Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης, Λογοτέχνης
Ο Όθωνας, ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου κατόπιν υποδείξεως των τριών προστάτιδων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και με βάση το πρωτόκολλο που υπόγραψαν στις 13 Φεβρουαρίου 1832 στο Λονδίνο εξελέγη βασιλιάς της Ελλάδας. Συνοδευόμενος από βαυαρικά στρατεύματα κατοχής και από τριμελούς αντιβασιλείας που θα τον αντικαθιστούσε στο βασιλικά του καθήκοντα μέχρι να ενηλικιωθεί – ήταν ήδη 18 ετών – έφτασε στο Ναύπλιο στις 18 Ιανουαρίου 1833, μέσα σε αποθεωτικές εκδηλώσεις τόσο των αγωνιστών του ’21 όσο και του συγκεντρωμένου πλήθους.
Οι Έλληνες έβλεπαν στο πρόσωπο του Όθωνα τον Σωτήρα. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα διαψεύσθηκαν. Η πρώτη ενέργεια της αντιβασιλείας ήταν όχι μόνο να διαλύσει αλλά και να καταδιώξει το στρατό του εικοσιένα που μετά από οκτάχρονο εξουθενωτικό αγώνα, και αφού έχασε τα πάντα, ελευθέρωσε την πατρίδα. Στη συνέχεια η θλιβερή αντιβασιλεία κατεδίωξε τους επώνυμους καπεταναίους, τα πρωτοκλασσάτα δηλαδή ονόματα που ηγήθηκαν του ιερού αγώνα, με αποκορύφωμα τη δίκη των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και την καταδίκη τους σε θάνατο. Η σθεναρή όμως στάση των δικαστών Πολυζωίδη, Τερτσέτη στόμωσε το λεπίδι του δημίου.
Για τη διατήρηση εξάλλου των στρατευμάτων κατοχής – των Πραιτωριανών – ξοδεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος από τα δάνεια που πήρε το νεοσύστατο κράτος από τις τρεις προστάτιδες δυνάμεις. Και οι αγωνιστές τίποτα. Για να ζήσουν κατάντησαν νεροκουβαλητές, ζητιάνοι και ληστές.
Όταν στις 2 Ιουνίου 1835 ο Όθωνας ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τα βασιλικά του καθήκοντα οι Έλληνες αναθάρρησαν γιατί νόμισαν πως η κατάσταση θα άλλαζε από την αφόρητη ξενοκρατία που επικρατούσε στα χρόνια της μισητής αντιβασιλείας. Οι ελπίδες τους όμως δεν άργησαν να αποδειχθούν μάταιες. Τίποτα δεν άλλαξε. Ο Όθωνας ως ελέω θεού μονάρχης κυβερνούσε απολυταρχικά τον τόπο.
Ο Μακρυγιάννης τότε, ο θρυλικός αυτός σαρανταπληγιασμένος ήρωας του ’21, που οι πληγές που δέχτηκε από τα σπαθιά των Τούρκων κατά το Γενικό Πανεθνικό ξεσηκωμό ακόμα αιμορραγούσαν΄ Ο Μακρυγιάννης ο απροσκύνητος αυτός αγωνιστής που σε κάθε ευκαιρία τάβαζε τόσο με το βασιλιά, όσο και με τους βαυαρούς λέγοντάς τους πως οι Έλληνες πρέπει να κυβερνηθούν όχι με φοβέρες αλλά με δικαιοσύνη, σκέφτηκε αφού η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, πως ο μόνος τρόπος που απόμενε ήταν να διεκδικήσουν δυναμικά οι Έλληνες τα δικαιώματά τους.
Άρχισε λοιπόν ο ακατάβλητος αγωνιστής να συνομιλεί με τους άλλους αγωνιστές, να τους θυμίζει τα δοξασμένα χρόνια, τον σκοπό για τον οποίο πολεμήσανε την τωρινή κατάσταση, και να καταλήγει πως έπρεπε να οργανωθούν για να επιδιώξουν κάποια αλλαγή. Τους καλούσε δε στο σπίτι του για να συζητήσουν. Οι αγωνιστές αναστέναζαν, δάκρυζαν και ακολουθούσαν πρόθυμα τον Μακρυγιάννη στο σπίτι του. Τότε κατέβασε τις άγιες εικόνες, τους όρκιζε στο όνομα της Αγίας Τριάδας και τους έλεγε: «Πατριώτες, χρειάζεται να γίνει εθνική συνέλευση για να δέσουμε τον βασιλιά με νόμους. Και γι’ αυτό, καθώς σας κατήχησα εγώ, να κατηχάτε εσείς άλλους».
Και τους έβαζε να υπογράφουν τον όρκο. Ο όρκος βρέθηκε στο γραφείο του με περισσότερες από διακόσιες υπογραφές. Αυτά όλα γινόντουσαν πριν από το 1840. Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης, ο αγνός και τίμιος αυτός αγωνιστής, που για να απαλλαγεί η Ελλάδα από την Οθωμανική τυραννίδα τάδωσε όλα, έτσι και τώρα για να απαλλαγεί η Πατρίδα από την Οθωνική τυραννίδα και καμαρίλα και να αποκτήσει Σύνταγμα, τάδωσε όλα.
Ότι και να πει κανείς για τον ήρωα αυτόν αγωνιστή είναι λίγο.
Το σπίτι του που βρισκόταν στη συνοικία που έχει το όνομά του ήταν το επαναστατικό κέντρο των αγωνιστών. Ήταν το κέντρο της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά και της παλατιανής του καμαρίλας.
Ο Μακρυγιάννης ενήργησε με θάρρος και αποφασιστικότητα, σωστά, συνετά και με μεθοδικότητα προκειμένου να μυήσει όσο το δυνατό περισσότερους, πρόθυμους να βοηθήσουν την όποια εξέγερση, για να αποκτήσει Σύνταγμα η Ελλάδα.
Ας παρακολουθήσουμε τον απαράμιλλο Μακρυγιάννη σε μια του προσπάθεια.
Ο μυηένος στο αντιμοναρχικό κίνημα ξακουστός καπετάνιος του ’21 Θοδωράκης Γρίβας, έφυγε από την Αθήνα για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Ξερόμερο να οργανώσει κι εκεί την εξέγερση. Στην Ακαρνανία όμως ο αρχηγός του μεταβατικού Μήτρος Δεληγιώργος ο οποίος διέθετε σημαντικές δυνάμεις Χωροφυλακής, από πληροφοριοδότες έμαθε όσα έλεγε, κι όσα προσπαθούσε να προετοιμάσει ο Γρίβας. Χωρίς να χάσει καιρό λοιπόν ξεκινά κι έρχεται στην Αθήνα, να ενημερώσει την Κυβέρνηση, να προλάβει την εξέγερση.
…Και ο Μακρυγιάννης διηγείται: Ας τον απολαύσουμε!
«Τότε αυτό μαθαίνοντας εμείς νεκρώσαμεν όλοι, όχι χαθήκαμεν. Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! Τον ανταμώνω εις το παζάρι… Ήταν κανά δύο ώρες να νυχτώσει΄ του είπα να πάμεν εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου λέγει: – Δεν έρχομαι, ότι θα πάγω να παρουσιαστώ πρώτα – Εγώ αυτό δεν ήθελα. Τέλος τον εβίασα και τον πήρα και ήρθε και φάγαμεν… Ως τα μεσάνυχτα κοντά άρχισε να τον ρωτάγω δια χαμπέρια από ‘κει οπούταν. Μου λέγει αυτά όπου σημείωσα΄ και θα τα ειπεί όπου ανήκει ότι κιντυνεύομεν. Λήθηκαν τα κόκκαλά μου όλα. Γεμίζω δύο κούπες κρασί, του λέγω:
– Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν δια την Πατρίδα παράγορα κι άφησαν χήρες και γυναίκες κι ορφανά παιδιά.
Οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες στατικώς τους πατούνε την τιμή τους. Όσοι αγωνισταί μείναν οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέροντας την δυστυχία πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει, και γεμάτες οι φυλακές του κράτους. Πιε, του λέγω, είναι δια την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκείνων οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της Πατρίδος.
Δια τους αγωνιστάς και χήρες κι ορφανά και δια εκείνους που θυσίασαν το ιδικότους εις τον αγώνα της πατρίδος, δεν έχει ψωμί η πατρίδα, δι’ αυτούς όλους είναι φτωχή, και δια τον Αρμασμπέρη έχει, οπούρθε ψωργιασμένος κόντης, κι έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα, κι αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον, και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανοήτους Έλληνες. Που είναι οι καλύτερες γες, που είναι τα εργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, που είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα;
Ποιους θα υποστηρίξεις εδώ οπούρθες, και ποιους θα προδώσεις;
Που το τσάκισες αυτό το χέρι;
– Στο Μεσολόγγι, μου λέγει.
– Που το τζάκισα εγώ αυτό;
– Στους Μύλους του Αναπλιού
– Διατί τα τζακίσαμεν;
– Δια την λευτεριά της πατρίδος.
– Που είναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου»
Πάνε στο δωμάτιο που ήτανε τα εικονίσματα και τον ορκίζει.
Του διαβάζει το κείμενο του όρκου «και τον υπόγραψε ο αγαθός και γεναίγος πατριώτης». Ο Αξιωματικός της Χωροφυλακής Μήτρος Δεληγιώργης, όχι μονάχα δεν ενημέρωσε την Κυβέρνηση για το κίνημα που ετοιμαζόταν, αλλά γύρισε στην Ακαρνανία «και από τότε μας βοήθησε περισσότερο από κάθε άλλον», γράφει ο Μακρυγιάννης.
Η αντιμοναρχική συνωμοσία ενισχύθηκε σημαντικά με την συμμετοχή των αρχηγών των δύο από τα τρία μεγάλα κόμματα. Του αγγλόφιλου και του Ρωσόφιλου. Τώρα το πως και γιατί οι αρχηγοί των δύο αυτών κομμάτων δέχτηκαν να αναμειχθούν σε μια συνωμοσία που είχε σκοπό να ανατρέψει το απολυταρχικό καθεστώς του Όθωνα αποτελεί θέμα ενός άλλου ιστορικού σημειώματος. Το μόνο κόμμα που δεν έλαβε μέρος στο κίνημα ήταν το γαλλόφιλο του αυλόδουλου Κωλέττη.
Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός του Αγγλόφιλου κόμματος ήσαν ο Μαυροκορδάτος και ο Λούτος. Και τους δύο εμύησε στο κίνημα ο Μακρυγιάννης. Και οι δύο υποσχέθηκαν πλήρη υποστήριξη και τήρησαν την υπόσχεσή τους.
Το 1842 ακολουθεί η μύηση του Ανδρέα Μεταξά, αρχηγού του Ρωσόφιλου κόμματος, που κι αυτός υποστήριξε με θέρμη το κίνημα.
Σιγά – σιγά το κίνημα θέριευε. Τρανά ονόματα του ΄21 πύκνωσαν τις τάξεις του. Όπως ο Καννάρης που ήταν διοικητής του ναύσταθμου στον Πόρο, ο Νότης Μπότσαρης, ο Κριεζώτης στη Χαλκίδα, ο Θεοδωράκης Γρίβας στη Δυτική Ελλάδα, ο Σισσίνης, ο Καλλέργης και πολλοί άλλοι.
Οι αρχηγοί του κινήματος γρήγορα αντελήφθησαν ότι έπρεπε να βρούνε γερά στηρίγματα στο στρατό, διότι χωρίς την ενεργό υποστήριξή του, ήταν αδύνατο να επιτύχουν το σκοπό τους.
Ο στρατός άλλωστε ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντιμετωπίσει και στην ανάγκη να συντρίψει την πανίσχυρη χωροφυλακή που έμενε πιστή στην «ελέω θεού» βασιλεία του Όθωνα. Έπρεπε να προσέξουν πολύ διότι και η απλή ανακοίνωση σ’ αυτούς του μυστικού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Τέλος το τόλμησαν. Πλησίασαν τον διοικητή του 2ου τάγματος πεζικού ΣκαρβέληΝικ και τον διοικητή της μοίρας πυροβολικού Σχινά Ελ. Και οι δύο όμως ήσαν επιφυλακτικοί. Δεν επιθυμούσαν εξέγερση του στρατού. Συνέστησαν να περιοριστούν σε κάποιο διάβημα στο παλάτι.
Έπειτα από αλλεπάλληλες συσκέψεις οι κινηματίες αποφάσισαν να αποταθούν στον ριψοκίνδυνο και γενναίο συνταγματάρχη του ιππικού Καλλέργη Δημήτριο. Ναι, ένας τέτοιος αξιωματικός θα μπορούσε να ηγηθεί του κινήματος του στρατού. Η μόνη δυσκολία ήταν ότι ο Καλλέργης υπηρετούσε στο Άργος. Γρήγορα όμως ξεπεράστηκε αυτή η δυσκολία γιατί με συντονισμένες ενέργειες κατόρθωσαν να μετατεθεί στην Αθήνα και να του ανατεθεί η διοίκηση του ιππικού της φρουράς των Αθηνών.
Και ο Μακρυγιάννης γράφει:
«Μιαν ημέρα, τον Αύγουστο μήνα 1843, αντάμωσα τον Καλλέργη στο παζάρι, του λέγω: «Καημένε Καλλέργη, σε τόσους αγώνες της πατρίδας κιντυνέψαμεν και είμαστε ως αδελφοί΄ Τώρα ούτε με γνωρίζεις, ούτε σε γνωρίζω. Επιθυμούσα ν’ ανταμωθούμεν μιαν ημέρα».
Μου λέγει: «-Το δείλι έρχομαι εις το σπίτι σου κι ανταμωνόμαστε». Πάει πράγματι το δείλι ο Καλλέργης στο σπίτι του Μακρυγιάννη και «μπήκανε εις ομιλία» για τα δεινά της πατρίδας. Συμφώνησαν πως δεν υπήρχε άλλη λύση, παρά μία δυναμική ενέργεια στρατού και λαού. Την άλλη μέρα ξαναντάμωσαν και πάνε στη Σχολή Ευελπίδων και βρίσκουν τον διοικητή της Σπυρομήλιο. Τον έπεισαν κι αυτόν, «τον καλόν πατριώτη» και μπαίνουν τότε και οι τρεις τους σε μια Εκκλησία, ορκίζονται, και την άλλη μέρα, επισκέπτονται τον αρχηγό του Ρωσόφιλου κόμματος Ανδρέα Μεταξά, και συζήτησαν μ’ αυτόν πώς έπρεπε να ενεργήσουν για να επιτύχει το κίνημα.
Αργότερα, βέβαια, ο Καλλέργης με γράμμα του που έστειλε και δημοσίευσε η εφημερίδα «Αιών», στις 6 Μαΐου 1844, αμφισβήτησε πως πρώτος τον μύησε ο Μακρυγιάννης στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. «Ήμυν μεμυημένος από άνδρας σημαντικούς» γράφει ο Καλλέργης που ήταν ένα από τα εξέχοντα στελέχη του Ρωσόφιλου κόμματος και δεν αποκλείεται να του αποκάλυψε το αντιμοναρχικό κίνημα είτε ο Ανδρέας Μεταξάς είτε ο πρεσβευτής της Ρωσίας Κατακάζης. Ο Μακρυγιάννης πάντως πίστευε πως πρώτος αυτός τον εμύησε.
Η σύμπραξη στρατού και λαού είναι πια γεγονός.
Η κατακραυγή του λαού κατά της «ελέω θεού» μοναρχίας του Όθωνα είναι πάνδημη. Παντού, στους δρόμους, στα σπίτια, στα καφενεία, στα πάρκα, φανερά πια συζητούν πως δεν υποφέρεται ο ξενικός βασιλικός ζυγός. Μια λέξη βρίσκεται στα χείλη όλων. Σύνταγμα! Λαός, αγωνιστές του ’21, στρατός, κόμματα, όλοι βρίσκονται σε θαυμαστή ενότητα. Παλιοί εχθροί συμφιλιώνονται και συνεργάζονται για να κερδίσει το έθνος τις συνταγματικές ελευθερίες του.
Το κίνημα όχι μονάχα ανδρώθηκε αλλά πήρε και παλλαϊκή μορφή. Δεν απόμενε παρά να δοθεί το σύνθημα για την εξέγερση..
Η δηκτική αυτή περιγραφή του Καλλέργη για τον Μακρυγιάννη είναι τελείως μα τελείως άδικη γιατί η προσφορά του αμίμητου και ατίμητου αυτού αγωνιστή για την επιτυχία της επαναστάσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 είναι μεγάλη. Κανείς μα κανείς άλλος δεν κινδύνευσε εκείνη τη νύκτα περισσότερο απ’ αυτόν. Ας παρακολουθήσουμε όμως τον Συνταγματάρχη Καλλέργη στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει το στρατό και να περικυκλώσει το παλάτι και στη συνέχεια να πάμε στον Μακρυγιάννη και στα δραματικά γεγονότα που διεδραματίστηκαν στο σπίτι του.
Ο Καλλέργης φεύγοντας από του Μακρυγιάννη τράβηξε για τους στρατώνες του ιππικού. Οι ιππείς τον περίμεναν. Τους μίλησε, τους εμψύχωσε, τους ενθουσίασε. Σε λίγο ολόκληρο το ιππικό με επικεφαλής τον Καλλέργη καλπάζει προς το Μοναστηράκι όπου βρισκόταν ο στρατώνας του πεζικού. Εκεί τον περιμένουν – όπως είχαν συμφωνήσει – ο Διοικητής του 2ου τάγματος πεζικού Σκαρβέλης με τους αξιωματικούς του. – Ζήτω το Σύνταγμα! Βροντοφώναξε ο Καλλέργης – Ζήτω το Σύνταγμα! Του απαντούν εκείνοι.
Σε λίγο φτάνει και ο Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων Συνταγματάρχης Σπυρομήλιος με τους Ευέλπιδές του. Νέες ζητωκραυγές για το Σύνταγμα δονούν την ατμόσφαιρα. Όλα μέχρι στιγμής πηγαίνουν καλά. Ο Καλλέργης όμως ανησυχεί. Γνωρίζει ότι υπάρχουν δυνάμεις πιστές στο Στέμμα.
Πράγματι ο φρούραρχος της Αθήνας Συνταγματάρχης Πίσσας βασιλικός μέχρι το κόκκαλο δίνει διαταγή στον Ταγματάρχη Ανάργυρο να πάρει μαζί του ένα λόχο ακροβολιστών και να πάει να βοηθήσει την χωροφυλακή να κυριεύσει το σπίτι του Μακρυγιάννη. Αυτός έπειτα στη Στρατώνα να οδηγήσει τις πιστές στον Όθωνα δυνάμεις να υπερασπίσουν τα ανάκτορα. Όταν όμως έφτασε εκεί και βρήκε αντιμέτωπό του τον επαναστατημένο στρατό προσπάθησε να αντιδράσει. Γρήγορα όμως ο Καλλέργης του έκοψε τον βήχα – Κύριε Συνταγματάρχη, σας θέτω υπό περιορισμό του λέγει και τον παραδίδει στους άνδρες του. Στη συνέχεια ο Καλλέργης καβαλικεύει το άλογό του, μπαίνει επικεφαλής φωνάζοντας: – Ακολουθήστε με.
Όλος ο στρατός ακολουθεί τον ηγέτη του. Η ώρα είναι περίπου μία μετά τα μεσάνυκτα. Τα τύμπανα βροντούν, οι σάλπιγγες ηχούν, η μουσική της φρουράς των Αθηνών παιανίζει. Έντρομοι ξυπνούν οι Αθηναίοι. Τι συμβαίνει ρωτούν – Ζήτω το Σύνταγμα! Βροντοφωνάζει ο στρατός – Ζήτω το Σύνταγμα! Ανταπαντά ο λαός. Στρατός και λαός ενώνονται και ανηφορίζοντας την οδό Ερμού αντικρύζουν το παλάτι. Φτάνουν στον Κήπο των Μουσών, δηλαδή στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και περικυκλώνουν τα ανάκτορα…
Και ο Μακρυγιάννης; Τι κάνει ο σαρανταπληγιασμένος Γερο-Στρατηγός και πρωτοκορυφαίος του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, τούτη την ώρα; Ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά. Μόλις έφυγε ο Συνταγματάρχης Καλλέργης από το σπίτι του Μακρυγιάννη, φθάνει ο θηριώδης μοίραρχος Τζήνο, επικεφαλής μεγάλης δυνάμεως χωροφυλακής. Ο Τζήνο είναι το πιστό σκυλί της βασιλείας. Εκτελεί δίχως δεύτερη σκέψη τις εντολές της. Ευθυγραμμίζεται πλήρως με την ελέω θεώ βασιλεία και πιστεύει, ναι πιστεύει με φανατισμό στη θεϊκή καταγωγή της. Άνθρωποι δε σαν τον Μακρυγιάννη και τους οπαδούς του που τολμούν να έχουν διαφορετική γνώμη από τον βασιλιά τους, θεωρούνται προδότες.
Ο Τζήνο και οι χωροφύλακες περικυκλώνουν το σπίτι του Μακρυγιάννη, εκστομίζουν φοβερές βρισιές εναντίον του και τον καλούν να παραδοθεί γιατί αλλιώς θα βάλουν φωτιά και θα τους κάψουν όλους. Ακούγοντας τις άτιμες βρισιές των χωροφυλάκων ανάβει ο Μακρυγιάννης, παίρνει το τουφέκι του, ανοίγει την πόρτα και ετοιμάζεται να ρίξει στο σωρό, λέγοντας:
Γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι ατιμίας. Προλαβαίνει όμως η γυναίκα του η κερά Κατερίνα, του τραβά το χέρι από το τουφέκι, τον σπρώχνει μέσα στο σπίτι, κλείνει την πόρτα και τον κατηγορεί ότι θα τους πάρει άδικα στο λαιμό του.
Οι χωροφύλακες βρίζουν και απειλούν, η γυναίκα τον κατηγορεί, τα τέσσερα παιδιά του αρχίζουν και κλαίνε, ταράσσεται ο Μακρυγιάννης. Οι επτά όμως γενναίοι αγωνιστές που βρίσκονται μαζί του στο σπίτι του γκαρδιώνουν. Την δύσκολη αυτή ώρα που όλα παίζονται, που όλα κρέμονται από μια βαμβακερή κλωστή ο ήρωας κάνει κάτι απίστευτο. Κάθεται και γράφει την διαθήκη του, την οποία παραδίδει στην γυναίκα του με την εντολή να την βάλει κάτω από μια πέτρα για να μην καεί αν οι χωροφύλακες κάψουν το σπίτι. Στη συνέχεια παίρνει ένα άσπρο πανί και γράφει με κεφαλαία γράμματα: ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΨΗ – ΣΥΝΤΑΜΑ. Είναι η Σημαία της Πατρίδας. Είναι η Σημαία της Επαναστάσεως. Είναι η Σημαία του Μακρυγιάννη. «Και σάβανον έχω τη σημαία οπούφκιασα και σ’ αυτήνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδας μου και θρησκείας μου». Κατόπιν τοποθετεί κάθε ένα σύντροφο στο πόστο του και περιμένει την επίθεση των χωροφυλάκων
Συνθηματικά κτυπήματα ακούγονται στην πόρτα έξι «λιοντάρια» επωφελούμενα της νύχτας κατορθώνουν δίχως να τους αντιληφθούν οι πολιορκητές να πηδήξουν τη μάντρα και να μπουν στο σπίτι. Έπειτα άλλοι τρεις. Ο ερχομός των εννέα αγωνιστών δίνει θάρρος και ελπίδα στους κλεισμένους.
Ξαφνικά φωνές, μπαταρίες ακούγονται από έξω. Εικοσιέξι γενναίοι αγωνιστές ρίχνονται στους χωροφύλακες. Ο αιφνιδιασμός πετυχαίνει, ξεγυμνώνουν τα σπαθιά τους, ανοίγουνε δρόμο, πηδούν τη μάντρα και μπαίνουνε μέσα. Ο μοίραρχος Τζήνος σκυλιάζει, αφρίζει από το κακό του. Βρίζει θεούς και δαίμονες και καλεί τους αγωνιστές εν ονόματι του βασιλέως να παραδοθούν.
Στο σπίτι του Μακρυγιάννη έχουν συγκεντρωθεί περί τους εξήντα αγωνιστές αποφασισμένους να πεθάνουν παρά να παραδοθούν.
Είναι ο αιθέρας της κλεφτουριάς του ’21. Είναι τα παλικάρια που γονάτισαν τον Τούρκο στα χρόνια της παντοδυναμίας του και θα φοβηθούν τώρα τους πραιτωριανούς του Όθωνα;
Το τουφεκίδι ανάβει για τα καλά. Η μάχη κορυφώνεται ανάμεσα στους πολιορκητές και τους πολιορκούμενους. Την ώρα αυτή μυριόστομες ακούγονται φωνές πάνω από την Ακρόπολη:
Συνέλευση! Σύνταγμα! Ενώ στους γύρω λόφους αρχίζουν ν’ ανάβουν φωτιές. Σε λίγο χαρμόσυνα χτυπούν οι καμπάνες. Η Αθήνα ξεσηκώνεται. Ο Τζήνο θορυβείτε και καλεί το λόχο των ακροβολιστών να βοηθήσει τη χωροφυλακή να εκπορθήσει το σπίτι του Μακρυγιάννη. Οι ακροβολιστές αρνούνται και τάσσονται με το μέρος του λαού, ζητωκραυγάζοντας για το Σύνταγμα.
Ταυτόχρονα με τις ζητωκραυγές των ακροβολιστών σάλπιγγες ηχούν, μαζί και τύμπανα και φανφάρες και επαναστατικά τραγούδια. Είναι ο λαός που μαζί με το στρατό περικυκλώνουν το παλάτι. Ο Μοίραρχος Τζήνο οσμίζεται τον κίνδυνο παίρνει τους χωροφυλακές του και εξαφανίζονται. Τους κατάπιε η νύχτα. Ο Μακρυγιάννης και οι αγωνιστές, ελεύθεροι τώρα βγαίνουν στην εξώπορτα του σπιτιού και ο ήρωας ανεμίζοντας την επαναστατική σημαία τους λέει: Εμπρός αδέλφια, πάμε για το παλάτι! Ο Καλλέργης μας περιμένει!
Αρχίζει να χαράζει η 3η Σεπτεμβρίου 1843, η ευλογημένη μέρα.
Στρατός, ιππικό και πυροβολικό μαζί και ο λαός περισφύγγουν σαν τανάλια τα παλάτι. Να και ο Μακρυγιάννης. Ο κόσμος τον αποθεώνει. Τον σηκώνει στα χέρια και τον πηγαίνει στον Καλλέργη.
Σμίγουν οι δύο επαναστατικές κεφαλές, αγκαλιάζονται ενώ τα πλήθη παραληρούν από ενθουσιασμό. Δονείται η ατμόσφαιρα από την ιαχή. Σύνταγμα! Σύνταγμα!
Ο ελέω Θεού βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας μόλις είδε τον στρατό και τον λαό να περικυκλώνουν το «ιερόν παλάτιον», απαιτώντας Σύνταγμα, πανικοβλήθηκε, χλώμιασε, τρεμούλιασε, τρίκλισε, και μόλις πρόλαβε να στηριχτεί στο γραφείο του για να μη σωριαστεί κάτω.
Έτρεξαν αμέσως οι αυλοκόλακες, Έλληνες και βαυαροί, να τον συνεφέρουν.
Ο βασιλιάς όταν άκουγε τη λέξη Σύνταγμα πάθαινε αλλεργία, και τώρα αυτός ο όχλος – έτσι ονόμαζε ο γαλαζοαίματος βαυαρός τον ελληνικό λαό – πως τολμούσε να προφέρει αυτή την ιερόσυλη λέξη. Αλήθεια πως τολμούσε; Σύνταγμα! Βρυχήθηκε η λαοθάλασσα που έζωνε το παλάτι.
Η βασίλισσα Αμαλία αναλύθηκε σε δάκρυα. Πρωτοφανές! Πρωτάκουστο! Που ξανακούστηκε ο λαός δηλαδή ο όχλος… να απαιτεί.
Η αδελφή της Αμαλίας που βρισκόταν στο παλάτι τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε που παρέμεινε «στην κλίνη της ημιθανής».
Ποτέ! Φώναξε ο βασιλιάς. Ποτέ! Δεν θα παραχωρήσω Σύνταγμα!
Μα καλά δεν βρίσκεται κανείς να υπερασπιστεί τον θρόνο μου φώναξε ο βασιλιάς; Πώς; Βρέθηκαν ολίγοι φιλοβασιλικοί μετρούμενοι στα δάχτυλο του ενός χεριού που θέλησαν να αντισταθούν. Ο Αρχηγός όμως του στρατού και της επανάστασης Καλλέργης ενέργησε αστραπιαία. Τους συνέλαβε αμέσως.
Τον Όθωνα τώρα αναλαμβάνει να υπερασπίσει ο λαομίσητος Βαυαρός Συνταγματάρχης Ες. Είναι τόσο βάρβαρος ο Ες που κάθε Έλληνας τον θεωρεί προσωπικό εχθρό του. Φορώντας τη μεγάλη στολή του βγαίνει στον εξώστη των ανακτόρων και σε έξαλλη κατάσταση φοβερίζει τον Καλλέργη λέγοντας:
– Κύριε συνταγματάρχα η τιμωρία σας θα είναι παραδειγματική. Σοβαρός και αποφασιστικός ο Καλλέργης του αποκρίνεται.
– Ταλαίπωρε βαυαρέ! Τολμάς να φοβερίζεις ακόμα τους Έλληνες; Σε διατάσσω να αποσυρθείς αμέσως, γιατί διαφορετικά δε μπορώ να σου εγγυηθώ τι μπορεί να ακολουθήσει.
Ο λαός βλέποντας τον Ες αγριεύει και κινείται απειλητικά, και ‘κείνος αναγκάζεται ταπεινωμένος να αποσυρθεί.
Μετά την αποτυχία του Ες, οι αυλικοί προτρέπουν τον Όθωνα να μιλήσει στον στρατό και στο λαό μήπως και ηρεμήσουν τα πνεύματα. Ο Όθωνας πείθεται και βγαίνει στο κάτω παράθυρο αριστερά από την κεντρική πόρτα. Απευθύνεται στον Καλλέργη και με πονηριά του φωνάζει.
– Στρατηγέ Καλλέργη!
Ο Καλλέργης όμως με ετοιμότητα τον προσγειώνει
– Δεν είμαι Στρατηγός, είμαι Συνταγματάρχης
– Τι θέλει ο στρατός και ο λαός;
– Την καθιέρωση συνταγματικού πολιτεύματος.
– Εγώ θέλει μιλήσει προς αυτούς.
Ο Καλλέργης γυρίζει προς τους τυμπανιστές – Προσοχή! Τυμπανιστές, κρούετε τα τύμπανα. Ο βασιλιάς δεν μπορεί να ακουστεί και αναγκάζεται να αποσυρθεί.
Στο μεταξύ η επαναστατική επιτροπή σε συνεργασία με το Συμβούλιο της Επικρατείας (ψυχή και των δυο σωμάτων είναι ο απαράμιλλος Μακρυγιάννης) συντάσσουν και στέλνουν να υπογράψει ο βασιλιάς πέντε διατάγματα.
Τα διαβάζει ο Όθωνας και χλωμιάζει. Αρνείται να τα υπογράψει. Κραυγάζει: «Προτιμώ να παραιτηθώ παρά αν υπογράψω αυτά τα διατάγματα» και συνεχίζει: «Μα που είναι οι ξένοι πρεσβευτές, οι εγγυητές του θρόνου μου;». Στην ώρα απάνω εμφανίζονται και οι πρεσβευτές των ξένων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστρίας κλπ. Ο Όθωνας και η Αμαλία τους βλέπουν σαν σωτήρες. Τρέχουν να τους προϋπαντήσουν. Η Αμαλία είναι απελπισμένη, κλαίει. Τρέχει και φέρνει τα χρεόγραφά της, τα διαμαντικά της, τα χρυσαφικά της και τα παραδίδει στον πρεσβευτή της Αυστρίας Πρόκες – Όστεν να τα φυλάξει. Εκείνος δεν τα δέχεται και την καθησυχάζει λέγοντας πως τίποτα το ανεπανόρθωτο δεν έγινε.
Οι πρεσβευτές διαβάζουν και αυτοί τα διατάγματα και συνιστούν στον Όθωνα να τα υπογράψει. Το πρώτο διάταγμα προέβλεπε άμεσες εκλογές για τη σύγκλιση Εθνικής Συνελεύσεως. Το δεύτερο καθόριζε πως τη μεγάλη σφραγίδα του κράτους δε θα την είχε ο βασιλιάς αλλά το Υπουργείο της Δικαιοσύνης.
Το τρίτο όριζε να απολυθούν από τις κρατικές υπηρεσίες οι βαυαροί εκτός των φιλελλήνων εκείνων δηλαδή που πολέμησαν στην Επανάσταση του Εικοσιένα.
Το τέταρτο. Να ορισθεί η 3η Σεπτεμβρίου ως ημέρα Εθνικής Εορτής και το πέμπτο να εκφράσει την «βασιλική του ευαρέσκειαν» προς τους Αρχηγούς του εξεγερμένου στρατού Καλλέργην και του εξεγερμένου λαού, Μακρυγιάννη.
Μετά από πολλές συζητήσεις ο βασιλιάς υπέγραψε τα τρία πρώτα διατάγματα. Τα άλλα δύο προσθέτει, δεν θα τα υπογράψω ποτέ. Μάταια τον παρακαλούν όλοι. Η Αμαλία τον ικετεύει. Τίποτα! Δεν υπογράφει. Οι ώρες όμως περνούν. Ο στρατός και ο λαός αρχίζουν να αδημονούν. Ο Καλλέργης παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Στέλνει τον διαγγελέα του να του δηλώσει πως του δίνει προθεσμία δεκαπέντε λεπτών να υπογράψει τα διατάγματα και να ορκίσει την κυβέρνηση.
Διαφορετικά ο στρατός θα έλυνε δυναμική την κατάσταση. Ο πρεσβευτής της Αυστρίας Πρόκες – Όστεν σε έκθεσή του λέγει επί λέξει. «Ο Καλλέργης επί παρουσία ημών, ανακοίνωσεν εις τον βασιλέα, ότι θα βομβαρδίσει τας θύρας των Ανακτόρων και θα εισορμήσει δια των παραθύρων, εάν ο βασιλεύς δεν υπογράψει εντός δέκα πέντε λεπτών».
Έπειτα από την απειλή αυτή ο Όθωνας υπέγραψε αμέσως τα δύο επίμαχα διατάγματα.
Η επανάσταση θριάμβευσε. Έπειτα από χρόνια ο γύρω από τα ανάκτορα χώρος, εκεί όπου συγκεντρώθηκε ο στρατός με τον λαό και απαίτησαν από τον Όθωνα ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ονομάστηκε Πλατεία Συντάγματος.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1843 ο Μακρυγιάννης ζήτησε ακρόαση από τον Όθωνα. Στη συζήτηση που ακολούθησε ο θρυλικός πολέμαρχος αφού ανέπτυξε τους λόγους που οδήγησαν στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου κατέληξε: «βάστα τον βασιλικό σου λόγο και τίμησε την υπογραφή σου, κι όλοι οι τίμιοι άνθρωποι πεθαίνομε δια το νύχι σου εις την πόρτα του παλατιού σου».
Ο βασιλιάς απάντησε: «Εγώ θέλω βαστάξει όλα όσα υποσχέθηκα και υπόγραψα».
Τα βάσταξε, όχι βέβαια. Το γιατί αποτελεί μέρος ενός άλλου ιστορικού σημειώματος που θα ακολουθήσει.
Βιβλιογραφία:Τα φοβερά ντοκουμέντα, ΦΥΤΡΑΚΗ
Ιωάννης Κουρουτάκης, Λογοτέχνης