Γράφει ο Δημήτρης Δαμασκηνός,
φιλόλογος-ιστορικός,
e-mail: negreponte2004@yahoo.gr
Με αφορμή αφενός την προσπάθεια για την ίδρυση Συλλόγου Απογόνων Πολιτικών Κρατουμένων στο Ιτζεδίν [1] (που στα κελιά του φυλακίστηκαν εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι από ολόκληρη την Ελλάδα, όχι μόνο στον Μεσοπόλεμο [2] αλλά και στα χρόνια του Εμφυλίου [3] ενώ υπήρξαν και πέντε αγωνιστές που τελικά εκτελέστηκαν σ’ αυτό το κάτεργο) [4] και αφετέρου το ανοιχτό κάλεσμα των συντελεστών αυτής της αξιόλογης πρωτοβουλίας σε όσους “διαθέτουν οτιδήποτε που να έχει σχέση με τον αγώνα των γονιών μας, προσωπικές μαρτυρίες, φωτογραφικό υλικό, ηχητικό, βίντεο, γράμματα, βιβλία, σημειώσεις, ποιήματα ή ό,τι άλλο, που να προέρχεται τόσο από την περίοδο της κράτησής τους, όσο και από την μετέπειτα ζωή τους”, δημοσιοποιώ τη μαρτυρία του Γιώργου Κατσά, υπόδικου κομμουνιστή στο Ιτζεδίν με τον μεταξικό Ν 375/36 περί κατασκοπείας, έτσι όπως έχει κατατεθεί στο βιβλίο του Ήταν ο δρόμος σωστός; Από Ικαρία, Αθήνα, Ιντζεδίν, Αίγινα που κυκλοφόρησε το 1992. [5]
Ο Γιώργος Κατσάς γεννήθηκε στο Χρυσόστομο Ικαρίας το 1931. Μετά την Απελευθέρωση εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ του Γυμνασίου του στον Άγιο Κήρυκο ζώντας από κοντά τον αγώνα των είκοσι χιλιάδων εξόριστων και του Δημοκρατικού Στρατού στον “κόκκινο βράχο της Νικαριάς”. Αργότερα πήγε στην Αθήνα και έγινε φοιτητής στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή κάνοντας παράνομη ΕΠΟΝίτικη δουλειά την “εποχή που δίκασαν και εκτέλεσαν το μεγάλο Νίκο Μπελογιάννη”. [6] Όταν συνέβαιναν αυτά τα γεγονότα, ο νεαρός τότε αγωνιστής ήταν ήδη ενταγμένος στην παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ συγκροτώντας μια τριάδα της κομματικής οργάνωσης της Αθήνας “μαζί με τον Νίκο και τον Προφήτη που δεν υπάρχει πια”. [7]
Στις αρχές του 1954 το στέλεχος του ΚΚΕ Γιώργης Σπανός που είχε έρθει πρόσφατα από τη Σοβιετική Ένωση, φυσικά παράνομα, με αποστολή την αναδιοργάνωση του Κόμματος του πρότεινε να συμβάλει στην προσπάθεια αυτή: “Εγώ του είπα ότι δούλευα στην οργάνωση της Σχολής. Εκείνος μου είπε πως η δουλειά που θα μου ανέθετε, ήταν πολύ πιο υπεύθυνη και πως έπρεπε να εγκαταλείψω της δουλειά της Σχολής”, [8] όπως κι έγινε.
Το Δεκέμβρη του 1954 ο Γιώργης του έφερε στο σπίτι έναν άλλο σύντροφο που τον επισκέφτηκε πάλι την Κυριακή των Βαΐων του 1955 μαζί με τη γυναίκα του: “Έμειναν μαζί μου δεκαπέντε μέρες. Για να συννενογιόμαστε μου είπαν τα ονόματά τους Δημήτρης και Ολυμπία. Στην Ασφάλεια όταν με ανέκριναν μου είπαν πως έκρυβα το Γιώργο και Έλλη Ερυθριάδη“. [9]
Στις 9 του Μάη του 1955, στις μία τα μεσάνυχτα περίπου ο Γιώργος Κατσάς συνελήφθη στο σπίτι του και οδηγήθηκε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών που βρισκόταν τότε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Καποδιστρίου. [10] Οι δεσμώτες του τον έριξαν μέσα σε μια τρύπα αποκόβοντάς τον τελείως από το ζωντανό κόσμο. “Όμως ο άνθρωπος κρύβει μέσα του δυνάμεις που δεν τις ξέρει και του παρουσιάζονται όταν βρεθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Μέσα στην τρύπα μου θυμόμουν μια όμορφη παροιμία που λένε στην Νικαριά. “Το σκύλο να μην τον βλέπεις πως τρέχει όταν κυνηγάει, αλλά όταν τον κυνηγούνε” και γέλαγα. Πραγματικά ήμουν ο σκύλος που τον κυνήγαγαν και είχα επιστρατεύσει τις κρυφές μου δυνάμεις καρτερίας και αντοχής για να επιβιώσω ψυχικά και να κρατήσω την ανθρώπινη μου αξιοπρέπεια”. [11]
Όταν είχε σταματήσει πλέον να μετρά τις μέρες της απομόνωσης, τον πήγαν στον ανακριτή του στρατοδικείου που τον παρέπεμψε να δικαστεί για κατασκοπεία. [12]
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε υπόδικος με βάση το νόμο της Μεταξικής Δικτατορίας 375/1936, περί κατασκοπείας στα Βούρλα, στα παλιά “μπουρδέλα” της Δραπετσώνας που είχαν μετασκευαστεί σε φυλακές, μέχρις ότου έγινε την Κυριακή, 17 Ιούλη του 1955, η μεγάλη απόδραση των 27 κομμουνιστών, [13] οπότε μεταφέρθηκε μαζί με τους άλλους πολιτικούς κρατουμένους στις φυλακές Αβέρωφ στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που βρίσκεται σήμερα το μέγαρο του Αρείου Πάγου, για να τους τιμωρήσουν για την απόδραση που… έκαναν άλλοι. [14]
Το απόγευμα στις πέντε του Σεπτέμβρη του 1955 ήρθαν οι “κλούβες” και τους πήραν. Στην αρχή δεν τους είπαν που τους πηγαίναν, μετά και όταν έφτασαν στο καράβι έμαθαν πως πάνε για το Ιτζεδίν στην Κρήτη. “Το πρωί φτάσαμε στη Σούδα”, θυμάται ο Γιώργος Κατσάς, “κι από κει με “κλούβες” μας πήγαν στο Ιτζεδίν”. [15] “Μόλις φτάσαμε ο Αλέκος Παπούλιας ο “Δήμαρχος” όπως τον λέγαμε στα Βούρλα, που ήταν από τους πρώτους δραπέτες που είχανε πιάσει, πάντα αισιόδοξος μας λέει.
“Μη στεναχωριέστε, θα μείνουμε κι εδώ λίγο και θα βγούμε”. Ένας φύλακας που τον άκουσε γέλασε ειρωνικά και μας λέει με τη χαρακτηριστική κρητική λαλιά: “Εζώ παέ είναι το Ιντζεζάκι, τσόποιος έρτει δε φεύζει γρήγορα”.
Κι είχε δίκιο ο “κουζουλός” γιατί μετρήσαμε πολλά χρόνια στο Ιντζεζάκι… [16]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του Γιώργου Κατσά για τους πολιτικούς κρατούμενους του Ιτζεδίν, μεσαία ή ανώτατα κομματικά στελέχη, προπαντός όμως για τους απλούς αγωνιστές, το “αλάτι της Γης” όπως τους αποκαλεί, δείγμα του μεγαλείου του λαού που πετυχαίνει τα ακατόρθωτα όταν πιστέψει σε κάτι:
Οι φυλακές “Καλαμίου Κρήτης” όπως τις έλεγε το επίσημο κράτος για να μη θυμίζει η ονομασία τους το φοβερό κάτεργο του Ιντζεδίν, θεωρούνταν από τα πιο σκληρά δεσμωτήρια.
Στην “ακτίνα” των πολιτικών είμαστε κρατούμενοι ηλικίας από είκοσι τριών μέχρι και εξήντα. Μεταξύ μας είχαμε καταδικασμένους για τη δράση τους στην Αντίσταση, τον εμφύλιο και είμαστε και εμείς οι υπόδικοι του Ν 375/36 για το αδίκημα της “κατασκοπείας”. Κατά περιόδους μας έφερναν και καταδικασμένους με τον Ν 509/47 για διανομή προκηρύξεων και λοιπών “κομμουνιστικών δραστηριοτήτων”, όπως έγραφαν τα κατηγορητήρια της εποχής. Όλοι μαζί είμαστε περίπου διακόσιοι.
Μαζί με τα ανώτατα κομματικά στελέχη, Ερυθριάδης, Λουλές, Δάλας, τα μεσαία στελέχη που ήταν πολλά, υπήρχαν και οι απλοί αγωνιστές οι οποίοι με είχαν εντυπωσιάσει. Πράγματι ήταν αξιοθαύμαστοι οι απλοί αυτοί άνθρωποι που υπέφεραν το μαρτύριο της φυλακής χρόνια ατέλειωτα, μετά μάλιστα από δύο ήττες του κινήματος, όταν μπορούσαν με μια δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ, στο οποίο πολλοί δεν υπήρξαν ποτέ μέλη του, να φύγουν ελεύθεροι στα σπίτια τους κοντά στους αγαπημένους τους, που τόσα βάσανα υπέφεραν κι αυτοί. Τους απλούς αυτούς αγωνιστές που θυσίαζαν τα πάντα γι’ αυτό που πίστευαν χωρίς καμιά ιδιοτέλεια και υστεροβουλία, όταν τους συνέκρινες με τους πολλούς συμφεροντολόγους και μικρούς ανθρώπους της κοινωνίας μας, ακόμα κι αν διαφωνούσες μ’ αυτό που πίστευαν, τους θαύμαζες. Ήταν το “αλάτι της Γης”, ήταν δείγμα του μεγαλείου του λαού που πετυχαίνει τα ακατόρθωτα όταν πιστέψει σε κάτι. Δυστυχώς οι θυσίες αυτές των απλών ανθρώπων δεν αξιοποιήθηκαν για το καλό του τόπου.
Μέσα στο μυαλό μου έρχονται οι ταλαιπωρημένες φιγούρες πολλών απ’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια, που μοιράστηκα μαζί τους το πικρό ψωμί της φυλακής, που γνώρισα από κοντά πόση αγάπη είχαν μέσα τους για τον άνθρωπο, πόσο ακέραιος ήταν ο χαρακτήρας τους. Γιατί πρέπει να πως πως στη φυλακή, όταν ζεις συνεχώς μέρα και νύχτα με κάποιους ανθρώπους, τους “διαβάζεις” σε όλες τους τις λεπτομέρειες.
Ο μπάρμπα-Νίκος Τσέφλιος από τη Μαυροθάλασσα Νιγρήτας, ήταν απλός αγωνιστής από τότε που κατάλαβε τον κόσμο, όταν τον έκαιγε ο ήλιος και τον τουρτούριζε το κρύο δουλεύοντας στον κάμπο του χωριού του. Πριν από τον πόλεμο στη φασιστική δικτατορία της Βουλγαρίας περιέθαλπτε Βούλγαρους αγωνιστές που πέρναγνα τα σύνορα για να γλιτώσουν από το φασιστικό μαχαίρι. Στην κατοχή πολέμησε τους Βούλγαρους κατακτητές και στον εμφύλιο πρώτος έδωσε το “παρόν”. Γέρος κι άρρωστος πια στη φυλακή ήταν σπάνιο δείγμα καρτερίας και συντροφικότητας.
Ο Βενιζέλος ο “κράχτης” που φώναζε τα γράμματα και ότι άλλο χρειάζονταν η ομάδα των πολιτικών κρατουμένων, ήρθε παιδί είκοσι χρονών από την Κωνσταντινούπολη, εθελοντής και πολέμησε τους Ιταλούς στην Αλβανία. Όταν ξεκίνησε η Αντίσταση ο Βενιζέλος πρώτος έδωσε το παρόν και έγινε ξεχωριστός μαχητής του ΕΛΑΣ. Η “πατρίδα” όμως τον αντάμειψε κατάλληλα…
Ο Ιπποκράτης Μαυρομμάτης από τη Νέα Αρτάκη της Εύβοιας ψαράς το επάγγελμα, ήταν από τα πρώτα παλικάρια του ΕΛΑΣ στην Εύβοια. Ήταν έξυπνος και είχε το ταλέντο να διηγείται όμορφα. Όταν άκουγε κανένα “κουφό” φώναζε στο καλαμπούρι απευθυνόμενος στην Κυβέρνηση που μας κράταγε στη φυλακή. “Βγάλτε μας βρε κερατάδες, γιατί θα χαζέψουμε εδώ μέσα”.
Ο μπάρμπα-Νίκος από τον Πειραιά παλιός αγωνιστής, καπνεργάτης γέρος πια με παιδιά και εγγόνια, έτρωγε μαζί μας το ψωμί της φυλακής αγόγγυστα…
Ο μπάρμπα-Λιάς Χαρίτος από το Βόλο παλιός τριατατικός, άρρωστος με φυματίωση και καρδιολογικά προβλήματα, υπέφερε μαζί μας.
Ο Γιάννης Παπάζογλου, αχθοφόρος από την Αθήνα ήταν “η περίπτωση” του θαλάμου μας. Ψηλός και άγαρμπος, πενηντάρης τότε, είχε ένα πηγαίο ταλέντο ηθοποιίας.
Το πρώτο βράδυ που βρεθήκαμε στο θάλαμο, που ήταν μέσα περί τα σαράντα άτομα, ο θαλαμάρχης ένα σοβαρό παιδί από την Καισαριανή που είχε γεράσει πρόωρα μέσα στη φυλακή ο Κώστας ο Φίλης λέει στον Παπάζογλου. “Γιαννάκη, τα καινούργια παιδιά θέλουν ένα προγραμματάκι”.
Ο Γιάννης χωρίς κουβέντα μπαίνει στο κελί του, μασκαρεύεται σε κυρία της αριστοκρατίας και αρχίζει να μας παίζει νούμερα επιθεωρήσεων. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για το πρώτο μου βράδυ στο Ιντζεδίν. Ο Γιάννης ήταν καταπληχτικός στα νούμερα που μας παρουσίαζε. Παρίστανε τη μαντάμ Σουσού, απήγγελε σατιρικά του Σουρή και διάφορα άλλα. Ο Γιάννης όλα τα χρόνια που μείναμε μαζί, όταν είχε κέφι ήταν ανεξάντλητος στα νούμερα που μας παρουσίαζε.
Η αδελφή του Γιάννη η Μάρθα ήταν ηθοποιός και έπαιζε σε επιθεωρήσεις στην Αθήνα και πιθανόν απ’ αυτήν είχε μάθει τα νούμερα ο Γιάννης. Το αστείο ήταν πως όταν ο Γιάννης ήταν σε φυλακές κοντά στην Αθήνα και πήγαινε η Μάρθα στο επισκεπτήριο, τα έλεγαν σε στυλ όπερας. Έτσι κρατούμενοι, επισκέπτες και φύλακες χάζευαν, ακούγοντας το Γιάννη να λέει τραγουδιστά “τι μου έφερες Μάρθααα” κι εκείνη στον ίδιο τόνο, “σου έφερα να φας τον περίδρομο” και πολλά άλλα.
Όταν ο Γιάννης δεν είχε κέφι όσο κι αν τον παρακαλούσαμε δε μας παρουσίαζε τίποτα. Βρε Γιαννάκη του λέγαμε, πες μας το μεσιέ Τζαννή και το μεσιέ Μπουρλή τους Χιώτες, τίποτα ο Γιάννης. Όταν δε άρχισαν οι πολιτικές διαφωνίες μεταξύ μας και φτάσαμε στη διάσπαση της ομάδας, ο Γιάννης το αηδόνι του δεύτερου θαλάμου, έπαψε να κελαηδάει.
Μαζί με το Σπανό που τον έπιασαν αργότερα από μας και τον έφεραν στο Ιντζεδίν, ήρθε και ένας άλλος πατριώτης μου ο Μανώλης Σταυρινάδης. Ο Μανώλης ήταν παλιός αγωνιστής, παληκάρι στην ψυχή με ένα πηγαίο χιούμορ που μας άλλαζε τη διάθεση και στις πιο μαύρες μέρες της φυλακής.
Στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, είχε περάσει μέσα από μπλόκο των Γερμανών πάνω σε καροτσάκι, ένα ολόκληρο τυπογραφείο της οργάνωσης, όταν δύο παλικάρια του ΕΛΑΣ με τα πιστολάκια τους τον εγκατέλειψαν, αφού διαπίστωσαν πως η σύγκρουση με το λόχο των Γερμανών θα ήταν ανώφελη.
Πραγματικά ο Μανώλης ήταν ένα “περιβόλι” και όσο καιρό κάναμε μαζί δεν κατάλαβα φυλακή. Καθόμαστε και ανακατεύαμε όλη τη Νικαριά με τις ιστορίες της και τους ανθρώπους της. ήταν μάστορας στο σκάκι και κανένας δεν τον νικούσε. Ο Μανώλης ήταν θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και ετοιμόλογος. [17]
“Εζώ κατέω το ανάποδο Ν”
Στη φυλακή τόσο ο διευθυντής, όσο και οι περισσότεροι φύλακες μας φέρονταν σχετικά καλά. [18]
“Κατά περιόδους”, θα γράψει ο Γιώργος Κατσάς στο επόμενο κεφάλαιο για τους φύλακες του Ιτζεδίν, “και συχνότερα μετά την απόδραση των Βούρλων, έκαναν συστηματική έρευνα των θαλάμων καθώς και σωματική. Έτσι, το πρωί απροειδοποίητα μόλις μας ξεκλείδωναν άρχιζε η σωματική έρευνα. Εδώ αν έπεφτες στο Τσικουδάκη σου έψαχνε και τα γεννητικά όργανα. Μετά μπαίναν στο θάλαμο και ανακάτευαν τα πάντα. Με σφυριά χτύπαγαν το πάτωμα και τα ντουβάρια για να δούνε μήπως είχαμε κάνει τρύπα για να φύγουμε. Έψαχναν ακόμα για χαρτιά, για βιβλία ρώσικα και για την απαγορευμένη “Αυγή”
Μια μέρα στο αστείο ρωτήσαμε ένα φύλακα που ήταν χαζούλικος και είναι ζήτημα αν είχε τελειώσει το δημοτικό, πως γνωρίζει τα ρώσικα βιβλία. Κι εκείνος με την κρητική λαλιά του μας έλεγε. “Εζώ κατέω το ανάποδο Ν”.
Πράγματι στα ρώσικα το γράμμα Η μοιάζει με το ανάποδο Ν”. [19]
“Η εξαίρεση”, αναθυμάται ο Γιώργος Κατσάς για τη συμπεριφορά των φυλάκων, “ήταν ο αρχιφύλακας Μαθιουδάκης, ο οποίος μας φέρονταν πολύ σκληρά. Ήταν μια αγέλαστη φάτσα και πολλές φορές μας προκαλούσε με τη συμπεριφορά του.
Κάποτε που ήρθε το μαχαίρι στο κόκκαλο αποφασίσαμε να αντιδράσουμε. Έτσι βάλαμε τις φωνές με αυτοσχέδια χωνιά που φτιάξαμε με εφημερίδες. Φωνάζαμε από τα παράθυρα μέρα και νύχτα μπας και μας ακούσουν κάποιοι περαστικοί στην ερημιά που μας είχαν. Το σύνθημα που φωνάζαμε ήταν “ο αρχιφύλακας Μαθιουδάκης μας βασανίζει” και ζητούσαμε την αντικατάστασή του.
Ο Μαθιουδάκης αγρίεψε και μας έκοψε τα γράμματα και τα δέματα που μας έστειλαν οι δικοί μας. Με παραστάσεις στο διευθυντή επιτράπηκαν τα δέματα μόνο για τους αρρώστους.
Ήρθε και στο Μανώλη δέμα και πήγε να το πάρει από το γραφείο του Μαθιουδάκη και αυτός τον ρώτησε από τι πάσχει.
Ο Μανώλης του λέει “με πονάει το στομάχι μου”. Κι ο Μαθιουδάκης “στομάχι, στομάχι αλλά κι εσύ φώναζες με τους άλλους” και ο Μανώλης του λέει δήθεν απορημένος. “Μα δεν φώναζα με το στομάχι”. Τότε εκείνος ο αγέλαστος έσκασε ένα χαμόγελο και του ‘δωσε το δέμα με τα τρόφιμα που τα ‘χε στείλει η φτωχή αδελφή του.
Όσο για τα στελέχη του Κόμματος που ήταν μαζί μας, η ανθρώπινη συμπεριφορά τους γενικά ήταν άψογη.
Κανένα δεν θυμάμαι να “έχει καβαλήσει το καλάμι” επειδή ήταν στέλεχος.
Ο Ερυθριάδης συγκεκριμένα και ο Λουλές σαν άνθρωποι ήταν θαυμάσιοι. Δεν δέχτηκαν καμιά διάκριση στις υποχρεώσεις τους. Καθάριζαν κι αυτοί το θάλαμο και τις τουαλέτες όταν έρχονταν η σειρά τους , μαζί μας έρχονταν και καθαρίζαμε τα τρόφιμα και το προαύλιο. [20]
Με τον Ερυθριάδη παίζαμε μαζί πιγκ πονγκ και ο Λουλές όταν είχε κέφια μας έλεγε αστείες ιστορίες.
Ο Σπανός επίσης είχε την Καριώτικη καλοσύνη και μετριοφροσύνη. Γενικά όλα τα μέλη της ομάδας των πολιτικών κρατουμένων του Ιντζεδίν, στελέχη και απλά μέλη, απόφοιτοι δημοτικού, γυμνασίου και πτυχιούχοι πανεπιστημίου, ήταν άνθρωποι αξιόλογοι και ο καθένας κουβάλαγε μια μικρή ή μεγάλη αγωνιστική ιστορία”. [21]
Ο Γιώργος Κατσάς στη συνέχεια της μαρτυρίας του κάνει λόγο για τις εκλογές του 1956, το σπάνιο επισκεπτήριο, μιας και “τα έξοδα για εισιτήρια και την παραμονή των συγγενών μας ήταν απαγορευτικά για τις φτωχικές οικονομικές τους δυνατότητες”, [22] τον σεισμό της Σαντορίνης το καλοκαίρι του 1956 που ταρακούνησε το ετοιμόρροπο κάτεργο του Ιτζεδίν. [23] Αφηγείται το πως αντιμετώπισαν αποτελεσματικά και συλλογικά οι πολιτικοί κρατούμενοι την απειλή από την επιδημία της ασιατικής γρίπης το επόμενο καλοκαίρι του 1957 χωρίς να έχουν θύματα [24] και τις εμπειρίες από τη σύντομη παραμονή του στις επανορθωτικές φυλακές Χανίων. [25]
Στη συνέχεια κάνει λόγο για τους πρώτους τριγμούς που εμφανίστηκαν στην ομάδα των πολιτικών κρατουμένων στο Ιτζεδίν έπειτα από το εικοστό συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και την έκτη ολομέλεια της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε., η οποία -όπως είναι γνωστό- καθαίρεσε τον Ν. Ζαχαριάδη και τους άμεσους συνεργάτες του από την ηγεσία”, [26] σηματοδοτώντας τη διάσπαση των κομμουνιστών σε δύο ομάδες, αυτής των “ανανεωτικών” ή “αναθεωρητών” και αυτής των “κομματικών”.
Στις αρχές του 1958 η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη φυλακή του Ιτζεδίν του είχε γίνει αφόρητη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει πειράξει το νευρικό του σύστημα. Δεν κοιμόταν τα βράδια, είχε φοβερούς πονοκεφάλους και ένιωθε σωματική αδυναμία. Βρισκόταν στα όρια νευρικής κατάπτωσης, όταν το καλοκαίρι του 1958 μεταφέρθηκε στη φυλακή της Αίγινας, όπου έμεινε λίγους μήνες μέχρι που αποφυλακίστηκε.
Ύστερα από δύο χρόνια έγινε η δίκη στο στρατοδικείο και τον αθώωσαν. Πήραν μάλιστα απόφαση πως “δεν δικαιούται αποζημιώσεως, διότι παρέμεινεν εις τα φυλακάς εξ υπαιτιότητός του”. [27]
Αναφορές:
[1] Βλ. Βελισσάριος Κοσσυβάκης, Ιδρύεται Σύλλογος Απογόνων Πολιτικών Κρατούμενων στο Ιτζεδίν, εφημερίδα “Αγώνας της Κρήτης”, Τρίτη 28 Αυγούστου 2018.
[2] Για τις συνθήκες με τις οποίες κρατούνταν οι κατάδικοι κομμουνιστές στον Μεσοπόλεμο στις Εγκληματικές Φυλακές Καλαμίου Κρήτης (Ιτζεδίν) βλ. και Δημήτρης Δαμασκηνός, Αύγουστος 1934: Η διεύθυνση των Εγκληματικών Φυλακών Καλαμίου (Ιτζεδίν) πυροβολεί εν ψυχρώ τον κατάδικο Καραβαράκη και καταστέλλει βίαια τη στάση των κρατουμένων!, εφημερίδα “Αγώνας της Κρήτης”, 30 Σεπτεμβρίου 2017.
[3] Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], ΙΤΖΕΔΙΝ. Τόπος μαρτυρίου, θυσίας και ηρωισμού, εφημερίδα “Ριζοσπάστης, Κυριακή 2 Νοέμβρη 2008, ένθετη έκδοση: “7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ”, σελ. 11.
[4] Ένας από τους εκτελεσμένους το 1949 ήταν ο καθηγητής Αντρέας Βρούσιος (βλ. Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], ΙΤΖΕΔΙΝ. Μαρτυρικές σελίδες της ιστορίας του λαού μας, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Κυριακή 29 Ιούλη 2001, σελ. 16).
[5] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; Από Ικαρία, Αθήνα, Ιντζεδίν, Αίγινα, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1992.
[6] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 83.
[7] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 90.
[8] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 91.
[9] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 96. Βλ. και Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΩΡΓΗ ΕΡΥΘΡΙΑΔΗ. Δεσμώτης – μάρτυρας του Ιτζεδίν. Το παράδειγμά του εμπνέει και καθοδηγεί πάντα, εφημερίδα “Ριζοσπάστης, Παρασκευή 19 Γενάρη 1996, σελ. 22.
[10] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 99-101.
[11] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 109.
[12] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 111.
[13] Βλ. Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Η μεγάλη απόδραση από τα Βούρλα, εφημερίδα “Ριζοσπάστης”, Κυριακή 2 Αυγούστου 2015, σελ. 20 & Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο], Βούρλα: Από κρατικά πορνεία σε φυλακές – Η μεγάλη απόδραση των Κομμουνιστών που ντρόπιασε τον “Εθνάρχη” (Photos), εφημερίδα “Το Ποντίκι” (ηλεκτρονική έκδοση), 17/7/2018. .
[14] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 118.
[15] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 121.
[16] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 123.
[17] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 124-127.
[18] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 127.
[19] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 130.
[20] Για τις απασχολήσεις και την οργάνωση της ομάδας των πολιτικών κρατουμένων βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 132-136.
[21] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 128.
[22] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 140.
[23] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 142-144.
[24] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 145-146.
[25] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 147-150.
[26] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 156.
[27] Βλ. Γιώργος Κατσάς, Ήταν ο δρόμος σωστός; ό.π., σελ. 173.