Με τον πλέον επίσημο τρόπο η κυβέρνηση άνοιξε χθες την συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου επικαλούμενος την σταθερότητα στην χώρα ανέδειξε την επιχειρηματολογία που θα επικαλεστεί το Μέγαρο Μαξίμου για να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση.
«Εμείς συνεχίζουμε για τις εκλογές του 2023 με το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει και θα διεκδικήσουμε από τον κόσμο καθαρή εντολή να διαλέξει ο κόσμος ποια Ελλάδα θέλει και πώς θα πάμε», είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και πρόσθεσε: «Όμως υπάρχουν δύο πράγματα: πρώτον η ανάγκη της σταθερότητας προβάλλει τώρα πολύ πιο έντονη και πιο απαιτητική και πιο επιτακτική απ’ ό,τι προηγουμένως. Αυτό δεν μπορεί να το προσπεράσει κανείς. Εξαιτίας του γεγονότος ότι κλυδωνίζεται ο κόσμος γύρω μας, ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ότι απειλείται για πρώτη φορά μεταπολεμικά με φοβερή έλλειψη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας της ενέργειας στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης. Άρα η σταθερότητα είναι απολύτως επιτακτική.
Υπάρχει και κάτι άλλο: ακούω δεξιά κι αριστερά από την αξιωματική αντιπολίτευση ότι τελείωσε ο Μητσοτάκης, καταρρέει η κυβέρνηση, απώλεσε την εμπιστοσύνης της,… Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν 9 μονάδες διαφορά τώρα πώς καταρρέει κάποιος αυτό είναι μια άλλης τάξης υπόθεση. Αφού λοιπόν εμείς καταρρέουμε και δεν θα είμαστε πρώτοι, αναρωτιέμαι γιατί τόσο πολύ φοβούνται ένα εκλογικό σύστημα το οποίο θα δίνει στο πρώτο κόμμα τη δυνατότητα μιας πολύ σταθερής ουσιαστικής διακυβέρνησης, οι πολιτικοί μας αντίπαλοι;».
Το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά την άνοιξη ο Γιάννης Οικονόμου εμφανίστηκε να επιχειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο θεωρείται από πολλά στελέχη της κυβέρνησης ως η βασική ένδειξη ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αρχίσει να ακούει τα επιχειρήματα των δικών του ανθρώπων που του εισηγούνται αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Οι ίδιες πληροφορίες λένε ότι από την στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών ο πρωθυπουργός άρχισε να δέχεται πιέσεις για την αλλαγή του εκλογικού νόμου καθώς πολλοί από τους συνεργάτες του πιστεύουν ότι αυτός είναι ο τρόπος για να απεγκλωβιστεί απ την αδιέξοδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΝΔ εξ αιτίας του σκανδάλου των υποκλοπών.
Το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και με τον Νίκο Ανδρουλάκη όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι πρόεδρος της ΝΔ έχει δημιουργήσει μια εμφανή πολιτική πίεση στο περιβάλλον του πρωθυπουργού το οποίο εμφανίζεται να αναζητά λύσεις ενώ την ίδια ώρα η ενεργειακή κρίση απομακρύνει το κυβερνών κόμμα από το ποσοστό του 38,5-39 % που χρειάζεται για να έχει αυτοδυναμία.
Σύμφωνα με πληροφορίες τα σενάρια που εξετάζουν στο Μέγαρο Μαξίμου είναι δύο:
‘Η την επαναφορά του νόμου Παυλόπουλου, ο οποίος περιλαμβάνει το μπόνους των 50 εδρών ή ένα νέο σύστημα, το οποίο, που θα έχει ως βάση τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση στις αρχές του 2020. Το σχέδιο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπει ένα κλιμακωτό σύστημα : Μπόνους 20 εδρών στο πρώτο κόμμα που θα συγκεντρώσει ποσοστό 20% και ανά μισή ποσοστιαία μονάδα ( ή και λιγότερο ) πέραν του 25%, μία έδρα. Ανάλογα με το ποσοστό που θα επιλεγεί για την αύξηση των εδρών από το 25% και πάνω, εξαρτάται το ποσοστό που θα απαιτείται για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Ο σχεδιασμός, πάντως, φαίνεται ότι έχει ως «ταβάνι» το 36%.
Πέρα από το σύστημα που θα επιλεγεί – εφόσον αλλάξει ο εκλογικός νόμος- οι συνεργάτες του πρωθυπουργού μετράνε και τις επικοινωνιακές επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια κίνηση καθώς μόλις στις 3 Μαρτίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαβεβαίωνε από το βήμα της Βουλής ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τον μόνο που ισχύει σήμερα.
Ακόμα αντιλαμβάνονται ότι πέρα από την αντιπολιτευτική διάσταση που έχουν τα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι Έλληνες ψηφοφόροι μπορεί τελικά να πειστούν ότι η κυβέρνηση κάνει μια τέτοια κίνηση απελπισίας γιατί δεν έχει την πλειοψηφία . Κάτι μπορεί να αποβεί μοιραίο για το κυβερνών κόμμα.