Τί μάθαινε ο νεαρός Κρητικός μόλις πατούσε το πόδι του στο σχολειό του χωριού?
-Σήκω επάνω Κωσταντή!Κοίταξε με στα μάτια .Αν σου αγρομιλήσει η μάνα σου , τι κάνεις εσύ?
-Κοιτάζω το χώμα και δε μιλώ.
-Κι άν σου αγριομιλήσει ο ξένος?
-Σηκώνω
μιάν (μ)πέτρα και του ανοίγω την κεφαλή του.
-Πάει καλά.
ΑΛΛΗ
-Όταν κάνεις τον σταυρό σου ,να γυρίζεις προσηλιακά.
Όταν κατουρείς να κοιτάζεις τον Γραίγο απού χει ο Σουλτ
άνος τον θρόνο του.
Κατάλαβες?
ΑΛΛΗ
-Είχα έναν παπού από τους εραδάτους ,οι άπιστοι τόνε παρανομιάζανε Σεφάχ ,που πάει να πεί Σφάχτης ,γιατί όπου έριχνε τον γάτζο του δεν γλίτωνε
ψυχή από το λεπίδι του.
Όταν οι Φραντσέζοι του βουλίαξανε το πλοίο του τον ( Αγιο Παύλο ) ,πήγε σε ένα μετόχι ,γερασμένος και τυφλός σαν εμένα να ξεκουράσει τις πληγές του ώσπου να σωθεί το λάδι του .Εκεί του φέρανε μια; Μέρα έναν Μπεχλιβάνη να τόνε δοκιμάσει ,να βγάλει κρίση αν ήταν και τούτος από τους αντριωμένους
-Δώσε μου την χέρα σου του είπε ο γέρος ,κολίγοι είχανε τον άλλο δασκαλεμένο να δώσει το υνί του αλετριού αντί για την χέρα του ,να μην φύγει κουλός από το μετόχι.
-Πάντα γειά μπάρμπα. Αποκρίθηκε ο μπεχλιβάνης και του πασάρει το γυνί.
Ο γέρος το σφίγγει στην φούχτα του και τυπώνει απάνω τα δάχτυλα του.Καί του λέει.
-Καλός είσαι του λόγου σου μα είσαι από τους όψιμους παιδί μου.
Μια ΑΛΛΗ ιστορία την εποχή των πολέμων με τους Τούρκους.
-Γέροντα- γυρίζει και κάνει του δεσπότη ,έχω στην κατοχή μου ένα θυσαυρό και θα τονε χαρίσω της πατρίδος.Είναι πάνω από πεντακόσια φλουριά.Ενας τούρκος τον είχε κρυμμένο στην Γραμπούσσα πριχού να τηνε πάρουνε οι κρητικοί.Τόνε κάνανε σκλάβο σ έναν τράκο και για να γλιτώσει την ζωή του έταξε να μασε φανερώσει το λογάρι .Ο συχωρεμένος ο καπετάνιος μας ο Κουτελογιάννης μ έστειλε μαζί με τον τούρκο να το φέρουμε.Εγώ έσφαξα τον τούρκο κι ύστερα γύρισα κι είπα πώς μασε γέλασε.Ο Κουτελογιάννης δεν το πίστεψε.
-Κουμπάρε ψώματα μου λές .Φέρε τους παράδες να τους μοιράσουμε στα παλληκάρια που πεινούνε κι αγωνίζουντε.
– Δεν βρήκα τίποτα.
-Μά θα σε δικάσω κουμπάρε.
-Δίκασε με του λέω εγώ. Με παίρνει μπρός στα παλληκάρια.
-Αν δεν πείς την αλήθεια θα σου κάνω ένα μαρτύριο .Και παίρνει βρασμένο λάδι και μούριχνε στο μπράτσο.Εγώ δεν φανέρωσα τίποτα.Λέει μου
– Θα σου κάμω κι άλλο ένα μαρτύριο ,μόνο πες την αλήθεια ,Θα σου βγάλω μια λουρίδα πετσί από την ράχη σου
-Κάμε ότι θες .Εγώ δεν βρήκα παράδες.
Και μου βγάνει ένα κομμάτι πετσί από την πλάτη μου,χωρίς εγώ μηδέ να παίξει το μάτι μου.Τότες μου λέει
-Θα σου κάνω άλλο ένα κι άμα δεν μιλήσεις και σ αυτό,χαλάλι σου.Θά φέρω το μικρό σου παιδί να του δώσουν σαράντα βιτσιές μπροστά σου .Έγινε κι αυτό.Φώναζε το παιδί,τρέχαν τα αίματα στην ράχη του .Εγώ μιλιά.Τότεσας μου λέει ο Κουτελογιάννης .
-Τώρα δεν σου κάνω πια τίποτα ,Χαλάλι σου .Μα για πές μας τώρα την αλήθεια κουμπάρε,πόσα φλουριά ήταν?
Λέω του – Πεντακόσια κουμπάρε.