Ο Ερωτόκριτος λέει στην Αρετούσα: Ήκουσες τα μαντάτα,.. ο κύρης μ` εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;
Ο «Ερωτόκριτος» είναι ένα εμπνευσμένο έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα με 10010 στίχους.
Στη σημερινή Κρήτη είναι ακόμα ζωντανή η παράδοση του «Ερωτόκριτου». Υπάρχουν πολλοί ακόμη, που γνωρίζουν απ` έξω, μεγάλα τμήματα ή ολόκληρο το έργο. Κάθε Έλληνας, αλλά και κάθε άνθρωπος, όταν διαβάζει το ποίημα ή ακούει τα τραγούδια του «Ερωτόκριτου» κατακλύζεται από ευχάριστα συναισθήματα για το βάθος και την ποιότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο «Ερωτόκριτος» γράφτηκε από τον Κορνάρο στο διάστημα 1600- 1610. Ο Κορνάρος έζησε στα χρόνια της Κρητικής Αναγέννησης και μάλιστα πέθανε την ίδια χρονιά, το 1614, με τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Το 2014 συμπληρώθηκαν 400 χρόνια από το θάνατό του Κορνάρου και του Θεοτοκόπουλου. Σε πολλά μέρη πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και ομιλίες.
Σύγχρονοι του Βιντσέντζου Κορνάρου ήταν οι: Γεώργιος Χορτάτζης, Μιχαήλ Δαμασκηνός, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Τιντορέτο, Καραβάτζο, Τορκουάτο Τάσσο, Θερβάντες, Σαίξπηρ, Μοντεβέρντι, Κέπλερ, Γαλιλαίος, Τύχο Μπράχε, Τζορντάνο Μπρούνο,..
Τι γίνεται στην Κρήτη στα χρόνια που ο Κορνάρος έγραφε τον «Ερωτόκριτο» Η Κρήτη εκείνη την εποχή ήταν ακόμη μακριά από τον τούρκικο ζυγό. Αν και είχαν περάσει 150 χρόνια από την Άλωση, η Κρήτη αντιστεκόταν σθεναρά στον αδιάλειπτο και βίαιο τούρκικο επεκτατισμό. Στο τέλος, μετά από 24χρονη πολιορκία του Μεγάλου Κάστρου( Ηρακλείου), το 1669, έπεσε η Κρήτη στα χέρια των Τούρκων, αφού ένας προδότης κρητοβενετσιάνος υπέδειξε στους πολιορκητές ένα μυστικό πέρασμα στα μπεντένια(τείχη). Είχαν περάσει 216 χρόνια από την Άλωση. Τα 216 αυτά χρόνια ήταν αρκετά για να ριζώσει και να καρπίσει ένας μοναδικός πολιτισμός γνωστός ως Κρητική Αναγέννηση. Τέχνες, γράμματα, θέατρο, μουσική, αρχιτεκτονική, τεχνολογία, ναυπηγική, ναυτικό, εμπόριο, υφαντική, μελισσοκομία, γεωργία, αμπελουργία, οινοποιία, κτηνοτροφία, τυροκομική,..βρισκόταν σε κορυφαίο επίπεδο.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο και σχόλια.
Μια φορά κι` έναν καιρό, στην Αθήνα βασιλιάς ήταν ο Ηράκλης. Eίχε παντρευτεί την Αρτέμη, όμορφη και με φρόνηση βασίλισσα. Είχαν μια πεντάμορφη κόρη, την Αρετούσα.
Ποιητής: Εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις
και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης,
Ρήγας μεγάλος όριζε την άξα χώρα εκείνη
μ` άλλες πολλές, κ` εις αντρειές εξακουστός εγίνη.
Ηράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστό από τσ` άλλους
Ποπανωθιό σ` φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους
…Μικρούλης επαντρεύτηκε κι` εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι οπού ποτέ κιανείς δε του βρισκε ψεγάδι
Αρτέμη την ελέγασι τη ρήγισσα εκείνη
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
…Μια θυγατέρα ήκαμε που φεξε το παλάτι
κείνη την ώρα που η μαμή στα χέρια την εκράτει.
Και τ` όνομα τση το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσα πλούσα
Χαριτωμένο θηλυκό τως το καμεν η φύση
κι` ίσα τση δεν ευρίσκετο σ` Ανατολή και Δύση.
Την ωραία βασιλοπούλα ερωτεύθηκε με πάθος ο γενναίος Ερωτόκριτος, γιος του Πεζόστρατου. Ο Πεζόστρατος ήταν ο πιο έμπιστος φίλος και συμβουλάτορας του βασιλιά Ηράκλη.
Είχε κι` αυτός έναν υγιό πολλά κανακεμένο,
φρόνιμο κι` αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο,
ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μα `χε γερόντου γνώση
οι λόγοι του ήτονε θροφή κι` η ερμηνειά του γνώση,
και τ` όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο ελέγα
ήτονε τσ` αρετής πηγή και τα` αρχοντιάς η φλέγα.
Κι` όλες τσι χάρες π` Ουρανοί και τα` Αστρη εγεννήσα,
μ` όλες τον εμοιράνασι, μ` όλες τον εστολίσα.
Ο Ερωτόκριτος τραγουδά τα βράδια, έξω από το παλάτι, κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας, για να καταλαγιάσει τον πόνο του αφού γνωρίζει καλά, ότι δε μπορεί να έχει αίσιο τέλος, η αγάπη του για τη βασιλοπούλα.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: Τόπο ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω
κοπιώ εύκαιρα τα χέρια μου να πιάσω το δε σώνω
τη θυγατέρα του Ρηγός, του αφέντη μας την κόρη,
οπού άνεμος δε τση δωκε ουδ` ήλιος την εθώρει,
…Γνωρίζω πως οι δύναμες το θέλω δε μπορούσι,
κι` ότι κι αν κτίζω ολημερνίς κάθε βραδύ χαλούσι,
Μα τυφλωμένος βρίσκομαι τι κάνω δε κατέχω
κ` ήχασα το λογαριασμό και πλιο μου νου δεν έχω.
Η Αρετούσα, αν και δεν ξέρει ποιος της τραγουδά, νοιώθει όμορφα και ερωτικά, ακούγοντας τα ωραία τραγούδια και τον γλυκόλαλο, μελίρρυτο τραγουδιστή.
Τα μελωδικά τραγούδια του Ερωτόκριτου συγκινούν τον βασιλιά και τη βασίλισσα που όμως δεν κατάφεραν, αν και προσπάθησαν πολύ, να μάθουν ποιος τραγουδά για την κόρη τους.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ήπαιρνε το λαγούτο του κι` εσιγανοπορπάτει
Κι` εκτύπα το γλυκιά- γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή χε σαν αηδόνι
Κάθε καρδιά να του γροικά κλαίγει κι` αναδακρυώνει.
Ήλεγε κι αναθίβανε τση ερωτιάς τα πάθη
Και πως σ` αγάπη εμπέρδεψε κ` εψύγη κ` εμαράθη
Ο αδελφικός φίλος του Ερωτόκριτου, ο γενναίος Πολύδωρος και η παραμάνα της Αρετούσας Φροσύνη επισημαίνουν πολύ πειστικά, τον κίνδυνο του ερωτικού πάθους ανάμεσα σε μια βασιλοπούλα και έναν πολίτη. Ο Ερωτόκριτος νοιώθει τον κίνδυνο και αποφασίζει να φύγει μακριά, να ξενιτευτεί. Φεύγει για τη Χαλκίδα (Εύριπο).
ΠΟΙΗΤΗΣ: Επήγε σ`τσι γονέους του και την ευχή ντως παίρνει,
λέγει ντως να μη γνοιάζουνται κι` ογλήγορα γιαγέρνει
και πα να δει την Έγριπο γιατί, δεν την κατέχει
κι` ήκουσεν χίλιες ομορφιές παρ` άλλη χώρα έχει.
Όσο ο Ερωτόκριτος είναι μακριά ο πατέρας του αρρωσταίνει. Η Αρετούσα πάει να δει τον άρρωστο και όταν μπαίνει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου βλέπει με ευχάριστη έκπληξη μια ωραία ζωγραφιά, πορτραίτο για κείνη, καθώς και τους στίχους των τραγουδιών που άκουγε τα βράδια. Η Αρετούσα αμέσως καταλαβαίνει ότι ο άγνωστος τραγουδιστής που της έλεγε τα μελωδικά, ερωτικά τραγούδια είναι ο Ερωτόκριτος. Η κοπελιά εκστασιασμένη από έρωτα, πόθο και αγωνία παίρνει κρυφά τους στίχους και το πορτραίτο.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη
οπού δεν εξεχώριζες τη μιαν από την άλλη:
Με τόση πιδεξότητα την είχε καμωμένη,
που ίδια σαν τη ζωντανή ήτο η σγουραφισμένη
εφαίνετο σα να γελά κι` ήθελε να μιλήση
κι` η τέχνη σ` έτοιο κάμωμα ενίκησε τη φύση
…Πιάνει φυλάσσει το ζημιό τη σγουραφιά εκείνη
και τα χαρτιά των τραγουδιών, κλέφτρα του πόθου εγίνη.
Ο Ερωτόκριτος επιστρέφει στην Αθήνα ανησυχώντας για την υγεία του πατέρα του. Όταν δεν βρίσκει στο δωμάτιο τους στίχους και τη ζωγραφιά και μαθαίνει ότι η Αρετούσα είχε μπει στη κάμαρα του, φοβάται μήπως καταλάβουν τον έρωτα και το πάθος του για την βασιλοπούλα. Αποφασίζει να μείνει κλεισμένος στο σπίτι λέγοντας ότι είναι άρρωστος. Η Αρετούσα του στέλνει τέσσερα δίφορα μήλα σαν ξαρωστικό φάρμακο.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Μέσα σε τούτο τον καιρό κι` ημέρες που περνούσα,
τέσσερα μήλα δίφορα ηύρεν η Αρετούσα
πέμπει και κανισκεύει εις τ` άρρωστου τη μάνα
κείνα εγενήκασι γιατροί κι` εκείνα τον εγιάναν.
Τα μήλα, σημάδι ερωτικό, δείχνουν ότι ο παθιασμένος του έρωτας έχει ανταπόκριση και αρχίζει να συχνοπηγαίνει στο παλάτι. Οι ερωτοπλανταμένοι νέοι βεβαιώνονται για την μεγάλη τους αγάπη με τα μάτια. Η Αρετούσα κλείνεται στον εαυτό της, αμίλητη και σκεπτική αφού συνειδητοποιεί τις αξεπέραστες δυσκολίες του έρωτα.
Ο βασιλιάς οργανώνει αγώνες κονταροκτυπήματος προσπαθώντας να διασκεδάσει την Αρετούσα.
Έρχονται στην Αθήνα, για τους αγώνες, βασιλιάδες και αρχοντόπουλα από πολλά μέρη της Ελλάδας: Κρήτη, Πάτρα , Μεθώνη, Κορώνη, Ναύπλιο, Μυτιλήνη, Χαλκίδα, Νάξο, Μακεδονία, Βυζάντιο, Κύπρο. Έρχονται και ξένοι όπως ο σκληροτράχηλος Τούρκος Καραμανίτης Σπιθόλιοντας και ο Σλάβος Σκλαβούνος, αρχοντόπουλο της Δαλματίας.
Σε μονομαχία, πριν τους αγώνες, ο κρητικός Χαρίδημος σκοτώνει τον προκλητικό Τούρκο Σπιθόλιοντα Καραμανίτη.
Στους αγώνες κονταροκτυπήματος που ακολουθούν μένουν τρεις για τον τελικό αγώνα που θα αναδείξει τον νικητή: Ο Ερωτόκριτος, το αρχοντόπουλο από την Κρήτη Χαρίδημος, και ο διάδοχος της Κύπρου Κυπριώτης. Στον τελικό αγώνα όμως πρέπει ν` αγωνιστούν δύο. Καταφεύγουν σε κλήρωση και η τύχη διαλέγει για τον τελικό αγώνα, τον Ερωτόκριτο και τον Κυπριώτη. Κερδίζει ο Ερωτόκριτος και παίρνει το στεφάνι του νικητή από τα χέρια της αγαπημένης του Αρετούσας.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Επήγε ομπρός εις του Ρηγός, πεζεύζει, γονατίζει
Και τη χρουσή του κεφαλή με τζόγια τη στολίζει,
Τη τζόγια εκείνη πιάνοντας η Αρετή στη χέρα
Στολίζει τον πολυαγαπά εκείνη την ημέρα.
Η Αρετούσα υποφέρει όλο και πιο πολύ από τα πάθη και τα βάσανα του αγιάτρευτου έρωτα. Κάθε νύχτα βρίσκονται στο παλάτι, με τον Ερωτόκριτο και προσπαθούν να σβήσουν το φλογερό τους πάθος με λόγια αγάπης και παρηγοριάς. Τους χωρίζουν τα κάγκελα του παραθύρου. Η Αρετούσα, πιο τολμηρή, καταφέρνει να πείσει τον νέο να στείλει τον πατέρα του Πεζόστρατο, στο δικό της πατέρα και να την ζητήσει επίσημα σε γάμο. Ο βασιλιάς Ηράκλης θυμώνει με το θράσος τους. Πως ζητάνε το χέρι της βασιλοπούλας αυτοί οι κοινοί θνητοί που δεν είναι από βασιλική γενιά;
Εξορίζει τον Ερωτόκριτο μακριά από την Αθήνα.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Μα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιά του γάμου
του λέγει ο Ρήγας: πήγαινε και φύγε από μπροστά μου
πως εβουλήθης κι` είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει;
Φύγε το γλυγορύτερο και πλιο σου μην πατήσεις
εις την αυλή του παλατιού και κακοθανατίσεις.
…Τέσσερις μέρες κι` όχι πλια, του δίνω να μισέψη,
τόπους μακρούς κι` αδιάβατους ας πάγει να γυρέψη
και μη πατήση ώστε να ζω στα μέρη τα δικά μου
αλλιώς του δίδω θάνατο για χάρισμα του γάμου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: Λέγει ο Ρωτόκριτος: « Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο κύρης μ` εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;
…Τέσσερις μέρες μοναχάς μου δωκε ν` ανιμένω
κι`απόεις να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω,
και πώς να σ` αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;
…Κατέχω το κι` ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, αρχοντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει
κι ουδέ μπορείς ν` αντισταθής στα θέλουν οι γονιοί σου,
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι` αλλάσσει η όρεξη σου.
Μια χάρη αφέντρα σου ζητώ κ` εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
Την ώρα που αρραβωνιαστής, να βαραναστενάξης
κι όντε σα νύφη στολιστής, σαν παντρεμένη αλλάξης,
ν` αναδακρυώσης και να πης Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου ταξα ελησμόνησα, το θελες πλιο δεν έναι.
Η Αρετούσα καλεί τον Ερωτόκριτο κι` αρραβωνιάζονται κρυφά.
Βγάζει το δακτυλίδι της και του το δίνει με όρκους αιώνιας πίστης.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι` αναστεναμούς του Ρώκριτου το δίδει.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ: Να πάρε το και βάλε το εις το δεξί σου χέρι,
σημάδι πως ωστέ να ζω είσαι δικό μου ταίρι
να μη το βγάλεις από κει ώστε να ζης και να `σαι,
φόρειε το κι` όποια στο δωκε, κάμε να της θυμάσαι.
κι ο κύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου
και δε μ` αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξη μου,
φύλαξε την αγάπη μας κι` είσαι πάντα ως ήσου
και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Τούτο εδά ειν` ο γάμος μας και τούτο μάσε σώνει
κάθε καιρό ότι ετάξαμε τούτο το φανερώνει.
κι α δε θελήσει η μοίρα μας να σμιξωμεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθη να με βρη χαιράμενη στον Άδη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: Λέγει τση: Αφέντρα και κυρά, τσ` ώρες θωρώ σιμώνουν
και φαίνεται μου κι` ουρανός και τα` άστρη με πλακώνουν,
τα μέλη μου ψυχομαχούν η δύναμη μου εχάθη
και πλιότερα πικραίνομαι για τα δικά σου πάθη
( Ο κύρης σου) με βασιλιά του Βυζαντιού κατέχω
να κάμη γάμο κτάσσεται κι` εγνοιαν μεγάλην έχω,
εις τούτο πώς να πορευτής κι` ίντα ν` αποφασίσης
κι` ίντα λογής ν` αντρειευτείς τον κύρη να νικήσης;
Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσης,
ποια στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιαν οδό να πιάσης,
να μη σου πάρη τη ζωή μηδ` άντρα να σου δώση,
το να ή τ` άλλο ανέ γενή, θέλει με θανατώσει.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ: Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς κι` έγνοια καμιά μην έχης,
μη θες να με ξαναρωτάς το πράμα που κατέχεις,
εγώ στο νου μου το βαλα κείνο που θε να κάμω,
θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ` άλλο γάμο κάνω.
Ο Ερωτόκριτος φεύγοντας για την εξορία ζητά από τον Ήλιο και τα` Άστρα του Θεού να τιμωρήσουν τον άσπλαχνο βασιλιά.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: Ουρανέ ρίξε φωτιά, ο κόσμος ν` αναλάβη
κι όλοι ας λαβού κι ολοι ας καγού κι η Αρετή ας μη λάβη,
στην άδικη απόφαση που εδόθη εις εμένα,
ν` απαρνηθώ τον τόπο μου να πορπατώ στα ξένα.
Άστρη μην το βαστάξετε. Ήλιε σημάδι δείξε,
και σ` έτοιου αφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε
κι όλοι οι πλανήτες τ` ουρανού την όρεξη ας κινήσου
ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου,
ότι να μ` αναθυμηθή να βαριαναστενάξη,
σπουδαχτικά, όπου βρίσκομαι, να πέψη να με κράξη.
Ο βασιλιάς Ηράκλης αποφασίζει να παντρέψει την Αρετούσα με το διάδοχο του Βυζαντίου. Η κοπελιά αρνείται πεισματικά με επιχειρήματα της αγάπης και του έρωτα. Ο πατέρας της τη φυλακίζει. Πέρασε τρία χρόνια στη φυλακή μαζί με τη Νένα της Φροσύνη.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Οι τρεις χρονοί περάσασι κ` οι τέσσερεις εμπαίνα,
Η Αρετούσα φυλακή κι` ο Ρώκριτος στα ξένα.
Η Αθήνα απειλείται από τους Βλάχους του βασιλιά Βλαντίστρατου. Ο Βλαντίστρατος με τα στρατεύματα του πολιορκούν την πόλη απειλώντας να την καταστρέψουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Φέρνουν οι χρόνοι κι` οι καιροί που κατατάσσου ολίγα
κ` εις μάχη επιάστη ο βασιλιός με τση Βλαχιάς το Ρήγα,
…Ο βασιλέας τση Βλαχιάς δε στέκει ν` ανιμένη,
λαόν εμάζωξε πολύν και στην Αθήνα πιαίνει
…Ήκαψε δάση και χωριά κι ανθρώπους `χμαλωτίζει
κι ο πόλεμος ο φοβερός με σκοτωμούς αρχίζει.
Βλαντίστρατο τον λέγασι τούτο τον ξένο ρήγα,
πολλά τον επαινούσανε εκείνοι που τον σμίγαν.
Όλοι στην Αθήνα νιώθουν τον μεγάλο κίνδυνο, που γίνεται ακόμα πιο μεγάλος, αφού ο ατρόμητος μαχητής Ερωτόκριτος είναι εξόριστος.
Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο Ερωτόκριτος, και μόνο αυτός, θα μπορούσε να εμπνεύσει, να εμψυχώσει και να ενώσει τα στρατεύματα της Αθήνας ώστε να τα οδηγήσει σε σίγουρη νίκη.
Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να δράσει. Βάφει μαύρο το πρόσωπο του με μαγικό φίλτρο. Μπαίνει στη μάχη με ηρωισμό και αυτοθυσία. Σώζει το στράτευμα της Αθήνας αλλά και τον ίδιο τον βασιλιά Ηράκλη και οδηγεί με σιγουριά σε νικηφόρες μάχες.
Ο πόλεμος είναι σκληρός και ατέλειωτος αφού οι αντίπαλοι είναι πολύ δυνατοί και αποφασισμένοι για την νίκη.
Οι βασιλιάδες Ηράκλης και Βλαντίστρατος αποφασίζουν, βλέποντας ότι ο πόλεμος δεν τελειώνει και χάνονται τόσα παλληκάρια, ο τελικός νικητής του πολέμου να προκύψει από μια μονομαχία ανάμεσα στον Άριστο και τον μεταμορφωμένο Ερωτόκριτο.
Ο Ερωτόκριτος νικά και σκοτώνει τον Άριστο, αρχοντόπουλο των Βλάχων και ανηψιό του βασιλιά Βλαντίστρατου.
Οι εισβολείς Βλάχοι φεύγουν νικημένοι χάρις στην αυτοθυσία του Ερωτόκριτου που όμως έχει τραυματιστεί βαριά.
Ο Ερωτόκριτος γίνεται καλά, μετά από καιρό, και ο βασιλιάς Ηράκλης, που του οφείλει το βασίλειο του αλλά και τη ζωή του, προτείνει να του ζητήσει ότι θέλει. Ο «μαύρος» Ερωτόκριτος του ζητά να παντρευτεί την φυλακισμένη Αρετούσα.
Ο βασιλιάς Ηράκλης δέχεται να δώσει την Αρετούσα στον ατρόμητο μαύρο πολεμιστή που έσωσε την Αθήνα από την υποδούλωση στους Βλάχους. Κανείς δεν έχει καταλάβει ότι ο σωτήρας της Αθήνας είναι ο Ερωτόκριτος αφού με το μαγικό υγρό έχει μεταμορφωθεί και είναι αγνώριστος. Έτσι αγνώριστος πάει στη φυλακή και ζητά από την Αρετή να τον παντρευτεί, μια που έσωσε τη χώρα και τον πατέρα της.
Η Αρετούσα, με χαμηλωμένα μάτια, τον ευχαριστεί για τη σωτηρία της Αθήνας και του πατέρα της. Του λέει όμως, ότι δε δέχεται να τον στεφανωθεί, αφού η καρδιά της είναι δοσμένη στον Ερωτόκριτο.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ: Λέγει: Κερά κατέχεις το ίντα καμα για σένα;
Κι`όσοι κι αν ηρθαν να σε δουν σου τα `χουσι πωμένα.
Τον κύρη σου, την χώρα σου και τον λαό τον άλλο
εγλύτωσα κι` εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλο
κ` εις μια μπαμπακερή κλωστή εκρέμασα τη ζήση,
ογιά να κάμω τον οχτρό να μη σας σε νικήση
κι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα
κι από τον Άδη οι γιατροί κάτεχε μ` εναστέσα
και μη θαρρής για για πλερωμήν επάτησα στον Άδη
μα το για σε, οπου πεθυμώ να σμίξωμεν ομάδι
εις έσμιξη παντοτινή και ταίρι να σε κάμω
και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ` έτοιο γάμο.
Κι ως είσαι κι ως ευρίσκεσαι θέλω και πεθυμώ σε
Και σπλαχνικά αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Να βγης και συ από τα πηλά και την φλακήν ετούτη,
Να πας να βρεις τις αφεντιές και τα μεγάλα πλούτη,
Να ξημερώσει ( όμορφη) μέρα σιγανεμένη,
Να δου οι γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ: Σκόλασε, αφέντη, τα μιλείς, πάψε ν` αναθιβάνεις,
Γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνο τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλια γληγορύτερα με δίχως λάμψης χάρη
Και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
Θάλασσα δίχως τα νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
Παρά να πω ποτέ το ναι και παντρειά να κάμω.
Κ` εγώ θανάτους εκατό πλια `φκολα θέλω πάρει
Παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου αντρός γομάρι.
Η παντρειά μου ειν` η φλακή χειμώνα καλοκαίρι,
η σκοτεινάγρα ειν` άντρας μου, το βρώμον έχω ταίρι
Το παραθύρι τσι φλακής χώρα μου κι αφεντιά μου,
Τα βούρκα για παρηγοριά κ` οι αράχνες συντροφιά μου.
…Και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβούν και χίλιοι ανέ περάσου,
Πάντα `ναι σ` ένα, οι λογισμοί, δε στρέφνου μηδ` αλλάσσου.
Ο μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος τη δοκιμάζει λέγοντας της ότι ο αγαπημένος της Ερωτόκριτος έχει πεθάνει και για να την πείσει της δίνει το δακτυλίδι που η ίδια είχε δώσει στον Ερωτόκριτο για αρραβώνα. Η κοπελιά συγκλονίζεται και βγάζει μέγα θρήνο για τον αγαπημένο της.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ασπρίσανε τα χείλη της κ` η αναπνιά τση εχάθη
Και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
Ο μαύρος Ερωτόκριτος, που έχει πεισθεί πλέον για τα αισθήματα της Αρετούσας, χρησιμοποιώντας το μαγικό υγρό, γίνεται πάλι ο Ερωτόκριτος που όλοι γνωρίζουν και θαυμάζουν. Αμέσως τον αναγνωρίζει η Αρετούσα με άφατη ικανοποίηση.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ήρθεν η ώρα κι` ο καιρός κ` η μέρα ξημερώνει
Να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
Σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια εβγήκα εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα
Κι από τα` αγκάλες τα` ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Τα περιγιάλια ελάμπασι κ` η θάλασσα εκοιμάτο,
Γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ` εις τα νερά εγροικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,
Εγέλαν η ανατολή κ` η δύση καμαρώνει.
Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει
με λάμψη, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Έτσι, με χαρές και πανηγύρια, το πολύπαθο ζευγάρι στεφανώνεται. Ο Ερωτόκριτος γίνεται ο νέος βασιλιάς της Αθήνας την οποία κυβερνά με σύνεση και σοφία.
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει
κ` εκάθισε ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει
Με φρόνηση πορεύγεται, με γνώσην ορδινιάζει,
Πριχού `ρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει.
Όλοι τον αγαπήσασι κ` εις τα` όνομα του εμνέγα
Κι από τους πρώτους βασιλιούς πρώτο τον εδιαλέγα,
Και τω ρηγάδω οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
Κριτή τον είχαν και ποτέ τα `λεγε δεν εσφάλα.
Στο τέλος του έργου μας συστήνεται ο ποιητής.
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ είν` ο ποιητής και στη γενιά ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη,
Εκεί καμε και κόπιασε ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρο επαντρεύτηκε σαν ορμηνεύγει η φύση,
Το τέλος έχει να γενεί όπου ο Θεός ορίση.
*Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
**Αφιερωμένο στη Μνήμη των γιαγιάδων και παππούδων μου: Κατίγκω Φασουλάκη- Καζαμιάκη, Κωσταντή Καζαμιάκη, Ζουμπουλιά Ντακανάλε- Σαλούστρο, Γιαγκάκη Σαλούστρο που μου μετέδωσαν την αγάπη για τον Ερωτόκριτο.
*** Το άρθρο βασίστηκε στην ομιλία μου το 2019, στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
**** Το κείμενο του ποιήματος είναι από την έκδοση του 1985( Εκδόσεις Ερμής), επιμέλεια Στυλιανού Αλέξίου.