Η 27η Ιανουαρίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Η συγκεκριμένη ημέρα επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου του 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπιρκενάου, το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του ναζιστικού καθεστώτος.
Ως Ολοκαύτωμα περιγράφεται ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή/και πολιτικών ομάδων κατά τη διάρκεια του Β‘ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν αποδεδειγμένα υποκινούμενος από τη Ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της. Οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν τα κύρια θύματα του Ολοκαυτώματος. Ο αριθμός των θυμάτων του εβραϊκού πληθυσμού συνήθως υπολογίζεται στα έξι εκατομμύρια.
Εκτός από τους Εβραίους, περίπου 220.000 Ρομά και Σίντι θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα, δηλαδή το 25-50% του ευρωπαϊκού τους πληθυσμού. Άλλες ομάδες που κρίθηκαν «φυλετικά κατώτερες» ή «ανεπιθύμητες» και διώχθηκαν ή εξοντώθηκαν από τους Ναζί ήταν οι εξής: Σοβιετικοί στρατιώτες και πολίτες αιχμάλωτοι σε κατεχόμενες περιοχές, Πολωνοί μη Εβραίοι, διανοητικά ασθενείς ή σωματικά ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ελευθεροτέκτονες, Κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αντιφρονούντες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες και κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες κληρικοί. Κάποιες εκτιμήσεις τοποθετούν το συνολικό αριθμό θυμάτων του Ολοκαυτώματος στα 26 εκατομμύρια ανθρώπους, όμως τα 9 έως 11 εκατομμύρια θύματα συνήθως θεωρείται η πιο αξιόπιστη εκτίμηση.
Με αφορμή αυτή τη μέρα θυμόμαστε τη μαρτυρία της Βάσως Σταματίου.
Η Βάσω Σταματίου είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες που, χωρίς να είναι Εβραίες, έφτασαν έως το στρατόπεδο του Αουσβιτς. Μεταφέρθηκε μαζί με άλλες συγκρατούμενές της από τις φυλακές του Παύλου Μελά στις φυλακές Μπάνιτσε έξω από το Βελιγράδι. Από εκεί στις 28-6-1944 μεταφέρθηκε στο Αουσβιτς με αριθμό 82224. Συγκλονιστικό το βιβλίο της με τίτλο «Βαρούμ» («Γιατί;») που κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια κι όμως ελάχιστα προβεβλημένο, είναι άγνωστο στους πολλούς. Περιγράφει το στρατόπεδο του θανάτου σαν ένα «τέλειο σύστημα για την εξαφάνιση της ανθρωπιάς, για το στραγγαλισμό της σκέψης, την εκμηδένιση της όποιας προσωπικότητας… ώστε στο τέλος να βγαίνουν μάζες ανθρώπων, άβουλες, με εντελώς όμοιες σκέψειςκαι στο τέλος τέλος με καθόλου σκέψεις. Να βγαίνουν φιγούρες αδιάφορες, ανέκφραστες, χωρίς βλέμμα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς αισθήσεις, χωρίς μνήμη, χωρίς όνειρα, με μια μοναδική ως τη στιγμή που ξεψυχούσαν επιθυμία, να βρουν κάτι να δαγκώσουν…» (σ.σ. τον ίδιο στόχο οι σημερινοί κρατούντες προσπαθούν να πετύχουν με πιο «εκσυγχρονισμένα» μέσα όπως την πλύση εγκεφάλου μέσω των ΜΜΕ, με τα ναρκωτικά και τόσα άλλα).
Ενα από τα πιο οδυνηρά ερωτήματα που την απασχόλησαν όσο ήταν στο κολαστήριο ήταν η συμπεριφορά γυναικών που ήταν κι αυτές κρατούμενες, αλλά βαθμούχοι (π.χ. Εβραίες από τη Θεσσαλονίκη ή Πολωνέζες), προς τις συγκρατούμενές τους: «Στο Αουσβιτς, γράφει, το ότι δεν καταλάβαινες πολωνέζικα και γερμανικά ήταν μια ωραία ευκαιρία για τις καπο, τις βαθμούχες δηλαδή, που έπρεπε να δέρνουν, όσο μπορούσαν πιο πολύ. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί πώς δεν πονούσαν τα δάχτυλά τους από τόσο μανιασμένο ξύλο. Ακατανόητο πώς είχαν βρεθεί τόσες πολλές νέες γυναίκες αφιονισμένες από μίσος για άλλες γυναίκες όμοιές τους… το περίεργο ήταν πως κι όταν δεν υπήρχε κανείς Γερμανός μπροστά, η μανία για ξύλο εξακολουθούσε με το ίδιο πάθος… Οχι, δεν ήταν μόνο για χάρη των Γερμανών. Οχι, δεν ήταν μόνο για να σώσουν τη μαγκωμένη ζωή τους με τα ουφίκια. Ηταν και για το δικό τους εαυτό. Για τη δική τους ανάγκη να κυριαρχήσουν πάνω σε μια άλλη μαγκωμένη ζωή.
Ναι, ήταν η τραγική διαπίστωσή μου: Εδερναν, επειδή είχαν δαρθεί. Ταπείνωναν, επειδή είχαν ταπεινωθεί. Επρεπε να διαλυθούν κι άλλες, όπως είχαν διαλυθεί κι αυτές. Ενα παράλογο είδος εκδίκησης για τον ξεπεσμό τους».