Νέα έκκληση προς τους ευρωπαίους να δώσουν στην Ελλάδα «μια ευκαιρία να ανακάμψει» απευθύνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν με άρθρο του στους New York Times.
Ο Πόλ Κρούγκμαν συγκρίνει την κατάσταση στη σημερινή Ελλάδα με εκείνη των ημερών της Βαϊμάρης, επισημαίνει ότι η ύφεση και η οικονομική καταστροφή στη χώρα μας είναι πλέον ανάλογες με εκείνην που υπέστη η Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και καλεί τους ευρωπαίους ηγέτες να πάρουν τα σωστά μαθήματα από την ιστορία. Και, για μια ακόμη φορά, τονίζει πως το ελληνικό χρέος, ως έχει, δεν μπορεί να αποπληρωθεί και πώς η Ελλάδα δεν αντέχει άλλη παράταση της ασφυκτικής λιτότητας.
Ολόκληρο το άρθρο του Πολ Κρούγκμαν:
«Αν προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για τις πολιτικές που χρειαζόμαστε σε μια υφεσιακή παγκόσμια οικονομία, είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα απαντήσουν παραπέμποντας στη Βαϊμάρη, που υποτίθεται ότι αποτελεί μάθημα για τους κινδύνους των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της νομισματικής επέκτασης. Όμως η ιστορία της Γερμανίας μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο σχεδόν πάντα αναφέρεται με περίεργα επιλεκτικό τρόπο. Ακούμε συνεχώς για τον υπερπληθωρισμό του 1923, όταν ο κόσμος κουβαλούσε καρότσια με χρήμα, όμως ποτέ δεν ακούμε για τον πιο σχετικό αποπληθωρισμό των αρχών της δεκαετίας του 1930, όταν η κυβέρνηση του καγκελάριου Μπρούνινγκ -έχοντας πάρει το λάθος μάθημα- προσπαθούσε να υπερασπιστεί τη σύνδεση της Γερμανίας με τον χρυσό με σφιχτή νομισματική πολιτική και σκληρή λιτότητα.
Και τι γίνεται με αυτό που συνέβη πριν από τον υπερπληθωρισμό, όταν οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να αναγκάσουν τη Γερμανία να πληρώσει τεράστιες επανορθώσεις; Αυτή είναι επίσης μια ιστορία που έχει μεγάλη σχέση με τη σύγχρονη εποχή, διότι έχει άμεση σχέση με την κρίση που εξελίσσεται τώρα γύρω από την Ελλάδα.
Το θέμα είναι πως τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι κρίσιμης σημασίας οι ηγέτες της Ευρώπης να θυμηθούν τη σωστή ιστορία. Αν δεν το κάνουν, το ευρωπαϊκό εγχείρημα της ειρήνης και της δημοκρατίας μέσω της ευημερίας, δεν θα επιβιώσει.
Σε ό,τι αφορά τις επανορθώσεις: η βασική ιστορία είναι ότι η Βρετανία και η Γαλλία, αντί να θεωρήσουν την νεο -εδραιωθείσα δημοκρατία στη Γερμανία πιθανό εταίρο, της συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ο κατακτημένος εχθρός, απαιτώντας να τις αποζημιώσει για τις δικές τους πολεμικές απώλειες. Αυτό δεν ήταν καθόλου σοφό – και αυτά που απαιτήθηκαν από τη Γερμανία ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν, για δύο λόγους:
Πρώτον, η γερμανική οικονομία είχε ήδη καταστραφεί από τον πόλεμο. Δεύτερον, το πραγματικό βάρος για αυτήν τη βυθισμένη οικονομία θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από την άμεση πληρωμή των εκδικητικών συμμάχων.
Στο τέλος, και αναπόφευκτα, τα πραγματικά ποσά που εισέπραξαν από τη Γερμανία ήταν πολύ μικρότερα από τις απαιτήσεις των συμμάχων. Όμως η προσπάθεια να επιβληθεί φόρος υποτέλειας σε ένα κατεστραμμένο κράτος -μάλιστα, η Γαλλία εισέβαλε και κατέλαβε τη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, το Ρουρ, σε μια προσπάθεια να πάρει την πληρωμή της- σακάτεψε τη γερμανική δημοκρατία και δηλητηρίασε τις σχέσεις της με τους γείτονές της.
Και αυτό μας φέρνει στην αντιπαράθεση μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της. Μπορείτε να επιχειρηματολογήσετε ότι η Ελλάδα προκάλεσε μόνη της τα προβλήματά της, αν και είχε μεγάλη συνδρομή σ’ αυτό από ανεύθυνους πιστωτές. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, το απλό γεγονός είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει πλήρως τα χρέη της. Η λιτότητα έχει καταστρέψει την οικονομία της όσο ολοκληρωτικά κατέστρεψε τη Γερμανία η στρατιωτική ήττα – το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 26% από το 2007 μέχρι το 2013, έναντι της πτώσης 29% που κατέγραψε το γερμανικό από το 1913 μέχρι το 1919.
Παρά την καταστροφή αυτή, η Ελλάδα κάνει πληρωμές προς τους πιστωτές της, εμφανίζοντας πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 1,5% του ΑΕΠ. Και η νέα ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να συνεχίσει να εμφανίζει αυτό το πλεόνασμα. Αυτό που δεν είναι πρόθυμη να κάνει είναι να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των πιστωτών της για τριπλασιασμό του πλεονάσματος και για συνέχιση εμφάνισης τεράστιων πλεονασμάτων για πολλά χρόνια ακόμα.
Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει αυτά τα τεράστια πλεονάσματα; Θα έπρεπε να περικόψει περαιτέρω τις κρατικές δαπάνες – όμως αυτό δεν θα ήταν το τέλος της ιστορίας. Οι περικοπές δαπανών έχουν ήδη οδηγήσει την Ελλάδα σε βαθιά ύφεση, και οι περαιτέρω περικοπές θα έκαναν την ύφεση αυτή ακόμα βαθύτερη. Η μείωση των εισοδημάτων θα σήμαινε μείωση των φορολογικών εσόδων και έτσι το έλλειμμα θα μειωνόταν κατά πολύ λιγότερο απ’ όσο η αρχική μείωση των δαπανών – πιθανότατα λιγότερο από το ήμισυ. Για να πετύχει τον στόχο της, τότε, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε άλλον γύρο περικοπών και στη συνέχεια σε άλλον.
Επιπλέον, μια συρρικνούμενη οικονομία θα οδηγούσε και σε πτώση των ιδιωτικών δαπανών – σε ένα ακόμα έμμεσο τίμημα της λιτότητας.
Όλα αυτά, και η προσπάθεια να βρεθεί το επιπλέον 3% του ΑΕΠ που απαιτούν οι πιστωτές, θα κόστιζε στην Ελλάδα όχι 3%, αλλά περίπου 8% του ΑΕΠ. Και θυμηθείτε ότι αυτό θα ερχόταν να προστεθεί σε μια από τις χειρότερες οικονομικές υφέσεις της Ιστορίας.
Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα απλώς αρνούνταν να πληρώσει; Τα ευρωπαϊκά κράτη του 21ου αιώνα δεν χρησιμοποιούν τους στρατούς τους για να εισπράττουν τα χρωστούμενα. Όμως υπάρχουν άλλες μορφές εξαναγκασμού. Γνωρίζουμε τώρα πως το 2010 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ουσιαστικά απείλησε με διάλυση το ιρλανδικό τραπεζικό σύστημα αν δεν συμφωνούσε το Δουβλίνο σε ένα πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η απειλή για κάτι παρόμοιο αιωρείται ξεκάθαρα πάνω από την Ελλάδα, αν και ελπίζω πως η κεντρική τράπεζα, η οποία βρίσκεται πλέον υπό διαφορετική και πιο ανοιχτόμυαλη διοίκηση, δεν θα το κάνει.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα πρέπει να καταλάβουν ότι η ευελιξία – το να δώσουν στην Ελλάδα μια ευκαιρία να ανακάμψει- είναι προς το δικό τους συμφέρον. Μπορεί να μην τους αρέσει η νέα αριστερή κυβέρνηση, όμως είναι μια εκλεγμένη κυβέρνηση οι ηγέτες της οποίας, απ’ όσα έχω ακούσει, είναι ειλικρινά προσηλωμένοι στα δημοκρατικά ιδεώδη. Η Ευρώπη θα μπορούσε να τα πάει πολύ χειρότερα –και αν οι πιστωτές είναι εκδικητικοί, τότε θα τα πάει πολύ χειρότερα».