Του Νίκου Νικόλιζα-News Σαββατοκύριακο
Η αδελφή του Νίκου Ξυλούρη, Ζουμπουλία, ανοίγει την καρδιά της και μιλάει για τον «Αρχάγγελο της Κρήτης» και όσα δεν έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα για εκείνον…
«Όταν ο Νίκος επέστρεψε από την Αμερική, πήγε ο Ξαρχάκος και τον συνάντησε. Ήταν πολύ δεμένοι και ο Σταύρος είχε στεναχωρηθεί με την αρρώστια του. Του λέει, λοιπόν, τότε: “Νίκο μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά”. Και ο αδελφός μου του απαντάει: “έβαλε ο θεός σημάδι, παλικάρι στα Σφακιά”. Τα λόγια αυτά ήταν αυθόρμητα και του βγήκαν από τη στεναχώρια που είχε με την αρρώστια του. Αμέσως ο Σταύρος Ξαρχάκος το ‘πιασε και έτσι, μετά από λίγο καιρό μπήκαν στο στούντιο και ηχογράφησαν αυτό το εκπληκτικό τραγούδι, που ήταν και από τα αγαπημένα του…»
Με αυτή τη συγκλονιστική μαρτυρία, η αδελφή του «αηδονιού» της Κρήτης, Νίκου Ξυλούρη, Ζουμπουλία, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, μιλάει αποκλειστικά στη News για τον «Αρχάγγελο της Κρήτης» που δόξασε το κρητικό τραγούδι στα πέρατα της γης.
Στα Ανώγεια τα πάντα θυμίζουν τον Νίκο Ξυλούρη. Άλλωστε εκείνος είναι που έκανε το χωριό διάσημο και πλήθος κόσμου συρρέει στο σπίτι-μουσείο που διατηρεί η πολυαγαπημένη του αδερφή Ζουμπουλία στην κεντρική πλατεία. Δεν είναι μεγάλο. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο, γεμάτο όμως με κειμήλια, φωτογραφίες και πολλές αναμνήσεις. «Όταν ήρθε εδώ ο πρωθυπουργός, ο Σαμαράς, μου λέει: “είναι δυνατόν σε ένα τόσο μικρό δωμάτιο να γεννήθηκε ένας τόσο μεγάλος καλλιτέχνης;” Και εγώ του απαντάω: “όπως ο Χριστός γεννήθηκε σε φάτνη, έτσι ο Νίκος γεννήθηκε σε αυτό το δωματιάκι”. Άλλωστε οι μεγάλοι και σπουδαίοι, σχεδόν όλοι γεννήθηκαν σε ταπεινά σπίτια».
Η προφορά της βαριά Κρητική, με δυσκολία καταλαβαίνεις πολλές από τις λέξεις που προφέρει. Καλοσυνάτη, το πρώτο πράγμα που μας ζητάει είναι να της πούμε τι καφέ πίνουμε. «Έπαιρνα μια μικρή σύνταξη και μ’ αυτή έψηνα σε όλο τον κόσμο καφέ δωρεάν. Τους έδινα και κρητικά κουλούρια. Και αυτή μου την πετσόκοψαν και προσπαθώ να τα βγάλω πέρα. Όσο ζω, όμως, θα φυλάω το σπίτι αυτό σαν τη ζωή μου. Έρχεται κόσμος από κάθε μέρος της Ελλάδος και όπου υπάρχει ελληνισμός. Κλαίνε, μου φυλάνε τα χέρια και ο καθένας έχει και μια ιστορία να θυμηθεί από τον Νίκο. Πρέπει να έχεις σιδερένια καρδιά για να αντέξεις τόσο πόνο» λέει με παράπονο, αρχίζοντας την πολύωρη συζήτησή μας για τον «Αρχάγγελο της Κρήτης»!
«Ζήσαμε τραγικά παιδικά χρόνια…»
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε το 1936, στα Ανώγεια Ρεθύμνου. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Η κυρία Ζουμπουλία, μεγαλύτερη σε ηλικία από τον Νίκο, δεν μπορεί να ξεχάσει τις τραγικές στιγμές τις οποίες έζησε τότε. «Για 40 μέρες οι Γερμανοί έκαιγαν το χωριό μας. Εμάς μας πήραν σε άλλα χωριά για να σωθούμε, ενώ ο πατέρας μας ο Γιώργης Ξυλούρης ήταν στα βουνά αντάρτης για πολλούς μήνες. Πίσω, είχαμε αφήσει μόνο τη γιαγιά μας και μαζί με τη μάνα μας επιστρέψαμε να την πάρουμε. Τότε, καθώς ανηφορίζαμε αντικρίσαμε Γερμανούς στρατιώτες που της έλεγαν: “γιαγιά έλα βγες, γιατί θα σε κάψουμε μαζί με το μαγαζί”. Από τα πολλά, η γιαγιά βγήκε και οι Γερμανοί έκαψαν το μαγαζί μαζί με το σπίτι μας. Και εμείς ανυπεράσπιστοι γυρίζαμε από δω και από εκεί για να βρούμε στέγη».
«Από μικρός ο Νίκος έψελνε…»
Η αρχή του Νίκου Ξυλούρη στο τραγούδι γίνεται εντελώς τυχαία, όπως λέει η πολυαγαπημένη του αδερφή. Καλλίφωνος από πολύ μικρός, γίνεται επίκεντρο σχολιασμού σε γλέντια, πανηγύρια αλλά και εκκλησιαστικά τροπάρια στα οποία είχε αδυναμία. «Όταν ήμασταν μικρά παιδιά, ο δάσκαλος του δημοτικού άκουσε τον Νίκο να τραγουδάει παιδικά τραγούδια. Η φήμη του ήταν κάτι το απίστευτο. Σε λίγο καιρό όλοι μιλούσαν για τον αδελφό μου. Όταν είχαμε γυμναστικές επιδείξεις, οι Ανωγιανοί έλεγαν: “πάμε στις γυμναστικές επιδείξεις να ακούσουμε το Ξυλουράκι που τραγουδάει”. Και έτσι, μικρό κοπέλι που ήταν έμαθε και λύρα. Πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε και όλοι τον θαύμαζαν. Μεγαλώνοντας ο Νίκος αυτοδίδακτος άρχισε να μαθαίνει νότες και να γράφει τραγούδια, μαντινάδες και να τις τραγουδάει. Τελειώνοντας το δημοτικό ο πατέρας μας, πήγε στο σχολείο και ρωτάει το δάσκαλο: “κύριε Τραμουντάνη, ο γιος μου έχει κλήση στη μουσική τι να κάνω;” Και ο δάσκαλος του απαντάει: “να του πάρεις μια λύρα να παίζει”. Και πράγματι, ο Νίκος έγινε πολύ σπουδαίος με τη λύρα και σε ηλικία 15 ετών αποφάσισε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ουρανία. Σιγά σιγά τον έμαθε όλη η Κρήτη. Άνοιξε κέντρα στο Ηράκλειο και έκανε τεράστια επιτυχία. Κάποια στιγμή πήγε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος για να τον ακούσει. Και του λέει: “Κρίμα με τέτοια φωνή, Νίκο, να μην πάμε στο στούντιο να ηχογραφήσουμε”. Και ο Νίκος του απαντάει: “Και αν δεν πετύχω, Γιάννη, τι θα κάνω;” Και ο Γιάννης του ξαναλέει: “με τέτοια φωνή θα στείλεις στα ουράνια τον κόσμο”. Σε ηλικία 20 χρονών έβγαλε το “Ράβε, ξήλωνε” και έγινε χαμός. Όλοι τον είχαν σαν θεό».
«Τραγουδούσε δωρεάν και χρωστούσε το σπίτι που είχε πάρει…»
Τα όσα έχουν γραφτεί για την καλοψυχία του Νίκου Ξυλούρη είναι μνημειώδη. Η αδελφή του είναι αποκαλυπτική. «Η καλοσύνη του δεν περιγράφεται με λόγια. Του ζητούσαν να τραγουδήσει αφιλοκερδώς και εκείνος, αν και χρωστούσε το σπίτι που είχε αγοράσει όχι μόνο, πήγαινε αλλά έκανε δύο και τρεις συναυλίες. Και εμάς μας έλεγε: “δεν πειράζει. Όλα εδώ θα μείνουν”. Την εποχή της Χούντας, μάλιστα, εκείνος έτρεχε συνέχεια στην Κύπρο για να κάνει συναυλίες και να ξεσηκώσει το λαό και να μιλήσει για τα ιδανικά μας. Και η μάνα μας τρελαινόταν. “Γιε μου, ξεχρέωσε το σπίτι. Μην το αφήνεις”. Και εκείνος της απαντούσε με μαντινάδες: “Η κακομοίρα η μάνα μου, πάντα παράγγελνέ μου. Της μαυρομάτας το στενό, μην το περνάς υιέ μου”.
«Τραγουδούσε την “Ξαστεριά” και το τανκ έμπαινε στο Πολυτεχνείο…»
Αναμφισβήτητα ο Νίκος Ξυλούρης ήταν ένας από τους ανθρώπους που συνέβαλαν σημαντικά στην πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών. Η αδελφή του θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου. «Υπήρχε αναταραχή. Κανείς δεν ήξερε τι θα συμβεί. Ο Νίκος στεκόταν εκεί, στον προαύλιο χώρο και εμψύχωνε του φοιτητές. Και καθώς τραγουδούσε το “Πότε θα κάμει ξαστεριά” το τανκ εισβάλλει στο Πολυτεχνείο. Όλοι του φώναζαν: “Νίκο, φύγε θα σε σκοτώσουν”. Και εκείνος συνέχιζε να τραγουδάει και να μην παραδίδει τα όπλα. Όμως όλες οι τηλεοράσεις είχαν κόψει τον Νίκο από τα προγράμματα λόγω της αντίστασης που έκανε. Και ο πατέρας μας αγχωνόταν. Φοβόταν μην τον σκοτώσουν. Κάποια μέρα τον παίρνει τηλέφωνο και του λέει: “πατέρα, μην ανησυχείς είμαι καλά”. Όμως ήδη ο πατέρας μου από τη στεναχώρια είχε βγάλει όγκους και σε έξι μήνες πέθανε».
«Η μάνα και ο πατέρας μας πέθαναν από τον καημό του Νίκου…»
Τα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας βουρκώνουν και σου μιλούν στην καρδιά. Σου τρυπάνε την καρδιά, γιατί ο Νίκος Ξυλούρης είναι από τους πιο αγαπητούς τραγουδιστές που έχουν περάσει από το ελληνικό πεντάγραμμο. Ακόμα και σήμερα όμως, 33 χρόνια από το θάνατό του, η κυρία Ζουμπουλία δεν μπορεί να κατανοήσει πως εκείνος έχει φύγει. Θυμάται, μιλάει μόνη της στις άψυχες φωτογραφίες του αδελφού της και «βυθίζεται» στις αναμνήσεις. «Όταν ο Νίκος επέστρεψε από την Αμερική, όπου είχε πάει για να διαπιστώσει τι συμβαίνει με την υγεία του, ο κόσμος ήταν ανάστατος. Ήθελε να μάθει νέα για εκείνον. Η μάνα μας, λοιπόν, δεν ήξερε για την ασθένειά του. Και ο ίδιος όμως δεν ήθελε να μάθει τίποτα εκείνη για να την προστατέψει. Και όλοι συνεχώς την ρωτούσαν. Μια Κυριακή που η μάνα μας πήγε στην εκκλησία, καθώς προσκυνούσε και ο κόσμος επέμενε να τη ρωτάει στεναχωρήθηκε τόσο που έπαθε εγκεφαλικό από την στεναχώρια της και έμεινε κατάκοιτη για τριάμισι χρόνια. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Όταν ο Νίκος λοιπόν βρισκόταν στο νοσοκομείο, ζητούσε επίμονα να δει τη μάνα του. Και η σύζυγός του του είπε: “Νίκο, η μάνα σου δεν είναι καλά. Έπαθε εγκεφαλικό”. Αυτό ήταν. Έπαθε κρίσεις. Έκλαιγε, παρακαλούσε τον Θεό να τον πάρει. Τόση λατρεία της είχε». Ρωτάμε την κυρία Ζουμπουλία ποια ήταν η τελευταία φορά που είδε τον αδελφό της. «Πριν πάει στην Αμερική, είχε έρθει για συναυλία στην Κρήτη μαζί με την Άννα Βίσση. Είχε έναν απίστευτο βήχα που κανείς δεν ήξερε από πού προέρχεται. Όταν πήγε στην Αμερική, οι γιατροί μάς είπαν: “αν ερχόσασταν πιο νωρίς θα σωζόταν”. Η πνευμονία τού είχε σαπίσει τα πνευμόνια και το γύρισε σε καρκίνο». Τα μάτια της τρέχουν πικρά δάκρυα. Για μια ακόμα φορά μονολογεί. «Γιατί να φύγεις, Νίκο μου. Γιατί;»