19.8 C
Chania
Thursday, May 30, 2024

Κάποτε σε ένα χωριό της Κρήτης

Ημερομηνία:

Της Ροδάνθης Κουμή

«Ελένη ,σήκω παιδί μου, επτά το πρωί είναι, θα αργήσουμε..»
«Που πάλι;.»
«Ε! πού πάλι παιδί μου; να μαζέψουμε ελιές..»
«Μα δεν θέλω να έρθω, δεν μου αρέσουν οι ελιές. θέλω να με πας στο σχολείο όπως τα αλλά παιδάκια.»«Άντε σήκω και άσε το σχολείο, ξέχνα το. Τα γράμματα είναι για τους πλούσιους και τους αργόσχολους εμείς, είμαστε φτωχοί άνθρωποι. Με την γης οριστήκαμε από τον Θεό να παλεύουμε.»
«Θα σηκωθώ, αλλά να ξέρεις μαμά, εγώ θα μάθω γράμματα.»
«Καλά, καλά…..»
Έξι χρόνων κοριτσάκι ήμουν και με έπαιρνε η Μάνα στο μάζεμα των ελιών .
Μου” δίνε ένα παλιό άδειο ντενεκεδάκι που το ‘χε φάει η σκουριά, με είχε όλη μέρα κοντά της και το βράδυ με γυρνούσε σπίτι. Ήμασταν πολύ φτωχή οικογένεια. Η Μάνα για να ζήσουμε, δούλευε για ένα κομμάτι ψωμί τον χειμώνα στις ελιές, το καλοκαίρι στα στάχια .
Ο πατέρας ,ήταν εργάτης της γης, έσκαβε, θέριζε, φύτευε και περίμενε ..
Τι περίμενε;
Τότε πίστευα ότι περίμενε την άνοιξη, γιατί ήταν η μόνη εποχή που τον έβλεπες να τραγουδάει, να γελάει και να χορεύει..
Μάλλον περίμενε την ελπίδα !…Αυτό νιώθω τώρα.
Εγώ, ήθελα να πάω σχολείο, έβλεπα τα αλλά παιδιά και ζήλευα.
Δεν πήγαιναν όλα, μοναχά εκείνα που οι γονείς τους “είχαν τον τρόπο τους .”
Εμείς τα φτωχά, ήμασταν καταδικασμένα να σκύβουμε με ευλάβεια στη γη και να μην μιλάμε για όνειρα. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν τα γράμματα. Στο μυαλουδάκι μου κάτι με κουκίδες μου θύμιζαν, αλλά το όνειρο μου ήταν να μάθω το νόημα τους.
Ο πατέρας είχε βγάλει το δημοτικό, ήθελε να γίνει δάσκαλος, μα τον νίκησε ο φόβος του πατέρα του που ήταν ανένδοτος στο να σπουδάσει.. Τον ήθελε κοντά του, στα χωράφια. Η πατρική εκείνη απόφαση φαίνεται να τον πλήγωσε και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, διάβαζε ότι έπεφτε στα χέρια του, σε όλη τη υπόλοιπη ζωή του..
Μάθαινε –λέει- για τον κόσμο, που ήξερε ότι δεν θα δει ποτέ. “Τα ταξίδια της σκέψης” μου λέγε…
Εμένα με θάμπωνε όλο αυτό και πίστεψα στο αθώο μυαλουδάκι μου, ότι τα γράμματα θα με πάνε σε μαγικούς κόσμους.(Και με πήγαν)..
Μα η Μάνα ήταν ανένδοτη μοναχοπαίδι με είχε, χατίρι δεν μου χάλαγε, αλλά σχολείο δεν ήθελε να πάω.
«Να παντρευτείς όταν μεγαλώσεις ένα καλό παιδί, φτωχό αλλά καλό και να σε έχω διπλά μου Ελένη μου. Ποιος θα μας φροντίσει σαν γεράσουμε με το πατέρα σου;»
Την θυμάμαι κάθε βράδυ αφού είχε τακτοποιήσει τις δουλειές της, να ανάβει το λυχνάρι να βάζει λίγο λάδι και να ράβει .
«Αυτά Ελένη μου θα ναι η προίκα σου, χρήματα δεν έχουμε, κτήματα δεν έχουμε μα δεν θα φύγεις γυμνή από αυτό το σπίτι.»
Είχε ένα ξύλινο μπαούλο από την μάνα της και έβαζε μέσα κάθε τι που τελείωνε.
Το απέθετε με ευλάβεια ,έριχνε και λεβάντα να μοσχομυρίζει, κλείδωνε το μπαούλο και έπαιρνε πάντα μαζί της, το κλειδί..
Ένα πρωινό, κάτι άλλαξε…
Ήρθε η νονά μου από την Χώρα να μας δει.
Ήτανε Δασκάλα, την είχε γνωρίσει η Μάνα σε ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό και από τότε δώσανε τα χεριά να με βαφτίσει..
Η νονά μου δε είχε παιδιά και με αγαπούσε σα δικό της. “Ήμουν- έλεγε- το παιδί της καρδιάς”. Kάθε Αύγουστο με έπαιρνε κοντά της λίγες μέρες. Το καλύτερο μου, περνούσα μια εβδομάδα στην παραλία να πλατσουρίζω, να πετάω βότσαλα, να μαζεύω κογχύλια, καθώς το σπίτι της ήταν κοντά στην Θάλασσα. Από τότε αγάπησα την θάλασσα θαρρώ πως εκείνη με γέννησε. Αυτός ήταν ο πρώτος δρόμος που μου άνοιξε η ζωή. Η νονά μου με πειθώ και επιχειρήματα που δε μπορούσε να προβάλει αντίσταση η Μάνα, πείστηκε  να με πάει σχολείο .
Τελείωσα το δημοτικό μαζί με τα παιδιά των ευκατάστατων οικογενειών, η μόνη από φτωχή οικογένεια που το κατάφερα εκείνη την εποχή με άριστα μάλιστα, και με βαθύ καμάρι των γονιών μου.
Εδώ όμως ήταν, που εμφανίστηκε το πρόβλημα!. Η νονά μου είχε αποδημήσει εις Κύριον ,κι έτσι ,δεν είχα πια κανένα να πείσει τους γονείς μου να συνεχίσω στο γυμνάσιο.
…Σκαρφίστηκα ένα σωρό ιδέες, μέχρι που βρήκα την πλέον κατάλληλη: Βρήκα τον δάσκαλο του χωριού και με κλάματα τον παρακάλεσα να μιλήσει στους γονείς μου να συνεχίσω τα γράμματα. Προθυμοποιήθηκε αμέσως εκείνος και η “αποστολή” ξεκίνησε: Τρεις μέρες ερχόταν στο σπίτι, τρεις μέρες αρνιότανε η Μάνα…
Ο Πατέρας δεν έπαιρνε θέση ήταν σιωπηλός, φηνε σε εκείνη την πρωτοβουλία της τύχης μου..
Μα μέσα του βαθιά, ήμουν σίγουρη ήθελε να συνεχίσω, γιατί μια φορά που τον ρώτησα γιατί αγαπάει τα γράμματα, μου απάντησε με ένα ρητό (όποιος συλλογάται ελεύθερα ,παιδί μου, συλλογάται καλά)*…
Νίκησα! Η επιμονή μου, είχε αποτέλεσμα ,ξεκίνησα το γυμνάσιο σε ένα χωριό που ήταν πέντε χιλιόμετρα μακριά. Ξυπνούσα στις έξι και με τα πόδια έφευγα κάθε πρωί από το σπίτι.. Τα αυτοκίνητα εκείνη την εποχή ήταν σπάνια ,μα και οι λίγοι που είχαν έπαιρναν τα δικά τους παιδιά , όχι εμένα που ήμουν τo “καημένο ,φτωχής οικογένειας”!  Αυτό  άκουγα από  τα παιδιά στο γυμνάσιο , από του καθηγητές μου, από το περίγυρο του χωριού. καμιά φόρα και από τη Mάνα!.
Δεν ήμουν όμως “καημένο”. Είχα δύναμη μέσα μου και γαλούχησα τη σκέψη μου διαβάζοντας ..
…Άδραξα την ευκαιρία και κάθε μεσημέρι γυρνώντας στο σπίτι ,αφού μελετούσα τα βιβλία του σχολείου,  διάβαζα όλους τους φάρους της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ήξερα!
Ήθελα να πλουτίσω “αλλού” και θα το κατάφερνα !.
Ήμουν φτωχή στα χρήματα, όχι στις γνώσεις.
…Τελείωσα με άριστα το γυμνάσιο ,βραβεύτηκα, γεύτηκα όλες τις γλύκες της ευχαρίστησης να” σε η πρώτη μαθήτρια .
Εξακολουθούσα όμως να μαι το “φτωχό κορίτσι” με τα φθαρμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα.
….Και εδώ αρχίζει μια άλλη ιστορία η ιστορία της Μάνας, που έβγαλε την απόφαση:
«Ελένη θα παντρευτείς, δεν σηκώνω κουβέντα. Αρκετά γράμματα έμαθες δεν σου χρειάζονται αλλά .Ο γιος του Καπετάν Σήφη ζήτησε  το χέρι σου από τον πατέρα .»
« Πως  μου το κάνεις αυτό ;.Ξέρεις πως θέλω να πάω πανεπιστήμιο.»
«Με τι λεφτά Ελένη θα πας ;. Είμαστε φτωχοί άνθρωποι και μετά βίας τα φέρνουμε βόλτα».
«Θα δουλέψω. Το καλοκαίρι θα έρθω μαζί σου στα στάχια ,θα μαζέψω τουλάχιστον τα πρώτα έξοδα.»
«Δεν γίνονται αυτά παιδί μου. Τα στάχια είναι βαριά δουλειά…κοίτα τα χέρια σου ,πούπουλο είναι.. Ο γάμος είναι η καλύτερη λύση και κοίτα να ευχαριστείς και το Θεό που σε ζήτησε το παλικάρι χωρίς προίκα.. Σε είδε στο πανηγύρι του Αϊ Γιάννη και από τότε δεν μπορεί να σε βγάλει από το μυαλό του.  Άσε που έχει τα μισά αμπέλια του χωριού και πεντακόσια πρόβατα.. Κυρά και αφέντρα θα είσαι ,το σπιτικό σου θα το ζηλεύουν πολλές και θα σε έχω και δίπλα μου».
«Μάνα καταλαβαίνεις τι μου κανείς ; Μου στερείς το δικαίωμα στην ζωή να μάθω ,να δω ,να ακούσω, να γνωρίσω!»
«Ελένη δε σου στερώ τίποτα και παντρεμένη μπορεί να δεις, να μάθεις, και να ακούσεις. Με τον άντρα σου μαζί.»
«Είναι αδύνατον αυτό που μου ζητάς και το ξέρεις. Πως να παντρευτώ κάποιον που δεν ξερώ; Που δεν έχω νιώσει τίποτε για εκείνον;. Δε το κάνω ,δε μπορώ να το κάνω!.»
Την επόμενη νύκτα, αφού έγραψα ένα γράμμα στους γονείς μου να μην ανυσηχούν , έφυγα με μια τσάντα που είχε μέσα πενήντα δραχμές και μερικά βιβλία…
Αναζήτησα την τύχη ,μόνη σε μια μεγάλη Πολιτεία ! Μάτωσα ,πόνεσα μα τα κατάφερα: Πέρασα Ιατρική.
Η Μάνα και ο Πατέρας τώρα καμαρώνουν, καθώς κάνω το Αγροτικό μου  στο χωριό που με γέννησε!…
*”Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.”
Ρήγας Φεραίος, 1757-1798, Εθνομάρτυς,
«Φυσικής Απάνθισμα», σελ. 24

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Συλλυπητήριες ανακοινώσεις για την απώλεια του Διονύση Μαργαρώνη

Πλήθος συλληπητήριων ανακοινώσεων για τον θάνατο του Διονύση Μαργαρώνη,...