Γράφει ο Αρχιμανδρίτης
Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
Θεολόγος – τ. Λυκειάρχης
Μιλάμε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, για φυσικό άνθρωπο. Για φυσιολογικό άνθρωπο. Για φυσική διατροφή. Για βιολογική διατροφή. Για βιολογικά προϊόντα. Για βιολογική καλλιέργεια. Για κρέατα από ζώα ελεύθερης βοσκής κλπ. Και έχομε δίκιο γιατί οι χημικές τροφές. Τα έτοιμα φαγητά. Τα νοθευμένα ποτά και κάτι φάρμακα αδυνατίσματος, ή λιποδιάλυσης, μας έφεραν εκατοντάδες θανάτους από καρδιοπάθειες, καρκίνους κλπ. Και έχομε χρέος να φροντίζομε την υγεία μας και να προστατεύομε την ζωή μας, το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού. Και, ειλικρινά λυπούμαστε τόσους και τόσους, ιδίως νέους και νέες, που σπαταλούν και φθείρουν την υγεία τους και, κατά συνέπειαν, την ζωήν τους με κακή διατροφή, πιοτά και ξενύχτια. Η φύσις, μας καλεί να την ζήσομε, να την χαρούμε και εμείς την μαστιγώνομε με κάθε είδους χρήσεις και καταχρήσεις.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη αφύσικη κατάτασις, κι ακόμη από ανθρώπους που ζουν μια φυσική ζωή. Ζούμε σε μια παρά φύση κατάσταση, που όμως τη θεωρούμε φυσική! Και τούτο γιατί η ζωή μας δεν εκφράζει την χριστιανική ιδιότητά μας. Ο Χριστιανός πρέπει να αντανακλά την αγάπη του Θεού, όπως το φεγγάρι το φως του ήλιου.
Θα έπρεπε να αποπνέει καλοσύνη, όπως το άνθος το άρωμά του, φυσικά και αβίαστα.
Ο Χριστιανός πρέπει να ζει ως παιδί του Θεού όλη μέρα και κάθε μέρα. Πρέπει αυτή να είναι η φύσις του. Όπως το βρέφος αναπνέει χωρίς να διδαχθεί, έτσι πρέπει ο Χριστιανός να αγαπά χωρίς να του το υποδείξουν. Και μη ξεχνάμε ότι η μόνη αρετή που μας δείχνει ως παιδιά του Θεού είναι η αγάπη (Ιωάνν. 13,35). Άλλωστε, η πρώτη και θεμελιώδης αρετή Του είναι η αγάπη (Ιωάνν. 4,8 και 16).
Αν εμείς αναγκαζόμαστε να υπενθυμίζομε τα χριστιανικά καθήκοντά μας, είναι διότι δεν ζούμε σε χριστανική κοινωνία, αλλά σε νόθο χριστιανικό περιβάλλον, που έχει ανάγκη συνεχούς υπομνήσεως για να διακρίνει το χριστιανικό από το κοσμικό και αντίθετο.
Όπως από αγάπη ο Θεός αγαθοποιεί, προστατεύει και συντρέχει, έτσι και ο Χριστιανός πρέπει να συμπεριφέρεται προς τους συνανθρώπους του. Να αγαπά όχι μονάχα όποιους τον αγαπούν, αλλά και αυτούς που όχι μόνο δεν τον αγαπούν, αλλά και τον κακοποιούν. Γιατί, αν αγαπάμε αυτούς που μας αγαπούν, και δεν είναι λίγες οι φορές που κι αυτούς τους μισούμε, τότε αυτή δεν είναι αγάπη. Δεν πιστοποιεί αληθινό χριστιανό, αφού άλλωστε και οι αμαρτωλοί (ληστές, δολοφόνοι, κακοποιοί και εγκληματίες) αγαπιώνται μεταξύ τους (Λουκ. 6,32).
Θα ζούμε έμπρακτα την αγάπη, έστω κι αν ζημιωνόμαστε. Θέλομε να κάνομε το καλό, χωρίς όμως να χάσομε τίποτε. Το κερί δεν θα φώτιζε αν δεν έλιωνε. Αγάπη και φιλαυτία. Αγάπη και τσιγκουνιά. Αγάπη και συμφέρον. Αγάπη και καλοπέρασις δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη του Θεού και επομένως δεν είναι μέσα στην χριστιανική μας φύση.
Αγάπη με διαθεσιμότητα. Αγάπη ιλαρή και ευδιάθετη. Αγάπη ανιδιοτελής. Αγάπη χωρίς φειδώ. Ένα άνοιγμα της ψυχής μας προς τον συνάνθρωπό μας με την αυθυπέρβαση και την συντριβή του εαυτού μας.
Ο Θεός μας αγαπά, όσο και να μην αξίζομε. Άλλωστε, αν την αξίζαμε, την αγάπη Του, δεν θα ήταν αγάπη, αλλά δίκαιη ανταμοιβή, μισθοδότησις ενός ευσυνείδητου υπαλλήλου. Ο Θεός όμως δεν έχει υπαλλήλους. Έχει παιδιά. Και αγαπά τα άσωτα, όπως κάθε πατέρας ή μάνα αγαπούν τα παιδιά τους και καθαρά και βρώμικα, γιατί κάτω από τη βρώμα αναγνωρίζουν το παιδί τους, έτσι και ο Θεός κάτω από την αμαρτία μας βλέπει την εικόνα του και αυτήν αγαπά, όχι την αμαρτία. Και εμείς, λοιπόν, ως γνήσια παιδιά Του πρέπει όχι μόνον να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας, αλλά και να βλέπομε σ’ αυτούς κάτω από την κακία του, την εικόνα του Θεού, την ίδια με την δική μας, και αγαπώντας τον συνάνθρωπό μας, αγαπάμε τον Θεόν.