Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος, τ. Λυκειάρχης
Μέσα στα άδυτα της υπάρξεώς μας υπάρχει έστω μία σπίθα πίστεως, που καθένας με την προσπάθειά του και την Χάρη του Θεού, μπορεί να την κάνει φλόγα. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Χριστός την άναψε την ώρα που μας κάλεσε «εις μετάνοιαν» (Μάρκ. 1,15). Από τότε το ταπεινό φυτίλι της υπάρξεώς μας ανάβει λυτρωτικά. Είναι αναμένο – ακοίμητο καντήλι – μπροστά στην παρουσία του Θεού μας.
Για μερικούς όμως από εμάς, ο Χριστός, δείχνοντας άρρητη φιλανθρωπία και άπειρη συγκατάβαση, μας εμπιστεύτηκε και άλλη μια φορά. Ήταν τότε που άναψε μια δεύτερη φλόγα, την φλόγα της ιεροσύνης. Τότε ήταν που η ύπαρξή μας έγινε ένα δικέρι. Δύο φλόγες που καίνε και πυρπολούν τα εσώτερά μας, την ψυχή της ψυχής μας. Οι δύο αυτές φλόγες πρέπει να παραμείνουν για πάντα αναμμένες. Δεν πρέπει να σβήσουν ποτέ. Και, εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα…
Γιατί στις ημέρες μας τα αντίθετα ρεύματα είναι τόσο πολλά, ώστε τίποτε δεν κινδυνεύει περισσότερο όσο η φλόγα της πίστεως και του Θεού που κλείνομε μέσα μας. Είναι τόσο βαριά η παγωνιά της αδιαφορίας, του ατομικισμού και του ψυχρού συμφέροντος, ώστε είναι πολύ δύσκολο να διατηρεί κανείς αναμμένη την φλόγα της ανιδιοτελούς αγάπης.
Της αγάπης που φθάνει μέχρι την θυσία… Εξ άλλου, η υγρασία της εκκοσμικεύσεως και της σαρκολατρείας έχει διαβρώσει τόσο πολύ την σκέψη μας και την ζωή μας, ώστε να κινδυνεύει να σβηστεί για την γενεά μας η φλόγα της ιερωσύνης και της αφοσιώσεως στον Θεό και στους ανθρώπους. Ίσως να είναι η εποχή μας εκείνη για την οποία ο Χριστός είπε: «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυχήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθ. 24,12)
Ωστόσο, πρέπει να κρατήσομε την φλόγα του Θεού άσβηστη μέσα μας. Το σύνθημά μας πρέπει να είναι : Αναμμένες τις λαμπάδες ο,τιδήποτε κι αν μας κοστίσει. Τον τρόπο μας τον υποδεικνύει και η νύχτα της Αναστάσεως: Δυό ανοιχτές παλάμες γύρω από την φλόγα.
Οι δύο αυτές «παλάμες» της υπάρξεώς μας είναι η αποφασιστικότης και η επαγρύπνησις που πρέπει να πλαισιώνουν την φλόγα του Θεού νύχτα και μέρα. Πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσομε την φλόγα του Θεού μας αναμμένη, αλλά και να αγρυπνούμε κάθε στιγμή («καρδία νήφουσα»)
Όσο όμως δυνατά κι αν είναι τα χέρια μας, είναι και παραμένουν ανθρώπινα. Επομένως κουράζονται και πέφτουν εύκολα προς τα κάτω καθώς τα τραβάει με δύναμη η βαρύτητα της αδυναμίας μας.
Θα ήθελα εδώ να ανέφερα μια σχετική εικόνα από την Παλαιά Διαθήκη: Ο Μωϋσής πολεμούσε εναντίον του Αμαλήκ. Βοηθούς είχε τον Ααρών και τον Ωρ. Ο Μωϋσής ύψωσε προς τον ουρανόν τα χέρια του. Όταν τα κατέβαζε ο Αμαλήκ νικούσε. Έπρεπε, λοιπόν, συνέχεια να έχει τα χέρια του υψωμένα. Δεν μπορούσε όμως αυτό να κρατά πολύ, διότι «και χείρες Μωϋσή βαραίνει». Τότε ο Ααρών και ο Ωρ πήραν μια μεγάλη πέτρα και κάθησαν πάνω της τον Μωϋσή και του κρατούσαν τα χέρια υψωμένα μέχρι δύσεως του ηλίου και έτσι ενίκησαν «εν φόνω μαχαίρας» τους Αμαληκίτες. Ο Μωϋσής μετά την νίκη του αυτή οικοδόμησε «θυσιαστήριον Κυρίω και επωνόμασε το όνομα αυτού Κύριος καταφυγή μου, ότι εν χειρί κρυφαία πολεμεί Κύριος επί Αμαληκ από γενεών εις γενειάς» (Έξοδ. 17, 10-16)
Εμείς, «άνω σχώμεν τα καρδίας» και ο Θεός θα ευλογήσει να μην σβήσει η φλόγα της πίστεως και της αγάπης μας. Ο Θεός μας βεβαιώνει ότι μας αγαπά, μας διαβεβαίωσε και ο Χριστός και οι άγιοί Του, ο δε Δαβίδ θα μας προτρέψει» «Εν ταις νυξίν επάρατες τας χείρας υμών εις τα Άγια και ευλογείτε (δοξολογείτε) τον Κύριον» (Ψαλμ. 133,2)