Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης
Το νέο, τ’ απίστευτο νέο, έπεσε σαν βόμβα στη μικρή τότε Ελλάδα. Στην αρχή κανείς δεν το πίστεψε, κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Τόσο απίστευτο φαινόταν. Πολλοί το θεώρησαν σαν ένα κακόγουστο, χονδροειδές αστείο. Όμως δεν ήταν αστείο. Ήταν πέρα για πέρα αληθινό.
Η απίστευτη είδηση με ταχύτητα αστραπής διεδόθη παντού. Ένοχος εσχάτης προδοσίας ο Γερο – Κολοκοτρώνης. Προβλεπόμενη ποινή: ο διά αγχόνης θάνατος.
Σείστηκε η γη. Σκοτείνιασε ο ήλιος. Έκρυψαν οι Έλληνες τα πρόσωπά τους από ντροπή.
– Ανάθεμά σας σκυλιά, βρυχήθηκε ένας γέρο αγωνιστής. Ανάθεμά σας δολοφόνοι.
– Καταραμένοι Μπαμπαροί βροντοφώναξε ένας παπάς και κατακτύπησε τις καμπάνες. Εσείς περάσατε και τους Τούρκους ακόμη.
Τον έπιασαν τον Γέρο. Τον έκλεισαν σ’ ένα υπογειο, ανήλιο, μπουντρούμι. Μαζί του και ο αιθέρας της Κλεφτουριάς. Ο Πλαπούτας, ο Κίτσος Τζαβέλας και άλλοι θρυλικοί αγωνιστές.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου 1834.
Η συγκρότηση του δικαστηρίου ήταν πενταμελής. Πέντε άτομα που θεωρήθηκαν φανατικοί εχθροί του Κολοκοτρώνη. Ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, ο Σχινάς το ανθρωπάριο, και εισαγγελέας του Δικαστηρίου ο απαίσιος ανθέλληνας και μισέλληνας Σκωτσέζος Μάσον φρόντισε με ιδιαίτερη προσοχή για την σύνθεση του Δικαστηρίου. Φρόντισε να καταδικαστεί αμέσως ο Κολοκοτρώνης – άλλωστε ο Δήμιος ακόνιζε, δοκίμαζε τα απαίσια σύνεργά του. Πρόεδρος: Πολυζωίδης. Μέλη: Τσερτσέτης, Σούτσος, Φραγκούλης, Βούλγαρης. Εισαγγελέας: Ο ορκισμένος εχθρός του Γέρου, ο απαίσιος Μάσον.
Από την πρώτη στιγμή της δίκης αποκαλύπτεται ο αισχρός ρόλος των ξένων, που χωρίς ντοκουμέντα, αλλά με πληρωμένους ψευδομάρτυρες, πέφτουν συνέχεια σε αντιφάσεις, και προσπαθούν να πείσουν το δικαστήριο για την ενοχή του Γέρου. Από την πρώτη στιγμή της δίκης αρχίζει η αντίθεση ανάμεσα στον πρόεδρο Πολυζωίδη και στον τρομερό δημόσιο κατήγορο Μάσον. Ο Μάσον κραυγάζει, απειλεί άκουσον! Άκουσον! Επιμένω στην κατηγορία και με τα νύχια και με τα δόντια θα την υποστηρίξω. Θάνατος! Κρεμάλα!
Στη συνέχεια το δικαστήριο αποσύρεται σε σύσκεψη. Ο εισαγγελέας Μάσον πιέζει τους Δικαστές να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Οι Σούτσος, Φραγκούλης και Βούλγαρης σπεύδουν αμέσως χωρίς να διστάσουν και υπογράφουν. Ο πρόεδρος όμως Πολυζωίδης και ο Δικαστής Τερτσέτης αρνούνται να γίνουν συνεργοί ενός τέτοιοι στυγερού και αποτρόπαιου εγκλήματος.
Έξαλλος ο Τερτσέτης τους φωνάζει «Ντροπή Κύριοι! Ντροπή! Με τέτοια χαλκευμένα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε δύο γάτοι δεν καταδικάζονται σε θάνατο»
Καλείται σε ενίσχυση ο Υπουργός Δικαιοσύνης Σχινάς. Έφριξε το ανθρωπάριο. Πως τολμούν ψέλλισε και έτρεξε ν’ ανακοινώσει την ανυπακοή των δύο δικαστών στο αφεντικό του τον Μάουερ, καθώς επίσης και στον Μεγάλο Αρμανσμπεργκ και στον Άιντεκ.
Φρίξανε όλοι, ιδίως ο Μάουερ παραλίγο να πάθει αποπληξία. Τολμούν να παραβαίνουν τις εντολές μου, ούρλιαξε.
Προστάζει τον Σχινά να μεταχειριστεί ακόμα και βία.
Ενθουσιάζεται ο Σχινάς. Παίρνει και αρκετούς χωροφύλακες μαζί του….
– Υπογράψτε! Διατάζει ο Υπουργός τους δύο δικαστικούς.
Πολυζωίδης: Προτιμώ να μου κόψετε τα χέρια. Δεν υπογράφω!
– Στρέφεται ο Σχινάς στον Τερτσέτη «Εσείς τουλάχιστον θα υπογράψεται. Ναι ή όχι
– Όχι
Ο Σούτσος, ο Φραγκούλης και ο Βούλγαρης όπως είπαμε πρόθυμα υπογράφουν. Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης μένουν ακίνητοι. Αυτοί δεν υπογράφουν.
Πίαστε τους και φέρτε τους διά της βίας να υπογράψουν κραυγάζει έξαλλος ο Σχινάς.
Τρέχουν οι κλητήρες, οι χωροφύλακες να πιάσουν τους δύο επαναστάτες δικαστές οι οποίοι δεν είναι εύκολη λεία, αντιστέκονται, αμύνονται, οχυρώνονται πίσω από τραπέζια, ανταποδίδουν τα χτυπήματα, αρπούν τις καρέκλες και τις εκσφενδονίζουν στους διώχτες τους αλλά στο τέλος κάμπτονται. Οι χωροφύλακες πιάνουν πρώτο τον Πολυζωίδη, το οριζοντιώνουν τον πάνε στην έδρα, του πιάνουν το χέρι και βάζουν μια υπογραφή καρικατούρα. Τα ίδια κάνουν και με τον Τερτσέτη.
Όπως λέει ο ιστορικός της εποχής η ηρωική στάση των δύο δικαστών «στόμωσε το λεπίδι του δημίου», και η καθολική διαμαρτυρία του αποφασισμένου για όλα Ελληνικού λαού απέτρεψε το ανοσιούργημα.
Δαρμένοι, γδαρμένοι, αποκαμωμένοι, κατασκοτωμένοι, καταματωμένοι στηριζόμενοι από τοίχο σε τοίχο, τρικλίζοντας από τα φιλοδωρήματα του Μάσον, του Σχινά και των λεγεωναρίων τους – έχει πια σκοτεινιάσει, φτάνουν οι δύο πανάξιοι λειτουργεί της Θέμιδος, στην κλειστή πόρτα του Δικαστηρίου. Με μεγάλο κόπο την ανοίγουν και σιωπηλοί προχωρούν στον έρημο κατασκότεινο δρόμο.
Ξαφνικά ο δρόμος γεμίζει από κόσμο. Που βρέθηκε αυτός ο κόσμος; Νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, αγωνιστές με λαβωματιές στα κορμιά τους φράζουν το δρόμο. Γονατίζουν μπροστά τους, ένας ένας πλησιάζει τους αγκαλιάζει τους φιλά τους καταφιλά και φεύγει.
Οι δύο ήρωες, τα δύο διαμάντια αυτά της Ελληνικής Δικαιοσύνης στέκουν ασάλευτοι μη μπορώντας να πιστέψουν σ’ αυτά που βλέπουν.
Τελευταίος πλησιάζει ο σαρανταπληγιασμένος Νικήτας. Ο ανίκητος, ο ατίμητος Νικήτας. Τους φιλά κι αυτός, τους αγκαλιάζει, τους κοιτάζει βαθιά στα μάτια. «Απόψε μου κλέψατε τη Δόξα στα Δερβενάκια» τους λέει και κλαίει.
Δεν μπορούσαν να χωνέψουν το ντρόπιασμά τους οι ξένοι. Δεν μπορούσαν να ανεχθούν τέτοιο πρωτάκουστο ρεζιλίκι. Όλα κανονισμένα, όλα ρυθμισμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και να βρεθούν αυτοί οι δύο ηλίθιοι δικαστές και να τους χαλάσουν τα σχέδια. Έπρεπε να τιμωρηθούν.
Δεν τους το συγχώρησαν λοιπόν και στις 24 Σεπτεμβρίου 1834 στο ίδιο πάλι δικαστήριο. Κατηγορούμενοι οι δύο λεβέντες δικαστές: Πολυζωίδης και Τερτσέτης.
Κατήγορος: Ποιος άλλος ο Μάσον το μπαμπαρέζικο σκυλί.
Κατηγορία: Άρνηση υπηρεσίας. Οι καιροί όμως έχουν αλλάξει. Ανάβει ο Τερτσέτης: «Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς τις την γη της γεννήσεώς μας;»
Αλήθεια ποιος ήταν ο Μάσον;
Όρθιο το ακροατήριο χειροκροτεί και επευφημεί τους κατηγορουμένους.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Σωμάκης το όνομά του, διαβάζει την αθωωτική απόφαση
Ενώ ο πολύς Μάσον βγήκε κατακίτρινος από το δικαστήριο.
Η δικαιοσύνη, η Ελληνική δικαιοσύνη εθριάμβευσε για δεύτερη φορά.