Στην προσπάθειά του να δημιουργεί ταινίες ανοιχτές σε ερμηνείες, αναφέρθηκε ο Γιώργος Λάνθιμος στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία με αφορμή την ελληνική πρεμιέρα της νέας του ταινίας, «Poor things», που θα γίνει απόψε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
«Νομίζω ότι ο σκοπός που κάνουμε ταινίες είναι για να γίνονται κτήμα του κόσμου. Κι εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να τις φτιάξω όσο πιο ανοιχτές γίνεται ώστε οι διαφορετικοί άνθρωποι που έρχονται από διαφορετικές κοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες να μπορούν να έχουν τη δική τους προσωπική εμπειρία σ’ αυτό που βλέπουν. Να μην είναι, δηλαδή μονοδιάστατη για όλους η ταινία, αλλά να έχει διαφορετικές ερμηνείες και αίσθηση για κάθε άνθρωπο που τη βλέπει», δήλωσε ο Γιώργος Λάνθιμος.
Το «Poor things», ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση, με πρωταγωνιστές την Έμμα Στόουν, τον Γουίλεμ Νταφόε και τον Μαρκ Ράφαλο θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την 1η Ιανουαρίου 2024 από την Feelgood Entertainment. Ωστόσο, στις 26 και στις 27 Δεκεμβρίου θα γίνουν κάποιες ειδικές προβολές με εισιτήριο σε αρκετούς κινηματογράφους.
Βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του ‘Αλισντερ Γκρέι και σε σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα, ο έλληνας σκηνοθέτης αντιστρέφει το μύθο του Φρανκενστάιν και καταθέτει ένα καυστικό δοκίμιο για την ελευθερία και τη χαρά του σεξ, τις ταξικές ανισότητες, την ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, την επιθυμία και την αγάπη.
Η ταινία, που εκτυλίσσεται στη βικτοριανή εποχή, αντικαθιστά το τέρας με την Μπέλα, μια όμορφη νεαρή νυμφομανή, η οποία αυτοκτονεί για να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της. Την Μπέλα επαναφέρει στη ζωή ένας εκκεντρικός επιστήμονας, ο Γκόντγουιν Μπάξτερ, δίνοντάς της, ωστόσο, το μυαλό ενός μωρού. Διψασμένη να ανακαλύψει την αληθινή ζωή, το σκάει με τον Ντάνκαν, έναν ικανό και με αμβλυμμένη ηθική δικηγόρο, σε μια περιπλάνηση σε όλο τον κόσμο. Απελευθερωμένη από τις προκαταλήψεις και τα στεγανά της εποχής της, η Μπέλα επιδιώκει να δώσει τη μάχη της για την ισότητα και την ελευθερία.
Το «Poor things» συμπεριλαμβάνεται ήδη σε όλες τις λίστες των μεγάλων κινηματογραφικών περιοδικών και διεθνών κριτικών κινηματογράφου για τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, ενώ έχει ήδη επτά υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και δεκατρείς στα Critics Choice Awards και είναι ένα από τα αδιαφιλονίκητα φαβορί για τα επόμενα Όσκαρ, σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες.
Χωρίς την Εμμα Στόουν στο πλευρό του, αφού η αμερικανίδα ηθοποιός δεν κατάφερε να έρθει, όπως ήταν προγραμματισμένο, στην Αθήνα, για λόγους υγείας, ο Γιώργος Λάνθιμος μίλησε για τη σημασία της δημιουργικής ελευθερίας που είναι το «κλειδί» σε ό,τι κάνει: «Δεν μπαίνω πολύ συχνά στη διαδικασία του να προσπαθώ να αναλύσω τι είναι αυτό που λέει η ταινία ή τι μ’ ενδιαφέρει εμένα να πω μέσα από αυτή. Προσπαθώ – κι αυτό μάλιστα παρεξηγείται πολλές φορές – να μην μοιράζομαι αυτές τις σκέψεις μου και να μη δίνω ερμηνείες, γιατί νιώθω ότι περιορίζω τον τρόπο με τον οποίο κάποιος άλλος μπορεί να δει την ταινία. Η δική μου σκέψη είναι μόνο μία όψη αυτού του πράγματος, οι άλλοι μπορεί να δουν πολύ περισσότερα κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Υπάρχουν θέματα που είναι πιο προφανή, άλλα για λιγότερους ανθρώπους να τα καταλάβουν ή να τα προβάλουν. Επίσης έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου έχω νιώσει ότι είναι πολύ απίθανο αυτό που σκέφτεται κάποιος να υπάρχει στην ταινία, αλλά αυτή είναι η δική του προβολή και λέει περισσότερα για τον άνθρωπο, παρά για την ταινία».
Στην ερώτηση για το εάν το «Poor Things» θα μπορούσε να έχει γυριστεί στην Ελλάδα και εάν ο ίδιος πήρε τη σωστή απόφαση πριν μια δεκαετία να φύγει από τη χώρα, ο Γιώργος Λάνθιμος είπε: «Είναι δυο διαφορετικά κομμάτια, το ένα είναι η χρηματοδότηση, το άλλο είναι πού θα γυριζόταν. Όταν ψάχναμε μέρος και καταλήξαμε στη Βουδαπέστη, όλες οι επιλογές ήταν ανοιχτές, ακόμα και η Ελλάδα, αλλά αποκλείστηκε γιατί εδώ δεν υπάρχουν στούντιο. Ούτε η τεχνική γνώση και η εμπειρία της κατασκευής τέτοιου επιπέδου σκηνικών. Η Ουγγαρία έχει τα μεγαλύτερα στούντιο στην Ευρώπη και μία παράδοση στην κατασκευή σκηνικών. Ο λόγος που η ταινία ήταν δύσκολο να γίνει παλιότερα, είναι ότι πριν από δέκα χρόνια μία τέτοια ιστορία δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για τον κόσμο του σινεμά ή γενικότερα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Νομίζω άλλαξαν οι εποχές και καταφέραμε σιγά σιγά να την κάνουμε από τη στιγμή που κι εγώ έκανα κάποιες ταινίες μεγαλύτερου μεγέθους στα αγγλικά.
Το ότι έφυγα από την Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έγιναν τα πρώτα βήματα για να γίνουν αυτές οι ταινίες. Εκείνη την εποχή μου έλεγαν, “καταπληκτικός ο Κυνόδοντας” αλλά αυτό που ζητούσαν ήταν “κάτι πιο mainstream που επειδή είσαι Ευρωπαίος θα είναι λίγο πιο ενδιαφέρον”. Ήταν δύσκολο αλλά τα καταφέραμε μ’ ένα τρόπο. Και από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτή η πορεία δεν έχει τόση σημασία το πού βρίσκεσαι. Στην αρχή ήταν σημαντικό, αυτή τη στιγμή νομίζω δεν παίζει τόσο ρόλο το πού βρίσκομαι».