που κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι μας, την κάνει πιο άμεση γιατί μετατρέπει την Ελλάδα σε αμερικανική ατομική βάση και σε πεδίο εφαρμογής και υδρογονικού πολέμου… Είναι ζήτημα αν η ιστορία μας γνώρισε άλλη πιο κατάπτυστη, ατιμωτική και προδοτική συμφωνία… Το καθεστώς της αμερικανικής κατοχής γίνεται τώρα πιο μαύρο και ατιμωτικό απ’ όλα όσα γνωρίσαμε ως τα τώρα. Καινούρια σκοτεινή περίοδος δουλείας, γενιτσαρισμού αρχίζει για το έθνος”. Και η ανακοίνωση κατέληγε με το σύνθημα: “Κάτω οι προσκυνημένοι. Ζήτω η λευτεριά” (“Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ”, τόμος 7ος, σελ. 359 – 362).
Με τις υπογραφές Σαμαρά και Παπανδρέου βάθυνε η εξάρτηση και στέριωσε το καθεστώς των βάσεων
Η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την αρχική συμφωνία του ’53 και με άλλες συμφωνίες που υπογράφηκαν από μετέπειτα κυβερνήσεις (ο αριθμός μάλιστα αυτών των συμφωνιών ανέρχεται στις 130).
Παρά του ότι το ΠΑΣΟΚ έλεγε εξαρχής ότι θα απομακρύνει τις βάσεις ποτέ δεν το έπραξε και τον Απρίλη του 1990 με κυβέρνηση πλέον της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργό τον Χανιώτη Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με Υπουργό Εξωτερικών τον σημερινό πρωθυπουργό της χώρας Αντώνη Σαμαρά υπογράφεται η συμφωνία για την παραμονή των βάσεων.
Ακολουθούν τα γνωστά σε όλους μας «γεγονότα της νομαρχίας» όπου ο Χανιώτικος λαός έφτασε στα πρόθυρα της εξέγερσης για να ακολουθήσουν και νέες συμπληρωματικές επαίσχυντες συμφωνίες με πιο σημαντική αυτή της 13 Ιουνίου του 2001 στις Βρυξέλλες από τους τότε υπουργόύς Εξωτερικών Ελλάδας και ΗΠΑ, Γ. Παπανδρέου και Κ. Πάουελ, όπου στα πλαίσια της ετήσιας ανανέωσης παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, υπογράφηκε συμπληρωματική συμφωνία με τον τίτλο «Συνολική Τεχνική Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και ΗΠΑ», που ήρθε προς κύρωση στη Βουλή από την κυβέρνηση.
Πρόκειται για τη συμφωνία που καθιερώνει καθεστώς γενικευμένης ετεροδικίας για όλους τους Αμερικανούς (καθεστώς ετεροδικίας υπήρχε και πριν, αλλά τώρα επεκτάθηκε, αφού επεκτάθηκε και η κίνηση των ΑμερικανοΝΑΤΟικών σ’ όλη την Ελλάδα, προκειμένου να διευκολύνεται η διεξαγωγή των πολέμων), στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, που βρίσκονται με κρατική αποστολή στην Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή είναι συμπληρωματική της ισχύουσας συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, του 1990 (MDCA). Η συμπληρωματική αυτή συμφωνία καλύπτει εκτός από το προσωπικό των βάσεων και τους Αμερικανούς που υπηρετούν στις ΝΑΤΟικές εγκαταστάσεις και στα ΝΑΤΟικά στρατηγεία στην Ελλάδα και οποιονδήποτε άλλο Αμερικανό πολίτη, στον οποίο θα δίνεται το «χρίσμα» του μέλους της αποστολής. Είναι χαρακτηριστικό ότι βάση για την παρούσα συμφωνία, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, είναι εκτός από τη συμφωνία του 1990, η «Σύμβαση μεταξύ των κρατών – μελών της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού για το Νομικό Καθεστώς των Δυνάμεων αυτών» του 1951.
Ειδικότερα στο άρθρο 2 ορίζεται «το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως, το οποίο περιλαμβάνει τις δυνάμεις των ΗΠΑ, τα μέλη της δυνάμεως και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετούν στις ευκολίες των ΗΠΑ στην Ελλάδα ή βρίσκονται σε εκτέλεση υπηρεσίας στην Ελλάδα, καθώς και στα εξαρτώμενα από αυτούς μέλη». Με αυτή τη συμπληρωματική συμφωνία τα μέλη οποιουδήποτε είδους κρατικής αποστολής των ΗΠΑ, θα μπορούν να παραβιάζουν τους ελληνικούς νόμους και να διαπράττουν εγκλήματα επί του ελληνικού εδάφους, χωρίς το φόβο της τιμωρίας από τον ελληνικό νόμο.
Η ετεροδικία θεσμοθετείται με την παραίτηση των ελληνικών αρχών από το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης κατά των Αμερικανών. Το άρθρο 4 περί ποινικής δικαιοδοσίας ορίζει: «Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της ασκήσεως πειθαρχικού ελέγχου από τις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών στα μέλη της δυνάμεως και την επίδραση που έχει ο έλεγχος αυτός στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Οι αρμόδιες Ελληνικές αρχές, συμφώνως προς τις διατάξεις του Αρθρου 7, παράγραφος 3 (γ) της ΝΑΤΟ SOFA και της MDCA, θα εξετάσουν ταχέως και συμπαθώς την παραίτηση από το πρωταρχικό τους δικαίωμα για την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας».
Και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση η παραίτηση θα θεωρείται παρασχεθείσα, εάν, εντός 45 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη το αίτημα από τη Μεικτή Επιτροπή, η αρμόδια Ελληνική αρχή δεν έχει γνωστοποιήσει στις στρατιωτικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ότι το αίτημα απερρίφθη ή δεν έχει ζητήσει διευκρινίσεις επί του αιτήματος». Αυτό το τελευταίο βεβαίως, με δεδομένο το συσχετισμό ΗΠΑ – Ελλάδας στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Αλλωστε τα όσα τελευταία έχουν συμβεί, όπως π.χ. ξυλοδαρμοί Ελλήνων πολιτών (Χανιά) από Αμερικανούς και παρά τη σύλληψη των Αμερικανών από τις ελληνικές αρχές, κανείς δεν πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Με βάση λοιπόν αυτό το καθεστώς, οι Αμερικανοί έχουν επί του ελληνικού εδάφους μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ή πιο σωστά θα είναι ασύδοτοι να εγκληματούν καθώς δε θα ελέγχονται από το νόμο και δε θα τιμωρούνται.
Διαρκής κίνδυνος για την ειρήνη
Σε γενικές γραμμές δημιουργήθηκαν στη χώρα οι εξής κατηγορίες βάσεων: ελλιμενισμού, ανεφοδιασμού – επισκευών – συντήρησης, αεροπορικές, επικοινωνιών και ηλεκτρονικού πολέμου, αεροπορικής άμυνας, πυρηνικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς, πυρηνικές πυροβολαρχίες, πυρηνικά ναρκοπέδια, στρατηγεία, ραδιοφωνικοί σταθμοί.
Κύριος στόχος των βάσεων, όταν δημιουργήθηκαν, ήταν η ΕΣΣΔ και οι Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Εκεί βρισκόταν ο κύριος στόχος των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών στρατιωτικών δυνάμεων. Βεβαίως, σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού δεν υπάρχει πλέον το σοσιαλιστικό στρατόπεδο στην Ευρώπη. Ομως αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι οι βάσεις έχουν λιγότερη σημασία για τις ΗΠΑ. Ισα ίσα που συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσω των βάσεων συντηρούν την πρωτοκαθεδρία τους στην περιοχή των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και της ΕΣΣΔ, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, γεγονός που αποδεικνύεται και από τον πόλεμο στον Περσικό και από τον πόλεμο στη Βοσνία.
Ετσι, το πρόβλημα της φαλκίδευσης της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, αλλά και των κινδύνων εμπλοκής της σε πολεμικές περιπέτειες λόγω της ύπαρξης των βάσεων στο έδαφός της, παραμένει εξίσου οξύ, όπως ήταν και στο παρελθόν. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, διατηρεί την επικαιρότητα και σπουδαιότητά του το σύνθημα να απομακρυνθούν οι βάσεις του θανάτου από το ελληνικό έδαφος.
Με στοιχεία από άρθρα του «Ριζοσπάστη»