Του Κώστα Σπυριδάκη
Ο υπουργός που ανέλαβε να πραγματοποιήσει το σχέδιο κινητικότητας-απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σχεδόν σε κάθε του συνέντευξη δηλώνει ότι η «σιωπηλή πλειοψηφία» των πολιτών συμφωνεί με την πολιτική που ακολουθεί. Είναι προφανές ότι το επαναλαμβάνει ακριβώς επειδή η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει δεν έχει λάβει τέτοια εντολή από το εκλογικό σώμα, καθώς σχηματίστηκε από κόμματα που υποσχέθηκαν ότι θα αποτρέψουν τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, για τις οποίες είχαν δεσμευθεί με την περίφημη αναδιαπραγμάτευση που δεν έγινε ποτέ. Προκλητική η δήλωση του κ.Μητσοτάκη, λοιπόν, αλλά αφού η πλειοψηφία δεν εκδηλώνεται του δίνει το δικαίωμα να μεταφράσει τη σιωπή της ως συναίνεση. Άλλωστε και ο ίδιος ο Β.Σόϊμπλε μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα δήλωσε πως οι έλληνες τελικά μπορεί και να συμφωνούν με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, αφού μόνο 3.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ενάντια σε αυτές. Έτσι, έπειτα από το κλείσιμο της ΕΡΤ, την κατάργηση της Δημοτικής Αστυνομίας και των τεχνικών ειδικοτήτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η κυβέρνηση, παρά τις απώλειες της σε κοινοβουλευτική δύναμη, συνεχίζει να εφαρμόζει τα σχέδιά της, κάνοντας το δημοσιογράφο του ΣΚΑΪ Μ.Παπαδημητρίου να μιλάει με περηφάνια για το πόσο ανθεκτική και αξιόπιστη αποδεικνύεται στα μάτια των δανειστών μας.
Μήπως τελικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δίκιο; Υπάρχει τέτοια συναίνεση; Μια μερίδα των πολιτών όντως ενστερνίζεται ιδεολογικά και υπηρετεί πρακτικά τις πολιτικές της κυβέρνησης. Πρόκειται για εκείνους που αναμένουν να διαδραματίσουν κάποιο σημαντικό ρόλο στη Σαμαρική «Νέα Ελλάδα». Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δίνουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα για το μοντέλο κοινωνίας που επιχειρεί να θεμελιώσει: μείωση του μαθητικού πληθυσμού , κατά συνέπεια και του μετέπειτα φοιτητικού, μέσω εξετάσεων που θα λειτουργούν ως ταξικά φίλτρα και διοχέτευση φθηνού εργατικού δυναμικού στην αγορά της γκρίζας, ευέλικτης εργασίας. Εκπαιδευτικοί υποταγμένοι στη διοικητική ιεραρχία μέσω της αξιολόγησης ως κριτηρίου μισθολογικής και υπηρεσιακής κατάστασης. Μαθητές υποταγμένοι στους εκπαιδευτικούς μέσω της βαθμολογίας ως κριτηρίου εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Με λίγα λόγια, χτίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα καθρέφτης αλλά και μήτρα ενός αυταρχικού κράτους που θα παρέχει μόνο όσες δημόσιες υπηρεσίες εξυπηρετούν τις ανάγκες ασφάλειας, πειθάρχησης και κατάρτισης του πληθυσμού σε ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στην-με κάθε τρόπο-διευκόλυνση της πρωτοβουλίας του μεγάλου κεφαλαίου. «Καιρός ήταν να σφίξουν οι κώλοι», θα αναφωνήσουν όσοι γκρίνιαζαν για τις παθογένειες του ελληνικού κράτους και την καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού, αν και συνήθως εννοούν τους κώλους των άλλων, γιατί τους δικούς τους είτε έχουν φροντίσει να τους καλύψουν είτε νομίζουν ότι τους έχουν καλύψει, καθώς κανείς δεν ξέρει ποιες απαιτήσεις των δανειστών θα κληθεί να ικανοποιήσει η κυβέρνηση την επόμενη μέρα.
Μια δεύτερη κατηγορία «συναινούντων» είναι απλώς πραγματιστές, όσο η πολιτική εξουσία τους εξασφαλίζει κάποια προβλεψιμότητα στη ζωή τους για ένα κοντινό χρονικό ορίζοντα, την υποστηρίζουν χωρίς να τους απασχολούν ιδιαίτερα διλλήματα του τύπου ‘δημοκρατία ή αυταρχισμός» ,«άνεση ή αξιοπρέπεια», «ησυχία ή ελευθερία». Αυτοί αποτελούν και την κρίσιμη μάζα που μετακινείται ανάλογα με τη συγκυρία, δίνοντας την πλειοψηφία στη μια ή την άλλη πολιτική δύναμη. Προς το παρόν, μπορεί η κυβέρνηση να αποσπά τη συναίνεσή τους προσφέροντας μικροϊκανοποιήσεις από δω και από κει, καθώς έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα η κορυφή στην ιεραρχία της κοινωνικής πυραμίδας θα παραμείνει άθικτη. Αρκούνται, λοιπόν, στην τιμωρία ορισμένων πολιτικών για διαφθορά, ορισμένων επιχειρηματιών για φοροδιαφυγή, ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων για πελατειακές σχέσεις, τη στιγμή που η πολιτική και οικονομική ελίτ που τους εξέθρεψε συνεχίζει να κινεί τα νήματα.
Σε αυτούς απευθύνεται, λ.χ., το ιδεολόγημα του διαχωρισμού των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα από εκείνους του δημοσίου. Υποτίθεται ότι αφού οι πρώτοι τιμωρήθηκαν από την κρίση με ανεργία, είναι σωστό και δίκαιο να έχουν και οι δεύτεροι την ίδια τύχη, λες και πρόκειται για ανθρώπους άσχετους μεταξύ τους, που ζουν σε διαφορετικούς κόσμους. Πώς επωφελείται άραγε ο απολυμένος ιδιωτικός υπάλληλος από τις απολύσεις στο δημόσιο, όταν απολύεται η σύζυγός του που τον συντηρούσε; Πώς επωφελούνται γενικότερα οι άνεργοι του ιδιωτικού τομέα, όταν οι απολυμένοι του δημοσίου προστίθενται στους ανταγωνιστές τους στην αγορά εργασίας; Επίσης, σε αυτούς ανήκουν όσοι πείστηκαν για την ανάγκη του αυτοπεριορισμού εσωτερικεύοντας ενοχικές αφηγήσεις του είδους « όλοι μαζί τα φάγαμε» ή «ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητες μας», έναν αυτοπεριορισμό που νομιμοποιεί την ανισότητα χωρίς να αμφισβητεί το κυρίαρχο, επίπλαστο, καταναλωτικό πρότυπο και τις τωρινές δομές εξουσίας.
Από την άλλη μεριά, όσοι αισθάνονται ότι δεν μπορούν παρά να αντιταχθούν στο παραπάνω μοντέλο κοινωνίας, φαίνεται να δυσκολεύονται να διαμορφώσουν συναίνεση πάνω σε μια εναλλακτική πρόταση. Κάποιοι στηρίζουν τις ελπίδες τους περισσότερο στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας μέσω των αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ενώ κάποιοι άλλοι βασίζονται περισσότερο στις αυθόρμητες κινηματικές διαδικασίες και τις πρωτοβουλίες αυτό-οργάνωσης σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι θα έπρεπε να αναγνωρίζουν την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης. Δυστυχώς όμως, ακόμα και όσοι αντιλαμβάνονται αυτή την αλληλεπίδραση δεν οδηγούνται πάντα στη δράση: Από τη μια μεριά οι τοπικές ή οι επιμέρους κλαδικές πρωτοβουλίες δεν μπορούν να μαζικοποιηθούν και να κλιμακωθούν, φαντάζουν μάταιες, αν ο κόσμος δεν πιστεύει σε μια αλλαγή κυβερνητικής εξουσίας που θα ικανοποιούσε τα αιτήματά τους. Από την άλλη, όσοι προσβλέπουν σε μια αλλαγή κυβερνητικής εξουσίας που θα ικανοποιούσε τα αιτήματά τους παρασύρονται σε εφησυχασμό, ανάθεση, παθητική ή στάση αναμονής, ειδικά όταν η κυβέρνηση δείχνει πότε-πότε σημάδια ότι μπορεί να πέσει από μόνη της. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όσο δεν αντιδρούν, ακόμα και αυτοί αθροίζονται με τους υπόλοιπους στη λεγόμενη «σιωπηλή πλειοψηφία», τη σιωπή της οποίας όπως θέλει ερμηνεύει ο καθένας όπως θέλει.
Δεν ξέρω αν και πόσο θα συνεχιστεί αυτή η σιωπή. Κάποιοι θεωρούν ότι η κρίση νομιμοποίησης του τωρινού συστήματος εξουσίας είναι τέτοια που νομοτελειακά οδηγούμαστε στην κατάρρευσή του. Αμφιβάλλω. Από ότι φαίνεται μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα, σμιλεύοντας δομές εξουσίας και εξάρτησης με πολλές μικρές παρεμβάσεις και τομές που δεν εκλαμβάνονται ως άμεσες ή αρκετά σοβαρές απειλές για τους περισσότερους. Ευτυχώς, όμως καμία τέτοια παρέμβαση δε γίνεται χωρίς κόστος. Γεννάει αντιστάσεις, ξυπνάει συνειδήσεις, διαμορφώνει αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις εκεί που κάποτε κυριαρχούσε η απάθεια και η ιδιώτευση. Έτσι, παρά τη σιωπή που επικρατεί ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές που λένε:«κάνε ότι είναι να κάνεις αλλά….όχι στο όνομα μου».