Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, στην περίπτωση της πόλης του Ηρακλείου, οι θέσεις του προγράμματος προσωρινής στέγασης αιτούντων ασύλου βασικού φορέα περιορίζονται στις 180, και παράλληλα η διαδικασία των παραπομπών από και προς το Υπουργείο, με στόχο την ένταξη επιπλέον αιτημάτων έχει διακοπεί τις τελευταίες εβδομάδες και δεν πρόκειται να επαναλειτουργήσει.
Σύμφωνα με τη Θάλασσα Αλληλεγγύης, δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα να ενταχθούν νέοι ωφελούμενοι στα στεγαστικά προγράμματα, παρά να υφίσταται η “στέγαση” μόνο στα camps.
«Η καθημερινή μας επαφή με τους μετακινούμενους πληθυσμούς, μας επιβεβαιώνει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δικαιώματα στην χώρα μας δεν έχουν καμία σημασία και βαρύτητα, ιδίως σε άτομα που προέρχονται από ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Για αυτούς τους πληθυσμούς το μέλλον τους είναι ένας συνεχής εγκλωβισμός, η άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, ο επανατραυματισμός τους και η ζωή σε μόνιμο αγώνα για την επιβίωση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και ο θάνατος», αναφέρει η Θάλασσα Αλληλεγγύης, αναφερόμενη παράλληλα και στη γενικότερη κοινωνική απάθεια και ξενοφοβική συμπεριφορά.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Οι μόνες ενημερώσεις που λαμβάνουμε το τελευταίο διάστημα, για την εξέλιξη του μεταναστευτικού/προσφυγικού ζητήματος στη χώρα, αφορά τακτικές βίαιων επαναπροωθήσεων στα θαλάσσια σύνορα, εγκατάλειψη και θάνατος στην περιοχή του Έβρου, απαξίωση και επικείμενο κλείσιμο των προγραμμάτων προσωρινής στέγασης, με μόνη επιλογή στη διαμονή αιτούντων ασύλου να είναι οι κλειστές δομές/κάμπ τόσο στα νησιά του Αιγαίου όσο και στην ενδοχώρα, ο εξαναγκασμός στην εργασιακή εκμετάλλευση με την αποτυχία των προγραμμάτων ένταξης, και ο συνεχής κίνδυνος της αστεγίας.
Τα παραπάνω δεν είναι έτσι απλά δημοσιογραφικές πληροφορίες. Η καθημερινή μας επαφή με τους μετακινούμενους πληθυσμούς, μας επιβεβαιώνει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δικαιώματα στην χώρα μας δεν έχουν καμία σημασία και βαρύτητα, ιδίως σε άτομα που προέρχονται από ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Για αυτούς τους πληθυσμούς το μέλλον τους είναι ένας συνεχής εγκλωβισμός, η άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, ο επανατραυματισμός τους και η ζωή σε μόνιμο αγώνα για την επιβίωση. Σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και ο θάνατος.
Το τρομακτικότερο δεν αφορά στις απαράδεκτες πολιτικές τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρώπης Ένωσης, αλλά η γενικότερη κοινωνική απάθεια και ξενοφοβική συμπεριφορά μέρους της κοινωνίας μας. Παρόλα αυτά ξεκάθαρη είναι πρωτίστως η ευθύνη του ελληνικού κράτους, που μέσα σε μια ασταθή περίοδο με αυξανόμενη ακρίβεια και δυσκολίας εύρεσης στέγης και εργασίας, αποφασίζει να σταματήσει την ελάχιστη υποστήριξη που παρεχόταν στις ευάλωτες αυτές πληθυσμιακές ομάδες.
Στην περίπτωση της πόλης του Ηρακλείου, οι θέσεις του προγράμματος προσωρινής στέγασης αιτούντων ασύλου βασικού φορέα περιορίζονται στις 180, και παράλληλα η διαδικασία των παραπομπών από και προς το Υπουργείο, με στόχο την ένταξη επιπλέον αιτημάτων έχει διακοπεί τις τελευταίες εβδομάδες και δεν πρόκειται να επαναλειτουργήσει. Δηλαδή δεν υφίσταται πλέον η δυνατότητα να ενταχθούν νέοι ωφελούμενοι στα στεγαστικά προγράμματα, παρά να υφίσταται η “στέγαση” μόνο στα camps. Αυτή η πολιτική που είχε ξεκινήσει εδώ και κάποιο καιρό και εντατικοποιήθηκε φέτος, θα έχει ως μόνιμο αποτέλεσμα την έλλειψη ένταξης των ανθρώπων στην κοινωνία στην πόλη μας και αλλού, την σοβαρή και ολοκληρωμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την εργασία, την περίθαλψη, την κοινωνικοποίηση.
Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι κύριος σκοπός είναι η συνέχιση της εξαθλίωσης της ζωής των προσφύγων στην χώρα για την αποτροπή της μετακίνησής του προς αυτήν και την Ευρώπη γενικά, στα πλαίσια σαφώς μιας συνολικής πολιτικής “προστασίας των Ευρωπαϊκών συνόρων”.
Η καταγγελία τέτοιων πολιτικών και η εναντίωση στην αδικία είναι μονόδρομος αλλά και ο καθημερινός μας αγώνας με τα ελάχιστα μέσα μας για την στήριξη όσων ατόμων έχουν ανάγκη στην επιβίωση, στην συμπερίληψη, στην κοινωνική ένταξη. Με την καθημερινή μας συμβίωση με τους πρόσφυγες/ μετανάστες και τις οικογένειες τους μας δείχνει ξεκάθαρα ότι μια κοινωνία ανοιχτή θα είναι η απάντηση σε αντικοινωνικές κρατικές πολιτικές, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάζουν τη ζωή όλων μας ντόπιων και μη, και το μέλλον των παιδιών μας».