Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης, Αντιναύαρχος ΠΝ εα *
Με την έναρξη της Ιταλικής επιθέσεως τα ελάχιστα πλοία του στόλου μας, 44 περίπου με τουλάχιστο τα μισά αξιόμαχα, έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις προσβολής εχθρικών στόχων στην Αδριατική, αποκοπής του ανεφοδιασμού του εχθρού από την Ιταλία στην Αλβανία, συνοδεία νηοπομπών που μετέφεραν εφόδια στις δικές μας μαχόμενες δυνάμεις και προστασία των ζωτικών λιμένων της χώρας.
Τα γηραιά μας πλοία και υποβρύχια, σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην Αδριατική και στο Ιόνιο και έγραψαν λαμπρές σελίδες δόξης. Όμως οι μεγάλες ώρες στη δράση του Στόλου μας, ξετυλίχτηκαν στις πολεμικές του αποστολές κυρίως στο Σαρωνικό και Αιγαίο και μετά κατά τη διάρκεια της κατοχής, στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στον Ινδικό ωκεανό.
Με την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα και το σφοδρό βομβαρδισμό του Πειραιά την 6/4/1941, όλα τα εν ενεργεία πλοία του στόλου μας είχαν αποπλεύσει από τον ναύσταθμο και άλλα ήταν αγκυροβολημένα κατά ομάδες σε γειτονικούς όρμους (Ελευσίνας-Μεγάρων, Αργολίδας) άλλα εκτελούσαν περιπολίες και άλλα συμμετείχαν στις συμμαχικές επιχειρήσεις και κυρίως σε επιχειρήσεις συνοδείας των συμμαχικών νηοπομπών.
Οι Γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις ήταν συχνές και σφοδρές ενώ μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα (27/4/41) είχαν γίνει συνολικά 55 αεροπορικές επιδρομές, δηλαδή 2-3 την ημέρα!
Ο στόλος μας από τις επιδρομές αυτές πλήρωσε βαρύ τίμημα και είχε τις παρακάτω απώλειες: το αντιτορπιλικό Ψαρά στο κόλπο Μεγάρων την ημέρα του Πάσχα στις 20/4, το Ναρκαλιευτικό Αλιάκμων την 21/4, το Αντιτορπιλικό Ύδρα και το Τορπιλοβόλο Θύελλα στις 22/4, τα Τορπιλοβόλα Κίος, Δωρίς και Αλκυνόη στις 23/4 και το Θωρηκτό Κιλκίς, το Αντιτορπιλικό Βασιλεύς Γεώργιος με το Τορπιλοβόλο Αίγλη και το Ναρκαλιευτικό Στρυμών στις 24/4.
Η συμφορά είναι απερίγραπτη και τα μέλη των πληρωμάτων τους πέθαναν ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα! Αιωνία τους η μνήμη!
Έως τις 22 Απριλίου 1941 είχαν απομείνει στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού μόνο τέσσερα μεγάλα πλοία του Στόλου (τα Όλγα, Ύδρα, Πάνθηρ και Ιέραξ) τα οποία την ημέρα παρέμεναν κοντά σε βραχονησίδες προσπαθώντας να κρυφτούν από τα μάτια των γερμανών πιλότων αφού δεν διέθετα ακόμη ραντάρ όλα τα γερμανικά αεροπλάνα ενώ την νύχτα ανεφοδιαζόταν με τα απαραίτητα καύσιμα και τρόφιμα στη Σκάλα των Μεγάρων .
Ένα από αυτά, το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ, είχε διαταχθεί να πλεύσει από τον την περιοχή του Ισθμού Κορίνθου όπου βρισκόταν, προς στις Φλέβες, για να συναντήσει στις 7μμ το γεμάτο με πυρομαχικά εμπορικό πλοίο ΜΑΡΙΜΕΣΚ. Το Ύδρα μαζί με το υποβρύχιο Παπανικολής θα συνόδευαν και θα προστάτευαν το εμπορικό προς τη Σούδα και στη συνέχεια θα πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια απ όπου θα συνέχιζαν τη πολεμική τους δράση.
Κατά τον πλου του, το αντιτορπιλικό υπέστη βομβαρδισμό από 70 περίπου αεροπλάνα Junkers 87 Stuka, με αποτέλεσμα να βυθιστεί δίπλα στις Λαγούσες ενώ στη διάρκεια της επιδρομής σκοτώθηκαν 42 από τα 156 μέλη του πληρώματος. Τέσσερις αξιωματικοί (ο κυβερνήτης Θ. Πεζόπουλος, ο ύπαρχος Λ. Βλαχάβας, ο ιατρός και ένας επιτελής), ένδεκα υπαξιωματικοί και είκοσι επτά ναύτες.
Σαν φόρο τιμής στους άνδρες του πολεμικού ναυτικού που έπεσαν υπέρ πατρίδος και για την επαναφορά της ιστορικής μας μνήμης, μεταφέρω αυτούσια την αφήγηση του Διοικητή της μοίρας αντιτορπιλικών Πλοιάρχου Γρηγορίου Μεζεβίρη, που επέβαινε από την 21 Απριλίου στο αντιτορπιλικό ‘Υδρα:
” Από το πρωί είχαμε αλλάξει θέση πολλές φορές, αλλά πουθενά δεν καταφέρναμε να μείνουμε αθέατοι. Ρώτησα τότε τον Κυβερνήτη της ΥΔΡΑΣ, Αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, αν είχε καμιά έμπνευση, μέχρι να έρθει η ώρα να πλεύσουμε προς το στίγμα συναντήσεως που είχε ορισθεί. Αυτός, με το φλέγμα που τον διέκρινε, μου απάντησε “κύριε Διοικητά, ότι είναι πεπρωμένο να συμβεί θα συμβεί. Προτείνω να πλεύσουμε με μικρή ταχύτητα προς τις Φλέβες”. Δέχτηκα τη γνώμη του, καθώς δεν εύρισκα άλλη λύση. Γύρω στις 17.30, ενώ πλέαμε βόρεια της Αίγινας δίπλα στη νησίδα Λαγόσα, εμφανίστηκε εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο. Προκειμένου να το παραπλανήσουμε διέταξα να λάβουμε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν εξαφανίστηκε, ξαναπήραμε την αρχική μας πορεία. Μετά από είκοσι περίπου λεφτά, εμφανίστηκε προς τον βορρά μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, εβδομήντα περίπου, που κατευθύνονταν νότια σε πορεία διασταύρωσης με το πλοίο μας σε απόσταση λίγων μιλίων. Όταν έφθασαν στο ύψος της ΥΔΡΑΣ, περίπου 35 από αυτά αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκαν προς αυτήν. Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθονταν με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως την γέφυρα. Τη στιγμή εκείνη ανέβηκε από την κάτω γέφυρα ο Κυβερνήτης του πλοίου, κατά την συνήθειά του ασκεπής, και κατέλαβε τη θέση του δίπλα στο πρωραίο παραπέτασμα της γέφυρας. Σχεδόν αμέσως τον είδα να γλιστράει και να κάθεται στο δάπεδο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, ένα ελαφρύ μειδίαμα διακρίνονταν στα χείλη του και σε όλο το πρόσωπό του ήταν διάχυτη η γαλήνη του ανθρώπου που μέχρι τη τελευταία στιγμή εκπλήρωσε το καθήκον του. Δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι ο Αντιπλοίαρχος Θ.Πεζόπουλος, ο γενναίος αυτός στρατιώτης και πολύτιμος σύντροφος είχε, πρώτος πληρώσει τον φόρο αίματος πάνω στο πλοίο του. Μια σφαίρα πολυβόλου τον είχε πλήξει καίρια στο κεφάλι.
Οι βόμβες έπεφταν βροχή γύρω από το πλοίο και πίδακες νερού το σκέπαζαν, μέχρι την πάνω γέφυρα. Οι ομοχειρίες των δυο α/α πολυβόλων σχεδόν αμέσως βγήκαν εκτός μάχης, ενώ το τρίτο έπαθε εμπλοκή. Μέσα σε λίγα λεπτά από την αρχή της επίθεσης, μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν. Οι μηχανές του πλοίου ανέπτυξαν αρχικά ταχύτητα 30 μιλίων, μετά από λίγο όμως η μια μηχανή κράτησε και στη συνέχεια και η άλλη. Το πλοίο, άοπλο και ακινητοποιημένο, παρέμεινε στη διάθεση του εχθρού. Καταδιωκτικά αεροπλάνα δεν εμφανίζονταν από πουθενά, αν και ο ασύρματος της Αθήνας μας είχε πληροφορήσει λίγο πριν την επίθεση ότι δυο καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα! Καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στο σκάφος, πολλές όμως έπεσαν πολύ κοντά και προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα ύφαλα. Το πλοίο έβαζε νερά από παντού και το βύθισμα μεγάλωνε ταχύτατα, ιδίως στη πρύμνη. Πολλά ελάσματα του καταστρώματος είχαν πάρει κυματοειδή μορφή. Το κατάστρωμα, τα δάπεδα των πυροβόλων και των γεφυρών είχαν στρωθεί με νεκρούς και βαριά τραυματισμένους που είχαν πληγεί από τους πολυβολισμούς και ιδιαίτερα από τα θραύσματα των βομβών που έπεφταν κοντά στο πλοίο. Ο ύπαρχος, Πλωτάρχης Βλαχάβας, είχε φρικτά ακρωτηριαστεί και ανάλογη ήταν η τύχη του Υποπλοίαρχου Αρλιώτη και του Ιατρού Μανιαρέζη. Ο ίδιος είχα τραυματιστεί από θραύσματα. Τα αεροσκάφη, όταν πείστηκαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, σταμάτησαν τις επιθέσεις και για κάποιο διάστημα πετούσαν πάνω από το πλοίο.
Όταν διαπίστωσα ότι καμιά ελπίδα διάσωσης του πλοίου υπήρχε, διέταξα τον αρχιεπιστολέα μου Υποπλοίαρχο Νεόφυτο, τον αρχαιότερο από τους επιζώντες, να γίνει εγκατάλειψη του πλοίου. Οι λέμβοι είχαν καταστραφεί, εκτός από μια μικρή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβιβασθούν οι ακρωτηριασμένοι. Οι υπόλοιποι κολυμπήσαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι τη νησίδα Λαγόσα. Οι αξιωματικοί του πλοίου επιστάτησαν ώστε οι βαριά τραυματισμένοι να φορέσουν τα σωσίβια και να πέσουν στη θάλασσα. Η διάβαση του καταστρώματος ήταν δύσκολη καθώς σε κάθε βήμα διασκελίζαμε ακρωτηριασμένα πτώματα. Μερικοί άνδρες παράμεναν στη πρύμνη, παρόλο ότι το κατάστρωμα βρισκόταν ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί ίσως δεν είχαν αντιληφθεί τη διαταγή που είχε δοθεί και δίσταζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τους διέταξα να πέσουν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέβηκα από τη δεξιά κλίμακα που το πιο πάνω σκαλί της είχε φθάσει στην επιφάνεια της θάλασσας. Πριν από μόλις τριάντα ώρες είχα ανέβει την ίδια κλίμακα για ν’ αναλάβω τη διοίκηση στην νέα αρχηγίδα μου.
Λίγα λεπτά αφού και ο τελευταίος από τους επιζώντες είχε εγκαταλείψει το πλοίο, η πρύμνη του βυθίστηκε, πήρε κατακόρυφο κλίση και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό, παρασύροντας στον υγρό τάφο του και τους ηρωικούς νεκρούς. Από την αρχή της επίθεσης μέχρι τη βύθιση είχαν περάσει μόνο 14 λεπτά της ώρας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα που επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα, “ΖΗΤΩ Η ΥΔΡΑ”.
Όπως ανέφερε ο Ναυτικός Διοικητής Μήλου, ένας Γερμανός αεροπόρος από εκείνους που έλαβαν μέρος στην επίθεση του είπε κατά τη κατάληψη της νήσου, ότι του είχε κάνει εντύπωση η ηρωική στάση του πληρώματος της ΥΔΡΑΣ που κουνούσαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν τη στιγμή που το πλοίο βομβαρδιζόταν και βυθίζονταν.
Παραμείναμε στη μικρή βραχώδη νήσο Λαγόσα περίπου μια ώρα περιμένοντας την αποστολή βοήθειας. Κατά το διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθώ ακόμα καλύτερα τα ψυχικά προσόντα των ανδρών. Κατά την διάρκεια της επιθέσεως είχα ήδη εκτιμήσει την εξαιρετική τους διαγωγή και την απόλυτη ψυχραιμία τους. Γύρω μου, βρίσκονταν κατάκοιτοι πολλοί βαριά τραυματισμένοι και που και που ακούγονταν κραυγές πόνου που ήταν δύσκολο να συγκρατηθούν. Από κανενός όμως τα χείλη δεν ξέφυγε η ελάχιστη φωνή παραπόνου. Εκείνοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, ζητούσαν με αγωνία πληροφορίες για τον Κυβερνήτη τους, που κυριολεκτικά λάτρευαν και αποκαλούσαν “ο Θοδωράκης μας”. Ένας ναύτης με κομμένο το πόδι που ήταν ξαπλωμένος κοντά μου συνεχώς μ ε ρωτούσε “πώς αισθάνεσαι, κύριε Διοικητά”;
Την καταβύθιση της ΥΔΡΑΣ παρακολούθησαν πολλοί από την Αθήνα, την Σαλαμίνα και την Αίγινα και πολλά πλωτά μέσα έφθασαν για να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία της Αίγινας και της Αθήνας.
Την ίδια νύχτα απέπλευσαν για τη Σούδα το α/τ “ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ”, μεταφέροντας μέλη της Κυβερνήσεως, το α/τ “ΙΕΡΑΞ” και το α/τ “ΠΑΝΘΗΡ”. Το υ/β “ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ” δεν συνάντησε το α/τ “ΥΔΡΑ” στις Φλέβες και συνέχισε τον πλου του, όπως και το “ΜΑΡΙΜΕΣΚ” που έφθασε αίσια στη Σούδα. Αυτά ήταν και τα τελευταία πολεμικά πλοία που εγκατέλειψαν τα νερά του Σαρωνικού για να συνεχίσουν τον αγώνα και έξω από τα σύνορα της Ελλάδος.
Από το νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, όπου νοσηλευόμουνα, άκουσα μέσα στην ηρεμία της νύχτας της 26ης Απριλίου 1941 την διέλευση των μηχανοκίνητων φαλαγγών του εχθρού.
Το πρωί της επομένης ημέρας η σημαία του κατακτητή κυμάτιζε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης”
Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του πολεμικού συμβάντος, έγινε την ημέρα της θλιβερής επετείου μια λαμπρή τελετή στην Αίγινα κατά την οποία οι αρχές κατέθεσαν στέφανα και έγινε ακριβώς πάνω από το ναυάγιο μια επιμνημόσυνος δέηση.