Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος, Αναλυτής, Ερευνητής Ι.J.F
Για τρεις δεκαετίες το νεοφιλελεύθερο σύστημα παρήγαγε τεράστια κέρδη για τις πολυεθνικές, τα επενδυτικά ιδρύματα και τα επιχειρηματικά κεφάλαια, και υπέρογκη συσσώρευση πλούτου για τους καινούριους υπερ-πλούσιους παγκοσμίως, ενώ αύξησε κατάφωρα το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών και εμβάθυνε τις ανισότητες εισοδημάτων, υγείας και ευκαιριών εντός και μεταξύ χωρών σε μια κλίμακα που έχουμε να δούμε από πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη το μέχρι σήμερα δυναμό του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος – οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι τώρα χαμηλότεροι από ό,τι ήταν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν υπήρχε μεγαλύτερη ισορροπία ισχύος μεταξύ κοινωνικών τάξεων. Έχει υπάρξει απότομη πτώση στις κατασκευές και έντονη επέκταση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και του τομέα των υπηρεσιών- και μια μαζική μετατόπιση ισχύος και πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από το κράτος στην αγορά. Η αγορά έχει γίνει το πρότυπο των κοινωνικών σχέσεων, με μόνη αξία την ανταλλακτική. Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν φανεί αδύναμες και αναποφάσιστες ως προς την ανταπόκρισή τους στην περιβαλλοντική κρίση, τη κλιματική αλλαγή και την απειλή απέναντι στη βιώσιμη ζωή στον πλανήτη, και έχουν αρνηθεί να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα με όρους διαφορε¬τικούς από τους δικούς τους -οι οποίοι είναι εκείνοι της αγοράς.
Κατά παρόμοιο τρόπο, η οικονομική κρίση έχει χρησιμοποιηθεί από πολλές δυτικές κυβερνήσεις ως μέσο για την περαιτέρω εδραίωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Έχουν υιοθετήσει σκληρά μέτρα λιτότητας, τα οποία ισχυρίζονται ότι είναι ο μόνος τρόπος για τη μείωση των ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της «χρυσής» περιόδου της δεκαετίας του 1980 και του 1990. Έχουν ξεκινήσει μια επίθεση στα εισοδήματα, το βιοτικό επίπεδο και τις συνθήκες ζωής των λιγότερο εύπορων μελών της κοινωνίας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το πρόγραμμα περικοπών έχει παγώσει τα εισοδήματα, περιορίσει τις παροχές, επιτεθεί με αγριότητα στην απασχόληση στον δημόσιο τομέα, και υπονομεύσει την τοπική αυτοδιοίκηση. Έχει ενθαρρύνει το ιδιωτικό κεφάλαιο να υποσκάψει το κράτος πρόνοιας και να διαλύσει τις δομές υγείας, πρόνοιας και εκπαίδευσης. Το βάρος της «επίλυσης» της κρίσης έχει δυσανάλογα ξεφορτωθεί πάνω στους εργαζόμενους, στοχεύοντας τις ευπαθείς, περιθωριοποιημένες ομάδες. Αυτές περιλαμβάνουν χαμηλού εισοδήματος μονογονεϊκές οικογένειες- παιδιά σε συνθήκες φτώχειας – γυναίκες που προσπαθούν να ανταπεξέλθουν μεταξύ μερικής απασχόλησης και πολλαπλών οικιακών ευθυνών – συνταξιούχους, άτομα με αναπηρία, και ψυχασθενείς- άτομα «εξαρτώμενα» από παροχές πρόνοιας και χαμηλού κόστους δημόσια στέγαση – άνεργους νέους (κυρίως νέους μαύρους) και φοιτητές. Οι εγκαταστάσεις για τους νέους έχουν κλείσει και οι πολίτες που εξαρτώνται από τις δημόσιες παροχές για την κοινωνική τους ευημερία βρίσκονται στερημένοι. Πέρα από τις τιμωρητικές και οπισθοδρομικές κοινωνικές επιπτώσεις της, πρόκειται για μια στρατηγική καταδικασμένη να αποτύχει ακόμα και με τους δικούς της όρους, δεδομένου ότι η κύρια συνέπεια της θα είναι μια σοβαρή πτώση της ζήτησης και μια κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, εμβαθύνοντας την καθοδική πορεία της οικονομίας, με μικρή πτώση του ελλείμματος.
Με άλλα λόγια, η ίδια η κρίση έχει χρησιμοποιηθεί για να ενισχυθεί η αναδιανομή από φτωχούς σε πλούσιους. Επιπλέον, έχει επίσης προσφέρει το άλλοθι για μια εκτεταμένη περαιτέρω αναδιάρθρωση του κράτους και της κοινωνίας στη γραμμή της αγοράς, με μια σειρά από ιδεολογικά προωθούμενες «μεταρρυθμίσεις» που αποσκοπούν στην προέλαση των ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορευ¬ματοποίησης. Έχει ενθαρρύνει τις ιδιωτικές, εξατομικευμένες λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα. Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντικό για την αριστερά να αρθρώσει το επιχείρημα ότι είναι καιρός για μια νέα ηθική και οικονομική διευθέτηση.
Αυτό που έχει συμβεί στην Ευρώπη – αλλά και στις ΗΠΑ σε περισσότερο σιωπηρή και διασκορπισμένη μορφή – δεν είναι τίποτα λιγότερο από την πλήρη ανασκευή (rewriting) των υποδηλούμενων κοινωνικών συμβολαίων που έχουν υπάρξει από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και μετά. Αυτά τα συμβόλαια απένειμαν ανανεωμένη νομιμοποίηση στο καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο είχε πλήρως απαξιωθεί μετά την μεγάλη ύφεση [της δεκαετίας του 1930]. Σε αντάλλαγμα δόθηκε ένα κράτος πρόνοιας που εγγυάται την ελάχιστη φροντίδα ως προς όλα τα βάρη που οι περισσότεροι πολίτες πρέπει να σηκώσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους – τη φροντίδα των παιδιών, την εκπαίδευση, την υγεία, την ανεργία, την αναπηρία, και τα γερατειά.
Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα ιερό για οποιαδήποτε από τις λεπτομέρειες αυτών των κοινωνικών συμβολαίων. Τα όρια τους έχουν πράγματι τροποποιηθεί συνεχώς. Ωστόσο, η ανασκευή τους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν έχει προηγούμενο. Δεν είναι απλά το ότι το εύρος και η ταχύτητα των περικοπών είναι ασυνήθιστα μεγάλη. Είναι περισσότερο ότι η ανασκευή γίνεται από την πίσω πόρτα.
Αντί να τίθεται ρητά ως επαναπροσδιορισμός του κοινωνικού συμβολαίου, που αλλάζει τα δικαιώματα των ανθρώπων και τον τρόπο που η κοινωνία καθορίζει τη νομιμοποίηση της, ο διαμελισμός του κοινωνικού κράτους παρουσιάζεται ως τεχνοκρατική άσκηση «εξισορ¬ρόπησης λογιστικών βιβλίων». Στην πορεία η Δημοκρατία στειρώνεται και οι διαμαρτυρίες κατά των περικοπών απορρίπτονται.
Μόνο η πολιτική ενοποίηση του πυρήνα της Ευρώπης μπορεί να προσφέρει την ελπίδα πως θα μπορέσει να αντιστραφεί η -ήδη πολύ προχωρημένη- διαδικασία του μετασχηματισμού μιας δημοκρατίας που οικοδομήθηκε πάνω στο ιδεώδες του κοινωνικού κράτους σε μια δήθεν δημοκρατία στην οποία θα κυριαρχούν τα ιδεώδη της αγοράς.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, μια κρίση που πυροδοτήθηκε από τον πιο προωθημένο του τομέα, εκείνο των τραπεζών, δεν μπορούσε να επιλυθεί παρά μόνο με τις κυβερνήσεις να βάλουν τους πολίτες τους, με την ιδιότητα του φορολογουμένου, να καλύψουν τις απώλειες. Στο σημείο αυτό, διερράγη ένα φράγμα, που διαχώριζε τις συστημικές διαδικασίες από εκείνες της καθημερι¬νότητας. Οι πολίτες δικαίως αγανάκτησαν.
Το πλατιά διαδεδομένο αίσθημα της αδικίας προέρχεται από το γεγονός πως ο λαός εκτιμά πως μια απρόσωπη διαδικασία -«οι αγορές»- ανέλαβε μια ευθέως πολιτική διάσταση. Αυτό το αίσθημα συνοδεύεται από εκείνο της οργής, καταπιεσμένης ή μη, ή της αδυναμίας. Για να αντιμετωπισθούν αυτές οι τάσεις, χρειαζόμαστε νέες πολιτικές ενδυνάμωσης των πολιτών.
Ο λαός της Ευρώπης χρειάζεται να ξέρει πως ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει το κοινωνικό του μοντέλο και την πολιτιστική του ποικιλομορφία είναι να ενωθεί και να συνεργαστεί. Χρειάζεται να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα αν θέλει να επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα διεθνή πολιτικά πράγματα και να συνεισφέρει σε λύσεις στα παγκόσμια προβλήματα. Εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής ενοποίησης σήμερα, σημαίνει δια παντός αποχώρηση από την παγκόσμια σκηνή.
Πώς μπορούμε να ζητάμε από τους ανθρώπους να αποδεχθούν με πραότητα τις άγριες περικοπές του βιοτικού επιπέδου που συνεπάγονται τα μέτρα λιτότητας; Θέλουμε απλώς να συμφωνήσουν ότι οι τεράστιες δημιουργικές δυνατότητες τόσων πολλών νέων ανθρώπων πρέπει να εξαλειφθούν, και τα ταλέντα τους να παγιδευτούν σε μια ζωή μακροχρόνιας ανεργίας; Όλα αυτά απλώς για να μπορούν οι τράπεζες να αποπληρωθούν, και οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι; Όλα αυτά, μόνο και μόνο για να διατηρηθεί ένα καπιταλιστικό σύστημα που έχει προ πολλού περάσει την ημερομηνία λήξης του, και που τώρα δεν προσφέρει στον κόσμο τίποτα παρά καταστροφή.
Ωστόσο η οργή μπορεί τόσο εύκολα να γίνει εθνικιστική, ακόμα και φασιστική οργή, μια οργή που δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει τον κόσμο. Είναι συνεπώς σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η οργή δεν είναι εναντίον των Γερμανών, ούτε καν εναντίον της ANGELA MERKEL ή του MAKRON. Αυτοί οι πολιτικοί είναι απλώς αλαζονικά και θλιβερά σύμβολα του πραγματικού αντικειμένου της οργής, της κυριαρχίας του χρήματος και της υποταγής όλης της ζωής στη λογική του κέρδους. Έτσι είναι όλη η ιστορία του καπιταλισμού και δείχνει ότι οι υποτιθέμενες θεραπείες για την σημερινή οικονομική αλλά και ανθρωπιστική κρίση, δεν είναι ορατές στο μέλλον.
Τέλος, για εμάς τους υπόλοιπους έχει έρθει η ώρα να επιλέξουμε αν θα ακολουθήσουμε αυτή την ατζέντα ή αν θα απαιτήσουμε από το παρόν πολιτικό σύστημα να αλλάξει πορεία.