Τέλη δεκαετίας ’40. Μπορεί ο πόλεμος να είχε τελειώσει, οι πληγές που άφησε πίσω του όμως ήταν ακόμα ανοιχτές. Η αναζήτηση των προδοτών που συνεργάστηκαν με τους ναζί, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν προτεραιότητα. Στην Ελλάδα, η λαϊκή απαίτηση για τιμωρία των προδοτών ήταν παλλαϊκή.
Ο όρος που είχε επικρατήσει στην Ευρώπη για τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο, ήταν το γαλλικό «collaborateur» (συνεργάτης). Καθιερώθηκε από τον περίφημο λόγο που είχε βγάλει ο στρατάρχης Φιλίπ Πεταίν στην αρχή της γερμανικής κατοχής για να περιγράψει το καθεστώς του Βισύ, τη φιλογερμανική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στο ελεύθερο κομμάτι της Γαλλίας.
Στην Ελλάδα, αν και η λέξη «συνεργάτες» ακουγόταν, -μαζί με πολλές ακόμα όπως «προδότες», «ράλληδες», «γερμανοτσολιάδες», «ταγματασφαλήτες»- δεν ήταν αυτή που καθιερώθηκε επίσημα. Προτιμήθηκε ένας όρος που είχε εισαχθεί στο ελληνικό λεξικό μόλις έναν αιώνα πριν, τη δεκαετία του 1840.
«Δοσίλογοι»
Με νομική υπόσταση, ο όρος συναντάται μερικές δεκαετίες αργότερα. Αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του ’22, συγκροτήθηκε η Ανακριτική Επιτροπή Δοσιλόγων Μικράς Ασίας. Και σε αυτήν την περίπτωση, στόχος ήταν ο καταλογισμός ευθυνών για την εθνική τραγωδία. Άρα η λέξη δοσίλογος εμπεριείχε το τεκμήριο της αθωότητας.
Τη λέξη χρησιμοποίησε και η κυβέρνηση Τσολάκογλου για να κατηγορήσει το καθεστώς Μεταξά, ότι ενέπλεξε την Ελλάδα σε έναν πόλεμο που δεν μπορούσε να νικήσει.
Στην κατοχή δοσίλογοι ήταν οι συνεργάτες, οι «ράλληδες», οι «ταγματασφαλήτες». Το στίγμα της προδοσίας ήταν ξεκάθαρο, όμως σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης, οι δοσίλογοι έπρεπε να λογοδοτήσουν, άρα είναι σαφές ότι η ενοχή τους θα κρινόταν από το δικαστήριο.
Τη δίκη την ήθελαν και η αριστερά και η δεξιά της εποχής. Οι μεν για να τιμωρηθούν οι προδότες με νόμιμο τρόπο και να μην κατηγορούνται ότι πήραν το νόμο στα χέρια τους. Οι δε, για να δείξουν ότι δεν προστατεύουν τους συνεργάτες των Γερμανών και να πετύχουν μια κάθαρση στον πολιτικό τους χώρο. Ωστόσο μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά και το κλίμα άλλαξε ριζικά.
Ωστόσο η λέξη δοσίλογος, ήταν ένας όρος που μπορούσε να «σταθεί» στις δικαστικές αίθουσες και στα επίσημα νομικά έγγραφα. Το γεγονός ότι η σημασία της λέξης άλλαξε και η πέρασε στην καθομιλουμένη, δείχνει πόσο είχε επηρεάσει την τότε κοινωνία η δίκη όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Φανερώνει ακόμη ότι για το λαό οι δοσίλογοι δεν είχαν κανένα τεκμήριο αθωότητας αν και αρκετοί αθωώθηκαν ή τιμωρήθηκαν με μικρές ποινές.
Το, κατά το νόμο, τεκμήριο της αθωότητας με τον καιρό «έσβησε» κι ο «δοσίλογος» ταυτίστηκε με τον προδότη.
Σύμφωνα και με το λεξικό της Νέας Ελληνικής του Μπαμπινιώτη, η λέξη έχει δύο ερμηνείες. Η πρώτη είναι η κυριολεκτική, βάσει ετυμολογίας: «πρόσωπο που υποχρεούται να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, για τις παρανομίες που έχει διαπράξει».
Η δεύτερη είναι πιο συγκεκριμένη και δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: «Πρόσωπο που συνεργάστηκε με τον εχθρό την περίοδο τής Κατοχής».