του Δημήτρη Δαμασκηνού, φιλολόγου-ιστορικού & συγγραφέα
Όπως είναι γνωστό, ο Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης,oγνωστός σε όλους μας λογοτέχνης και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Μενέλαος Λουντέμης(1912-22 Ιανουαρίου 1977), τον οποίον ο Νικηφόρος Βρεττάκος χαρακτήρισε «τραγωδιακό πρόσωπο εν εξελίξει[1]», γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το 1912.
Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και οΜενέλαος Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του.
Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, την Άνοιξη του ’30 φτάνει στην Αθήνα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δίχως δραχμή στην τσέπη και ψάχνοντας για δουλειά. Μα και δύο χρόνια αργότερα, το 1932, ακόμα περιπλανιόταν στους δρόμους της Αθήνας πεινασμένος και άνεργος. Κάθε φορά που δεν είχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι» τρύπωνε στο υπόγειο της Στρέλνας, του κοσμικού κέντρου με το ρώσικο όνομα, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη: «Χωνότανε κάτω από τις σιδεριές που τις σκέπαζε μια αχρηστεμένη υπόγεια σκάλα και κουλουριασμένος εκεί έβγαζε τις κρύες μα και τις ζεστές αθηναϊκές νύχτες».
Εκεί τον είχε βρει κουλουριασμένο να ψήνεται απ’ τον πυρετό ο Κούλης Ζαμπαθάς και τον μετέφερε σηκωτό στο φτωχικό του σπίτι, στο Γαλάτσι μια χειμωνιάτικη βραδιά της 5ηςΙανουαρίου του 1933. Στη μαρμαρόστρωτη κουζίνα, όπου και κοιμόταν, ο Μενέλαος Λουντέμης έγραψε τη «Ράντνικα» και δύο ακόμα διηγήματα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», και το «Κοιμήσου, Ανέζα μου, γλυκά»[2]που συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν» το 1936 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Το 1937 το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσίευσε το διήγημα «Κοιμήσου, Ανέζα μου, γλυκά». Την ίδια χρονιά, μετά από παρέμβαση-παράκληση του Γιάννη Ρίτσου ο Γκοβόστης τύπωσε ξανά ολόκληρη τη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν», για την οποία ο νεαρός συγγραφέας τιμήθηκε το 1938 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας.
Δύο χρόνια αργότεραο Μενέλαος Λουντέμης εξέδωσε μια σπάνια στις μέρες μας και δυσεύρετη συλλογή διηγημάτων που φέρει τον τίτλο«Περιμένοντας το ουράνιο τόξο».
Το αντίτυπο του βιβλίουπου φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1940 χωρίς να αναφέρεται ο εκδότης, είχε τη μορφή μιας καλαίσθητηςpaperback έκδοσης εκατόν δέκα οκτώ (118) αριθμημένων σελίδων, με το σχήμα ενός βιβλίου τσέπης δηλαδή, διαστάσεων 18×14 εκατοστών, που εύκολα μπορούσε να μεταφερθεί και να διαβαστεί με άνεση παντού και οποιαδήποτε στιγμή της μέρας. Ο ελλόγιμος φίλος, όμως, και δαιμόνιος συλλέκτης του έργου του Μενέλαου Λουντέμη Σταμάτης Κάμπουρας μου υπέδειξε μια άλλη εκδοχή της πρώτης έκδοσης αυτής της συλλογής διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1940 στην Αθήνα από τον εκδότη Θ. Γεωργακόπουλο με εικονογράφηση του Αντώνη Κανά[3]
Η έκδοση διέθετε ένα σκληρό χαρτόδετο γκρι-μπλε εξώφυλλο και στο εσωτερικό της κοσμούνταν από τέσσερις λιθογραφίες που έφεραν τον τίτλο των αντίστοιχων διηγημάτων και προτάσσονταν πριν από αυτά.
Το περιεχόμενο, επομένως, αυτής της συλλογής διηγημάτων είχε διαμορφωθεί ως εξής:
- «Είνε οι ακακίες που μοσκοβολούνε…», σελ. 5-16.
- «Κάτω από μια λάμπα μόλις 15 κηρίων», σελ. 17-32.
- «Αχ.. καιρός γι’ αγάπη..!», σελ. 33-66.
- «Πάϊντος! Πάϊντος», σελ. 67-118.
Το πρώτο διήγημα με τίτλο «Είνε οι ακακίες που μοσκοβολούνε…»ήταν πρωτότυπο και αδημοσίευτο μέχρι τότε. Η υπόθεσή αφορούσε στον έρωτα του πρωταγωνιστή-αφηγητή με τη νεαρή συνάδελφό του-δακτυλογράφο, τη Γιολάντα, που πρωτοήρθε τον Μάρτη μοσκοβολώντας σα μια λουλουδιασμένη γαζία στο διπλανό γραφείο. Ένα απόγευμα βαστώντας κάποιο γράμμα του το έφερε δειλιασμένη, αφού αναγνώρισε στο φάκελο τ’ όνομά του συναδέλφου της-συγγραφέα ενός διηγήματος που κάποτε είχε διαβάσει:
«Α! μη δοκιμάσετε να το αρνηθήτε. Θα με γεμίσετε ψευτιές».
-Ε… ναι. Δεν ωφελεί να σας το αποκρύψω. Μα να ξέρετε, πως κείνο το διήγημα, όποιο και νάταν, δεν θέλω ούτε να τ’ ακούω. Τώρα θα το γράψω το ωραίο μου και το αληθινό.
-Σας το εύχομαι θερμά», του απάντησε εκείνη που κάποια από τις επόμενες μέρες ντροπαλά τον άφησε να δει μες την άγουρη καρδιά της πως ήταν πλέον έτοιμη για τη θυσία της αγάπης… Κι ο συγγραφέας ήταν πλάι της… πολύ πλάι της, καίγοντάς την με την άχνα του αίματός του και κρατώντας με τα χέρια του δυο ζεστά της δάχτυλα.
Ήταν 27 τ’ Απρίλη αυτή η πρώτη μέρα της ζωής του που του είπαν πως τον αγαπούν!… Κι αυτός γύριζε απ’ το γραφείο περνώντας καταμεσίς απ’ το δάσος του Ζαππείου σφυρίζοντας μια ρωμάντζα για χάρη των νέων ζευγαριών. Φτάνοντας στο σπίτι του καλησπέρισε τις δυο μικρές ακακίες που ήταν άφυλλες ακόμα και μοσκοβολούσαν αυτή τη νύχτα τη γεμάτη έρωτα και λυποθυμιές…
Όμως δυο μήνες αργότερα, αποκαλύπτεται αναπάντεχη η αλήθεια. Η Γιολάντα, που το βράδυ στο γραφείο ήλθε μ’ ελεύθερη καρδιά για να του πει ένα πεταχτό «αντίο», μα έμεινε μαζί του σωστή μια ώρα, ξέχασε φεύγοντας ένα μικρό και χαριτωμένο πακετάκιπου κρατούσε. Ο συγγραφέας, όταν έμεινε μόνος, με χείλη που έτρεμαν από πυρετό και λαχτάρα το άνοιξε, μα το αίμα του κόπηκε, μαζί και η φωνή. Βρήκε «κάτι λιγοστά φαρμακευτικά προϊόντα,…όλα τα λογής μικροσύνεργα της αλχημείας των σεξουαλικών λειτουργιών» συνειδητοποιώντας πως η γλυκιά του αγαπημένη -παρά τη φαινομενική της ντροπαλότητα- ήταν μια πόρνη! Εκείνη τη στιγμή ένιωθε σα να τον είχε ραπίσει ένα χέρι που σηκώθηκε από βόθρο. Επιστρέφοντας το βράδυ στο καταθλιπτικό σαν τάφο δωμάτιό του, η βρώμα από τις ανθισμένες ακακίες του ράπισε την όσφρηση με οχετούς από μούχλα.
Συνεπώς τα έντονα και αντιφατικά συναισθήματα του πρωταγωνιστή-αφηγητή για τον σύντομο και άτυχο έρωτα που έζησε με τη συνάδελφο του στο γραφείο αισθητοποιούνται με τις εικόνες (οπτικές και οσφρητικές) που αναδίδουν οι δυο μικρές ακακίες μπρος στο παραθύρι του σπιτιού του: Αυτές μοσκοβόλαγαν γυμνές τη βραδιά που για πρώτη φορά η Γιολάντα του είπε πως τον αγαπά, για να του ραπίσουν δυο μήνες αργότερα με τη βρώμα τους την όσφρηση με οχετούς από μούχλα, όταν βίωσε τη διάψευση του έρωτά του ανακαλύπτοντας την τραγική αλήθεια πως η φίλη του ήταν μια πόρνη.
Το δεύτερο διήγημα «Κάτω από μια λάμπα μόλις 15 κηρίων» συμπεριλήφθηκε το 1940 από τον συγγραφέα στη συλλογή«Περιμένοντας το ουράνιο τόξο», αν και είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».
Η ιστορία που ξετυλίγεται αποτελεί σχόλιο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Περιγράφει κάποιες στιγμές από το ερωτικό παιχνίδι μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας που «σκοντάφτει» στις μη αναγώγιμες κοινωνικές διαφορές που εκδηλώνονται στην αντίληψη, τη συμπεριφορά και την κουλτούρα υποδηλώνοντας την έλλειψη βαθύτερης κατανόησης και επικοινωνίας του ενός προς τον άλλο.
Αυτός που αφηγείται είναι πληγωμένος από τον έρωτα. Ήθελε μόνο να δίνει χάδι και τρυφερότητα στις γυναίκες που πέρασαν αγέρωχες και ακατανόητες απ’ τη ζωή του, ωστόσο αυτές έφευγαν και τον άφηναν μόνο του ακριβώς την ώρα που τις προσλαλούσε με το μελωδικό ερωτικό του κάλεσμα.
Μια ανάλογη εμπειρία αναμοχλεύει στη μνήμη του, καθώς περιμένει με αγωνία κάτω από μια λάμπα μόλις δεκαπέντε κηρίων να έλθει στο διαμέρισμα του η νέα γυναίκα με την οποία φαίνεται να έχει αναπτυχθεί κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον. Η ψυχοφθόρα αναμονή τού γεννά αμφιβολίες κι ερωτήματαωθώντας τον σε μια ανασκόπηση των πράξεών του αλλά και σε σκέψεις για τη φύση αυτής της σχέσης.
Δεν έχει και πολύ αυτοπεποίθηση απέναντί της, μιας και είναι υποχρεωμένος -λόγω της φτώχειας και της αναπηρίας του-να κάνει μια ζωή πάνω στα κάρβουνα μαζί της: «να κάθομαι στο κάθισμα με τρόπο που να κρύβω το μπάλωμα του παντελονιού μου, τα ξεφτισμένα ρεβέρ μου. Να κρατώ σαν κουλά τα χέρια μου με τεντωμένα τα μανίκια για να μη βλέπει τις λερωμένες μανσέττες. Να μαζεύομαι στις γωνιές για να κρύβω τα γένια μου, τις ρυτίδες μου. Στο δρόμο που τη συνώδευα ν’ αποφεύγω τα φωτισμένα πεζοδρόμια, να σφίγγομαι να μην κουτσαίνω, να μαλακώνω τη φωνή μου. Κι’ όλα αυτά, να ξέρω καλά, πως θα μου τα πλήρωνε στο τέλος με μια αδικαιολόγητη, σκληρή φυγή[4]».
Το συναίσθημα της μειονεξίας που βιώνει ο αφηγητής επιτείνεται, αφού η νεαρή γυναίκαανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη κι έχει τον εγωϊσμό να της αναγνωρίζουν ότι αναπνέει ψηλότερα απ’ όλους τον κοπανιστό αέρα, όπως της έγραψε με οργή απαντώντας σ’ ένα δικό της μπιλλιέττο, με το οποίο τον συμβούλευε να υπολογίζει λιγότερο στις μάταιες επιδείξεις φραστικής δεξιοτεχνίας στις οποίες επιδίδεται με τα γράμματά του προς εκείνη, γιατί καταλάβαινε πως αυτό ήταν το μοναδικό βάθρο του χαμηλού του εγωισμού, που μες τα σύννεφά του ζει..
Τον επισκεπτόταν, ωστόσο, στο σπίτι του συχνά με διάφορες αφορμές και προφάσεις, «διάβαζε γαλλικά περιοδικά, αφού προηγουμένως είχε εξαντλήσει τον κατάλογο των ερωτήσεών της. Το θεωρούσε το πιο ανάξιο πράμμα να πει μαζί μου δυο λέξεις πέρα απ’ τις τυπικές. Άλλες πάλι φορές σταματούσε απρόσμενα το διάβασμα και σκεπτόταν. Παραδινότανε σε μια βαθύτατη άκαρπη συλλογή, σ’ ένα ύφος στοχαστικής ρέμβης. Είναι το ύφος που παίρνουν οι «intellectuelles» δεσποινίδες όταν δε σκέπτονται… τίποτα»[5].
Πρόκειται ουσιαστικά για μια ατέρμονη επανάληψη τυπικών επισκέψεων και λόγων από τη μεριά αυτής της μοιραίας γυναίκας που εγκαθιδρύουν μεν μια σχετική οικειότητα με τον αφηγητή, χωρίς ωστόσο να οδηγούν σε κάποιαιδιαίτερη μεταξύ τους διαπροσωπική (ερωτική δηλαδή ή φιλική) σχέση.
Η απομόνωση του αφηγητή και η παράλληλη καταβύθιση στις σκέψεις του δρα άμεσα και υποβλητικά προβληματίζοντας τον αναγνώστη. Ο εσωτερικός διάλογος που αναδύεται από μια πιεστική του ανάγκη να αποκρυσταλλώσει τις αποφάσεις του και να διερευνήσει την ενδεχόμενη υλοποίησή τους,σε συνδυασμό με το μάταιο και μοναχικό σπατάλημα της αναμονής αφήνουν ανοιχτό το τέλος του διηγήματος (που πολύ άρεσε όταν δημοσιεύτηκε) καλώντας τον αναγνώστη σε πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις.
Μα και το τρίτο διήγημα της συλλογής «Αχ.. καιρός γι’ αγάπη..!» είχε δημοσιευθεί στη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν» πιστοποιώντας τις ομοιότητες της γραφής του Μενέλαου Λουντέμη με τον περίφημο την εποχή εκείνη Νορβηγό συγγραφέα Κνουτ Χάμσουνκαι τον λογοτεχνικό «αλήτη» του[6].Εξάλλου ο Μενέλαος Λουντέμης διέθετε και στενή βιογραφική ομοιότητα με τον βορινό ομόλογό του: εργασία από μικρό παιδί, ποικίλα βιοποριστικά επαγγέλματα, φτώχεια. Το διήγημά του «Αχ… καιρός γι’ αγάπη!» είναι πολύ κοντά στα χαμσουνικά πρότυπα των περίπλοκων ερωτικών σχέσεων: νέος με βιολί φτάνει σε νησί όπου μπαίνει θεληματάρης σε πλούσιους παραθεριστές ερχόμενος αντιμέτωπος με την εριστική διάθεση και τις απόπειρες εκμηδένισής του από τις νεαρές κόρες χωρίς ωστόσο να χάσει την αξιοπρέπεια και την ανωτερότητά του.
Η όμορφη κόρη τού κηρύσσει τον πόλεμο, τον ταπεινώνει διαρκώς, κατά βάθος όμως υπάρχει ένας υφέρπων ερωτισμός ανάμεσα σ’ αυτήν και τον αφηγητή που αποκαλύπτεται πολύ αργά, όταν στο τέλος τον διώχνουν κατηγορώντας τον άδικα ως κλέφτη και η κόρη τού ομολογεί πως τον αγαπά[7].Ο αφηγητής, πικραμένος και καταβεβλημένοςψυχικά, φεύγει για να συνεχίσει την περιπλάνηση σε άλλους τόπους, ενώ «ο τίτλος που αρχικά απηχούσε μια ρομαντική θεώρηση και στάση ζωής αντιστρέφεται κατά έναν ειρωνικό τρόπο από τις περιστάσεις και τα βιώματά του καταλήγοντας να επισημαίνει τη ματαιότητα των ρομαντικών αισθημάτων, ευθύβολο σχόλιο και κριτική για τη συμπεριφοράπου δέχθηκε αλλά και γενικά για τις ανθρώπινες σχέσεις[8]».
Το τέταρτο και τελευταίο διήγημα «Πάϊντος! Πάϊντος»αποτελεί στην ουσίαμία πρώτη, συνοπτική μορφή τουμυθιστορήματος «Συννεφιάζει» που ολοκληρωμένο το εξέδωσε ο συγγραφέας το 1946,εγκαινιάζοντας την περίφημη τετραλογία του Μέλιου[9]. Ήρωάς του ήταν ο Κρίφ[10] που μόλις είχε πατήσει τα δέκα του χρόνια. Αυτός ερωτεύεται ένα απλό κορίτσι, τη Σίϊκα, και δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με μια κοινότητα Μακεδόνων εργατών στο λασπάδικο (=τουβλάδικο)στο οποίο εργάζεται.
Η εργασία στα τούβλα –ένα ακόμη αυτοβιογραφικό δεδομένο- προσφέρει στο συγγραφέα την ευκαιρία να φιλοτεχνήσει μια μικρή αλλά πυκνή τοιχογραφία του κόσμου των χειρωνακτών και να συμπληρώσει τη λαϊκή θεματογραφία του.
Όλο το κείμενο του Μενέλαου Λουντέμη αποπνέει συμπάθεια προς τους καλόκαρδους χωρικούς και εργάτες, μπορεί να διαβαστεί συνεπώς σα μια διακήρυξη της αλληλεγγύης των φτωχών, στοιχείο που άλλωστε διαπερνά σα κόκκινη κλωστή το σύνολο του έργου του[11].
Θέμα του η βροχή που καταστρέφει τα σπαρτά και η σκληρή δουλειά, ενώ ο τίτλος «πάϊντος» είναι μια λέξη παρμένη από τους Τούρκους που στους τελευταίους τονίζεται στη λήγουσα κι σημαίνει σκόλασμα, διακοπή. Αυτή χτυπούσε ο επιστάτης μπίσκα–Πέτρε, όταν το τραίνο ξεπρόβαλε από τη σήραγγα του βουνού και χυνόταν στη γραμμή με τις δενδροσειρές, για να σημάνει το τέλος της δουλειάς την κάθε μέρα. Αυτήν επαναλάμβανε λυπημένος ο Κρίφ στο τέλος του διηγήματος, όταν έμαθε πως ο μπίσκα–Πέτρε σταμάτησε τη δουλειά, γιατί ο έμπορος του έκοψε τα λεφτά:
«Πάϊντος πια τώρα, το τελευταίο, το μεγάλο…
Πάϊντος στην υγειά, στο καλοκαίρι, τη δουλειά.
Πάϊντος στην αγάπη μου… Πάϊντος, πάϊντος, πάϊντος.
«Πάϊντος» είπε το πεταμένο φκυάρι, τα άδεια καλούπια, η λάσπη η αφημένη, η ιτιά.
«Πάϊντος» είπε και το ποτάμι και θόλωσε.
«Πάϊντος» είπε κι’ ο ήλιος και τον κατάπιε ένα σύννεφο.
Π-ά-ϊ-ν-τ-ο-ς… κι’ εγώ∙ και κάθησα στο χώμα[12]».
Αυτό είναι με συντομία το περιεχόμενο της δυσεύρετης στις μέρες μας συλλογής διηγημάτων «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» του Μενέλαου Λουντέμη που, όπως διαπιστώνει ο φιλόλογος Χρήστος Σαμουηλίδης έχει ένα έργο που στέκεται και θα σταθεί, «και θα ‘χει διάρκεια, γιατί είναι μέσα από τη ζωή βγαλμένο…, μιας και ο Λουντέμης είναι –ανάμεσα τα’ άλλα- ένας Παπαδιαμάντης της Δυτικής Μακεδονίας, ακολουθεί την παράδοση της ηθογραφίας, γιατί ο Παπαδιαμάντης ηθογραφούσε την Σκιάθο, τους Σκιαθίτες, τους λαϊκούς ανθρώπους της Σκιάθου∙ ο Λουντέμης ηθογραφεί τους λαϊκούς ανθρώπους, τους βοσκούς, τους εργάτες (ενν. της περιοχής που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια)[13]».
Χανιά, 18 Φεβρουαρίου 2020
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]«Ο Λουντέμης από τη γέννησή του κι ως το τέλος της ζωής του υπήρξε ένα τραγωδιακό πρόσωπο εν εξελίξει. Δεν υπήρξε βασανισμός που να μην τον δοκίμασε. Βρέφος, παιδί, έφηβος, άντρας. Η ορφάνια, η φτώχεια, η μοναξιά, η εξορία, ο εκπατρισμός. Η ανακάλυψη του ταλέντου του και η αξιοποίησή του μέσα σε συνθήκες όχι πλώς αντίξοες, αλλά τραγικές, μαρτυρούν μιαν ιδιαίτερη δύναμη. Εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, για τον οποίο προσέφερε την ψυχή του κι ένα μεγάλο μέρος από την υγεία του, με ξάφνιασε το 1972 στο Παλέρμο στέλνοντάς μου μια κάρτα γιομάτη απελπισία: “Αδερφέ μου, σε τί κόσμο ζούμε!” Μέσα στις ελάχιστες αυτές λέξεις εξέφραζε το αδιέξοδο της εποχής μας. Ο συγγραφέας των έργων “Τα πλοία δεν άραξαν”, “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”, “Βουρκωμένες μέρες”, υπήρξε μια αυθεντική αξία των γραμάτων μας -μια αξία κατατρεγμένη που δεν έπαψε να υποφέρει και να αδικείται ως το τέλος. Τελευταία αδικία που του έγινε: Ο πρόωρος θάνατός του». (Βλ. Α[νυπόγραφο] Ά[ρθρο],Σήμερα θα γίνη η κηδεία. Ο θάνατος του Μεν. Λουντέμη προκάλεσε βαθειά συγκίνηση, εφημερίδα «Μακεδονία». Τρίτη 25 Ιανουαρίου 1977, σελ. 3).
[2]Βλ. Δημήτρης Δαμασκηνός,Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας. Ένα δοκίμιο-μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μενέλαου Λουντέμη, εκδόσεις Ραδάμανθυς, Χανιά 2017, σελ. 33.
[3]Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Περιμένοντας το Ουράνιο Τόξο, εκδόσεις Θ. Γεωργακόπουλος, 8ο, εικονογράφηση Αντώνης Κανάς, Αθήνα 1940, σελ.118.
[4]Μενέλαος Λουντέμης, Περιμένοντας το ουράνιο τόξο, χ.ε., Αθήνα 1940 σελ. 26.
[5]Μενέλαος Λουντέμης, Περιμένοντας το ουράνιο τόξο, χ.ε., Αθήνα 1940 σελ. 27.
[6]«[…] Σύμβολο νεορομαντικής φυγής, ο αλήτης του Χάμσουν περιπλανιέται επίμονα μέσα στις σελίδες της λογοτεχνίας μας, επιβάλλοντας την πληθωρική και ανέμελη παρουσία του», θα γράψει ο Παναγιώτης Μουλλάς στο: Αλήτευε τότε ο Κνουτ Χάμσουν, στην Εισαγωγή, στο συλλογικό έργο Η Μεσοπολεμική Πεζογραφία, (επ.) Συντακτική Επιτροπή; Καρβέλης Τάκης κ.α., τόμος 1ος, εκδόσεις Σοκόλης, Αθήνα 1993, σελ. 48.
[7]Μενέλαος Λουντέμης, Τα πλοία δεν άραξαν, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα Ιανουάριος 2000, σελ. 117.
[8]Κούκουρα Ελευθερία, Ο τρελός με το βέλος στο στήθος: Παρακειμενική ανάγνωση της διηγηματογραφίας του Μενέλαου Λουντέμη (1938-1966), Διπλωματικη εργασία στο ΑΠΘ, Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Τσιριμώκου Ελισάβετ, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2016, σελ. 22.
[9]Συννεφιάζει (1946), Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα (1956), Αγέλαστη άνοιξη (1971), Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας (1972).
[10]κριφ και «κρίβα πάτσι» = κουτσός.
[11]«Οι απλοϊκοί περιπλανώμενοι του Χάμσουν, οι αγρότες του Γκόρκι και του Παναϊτ Ιστράτι, το πνεύμα οργής και καταγγελίας του Μπαρμπύς, οι ναυτεργάτες του Τζόζεφ Κόνρατ μπορούν σίγουρα να χρησιμεύσουν ως οδηγοί μας για την ανίχνευση σχετικών επιδράσεων. Δεν θα πρέπει, εντούτοις, να περιορίσουμε την εμβέλεια του Λουντέμη σε αυτές. Οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι δεν είναι προϊόντα εγκεφαλικής μεταγραφής αλλά άνθρωποι αληθινοί, προβεβλημένοι στο πλαίσιο μιας σκληρήςεποχής –και, μάλιστα, χωρίς φτιασίδια ή υπερβολές: με μετρημένο ήθος και από τη δέουσα απόσταση». (Βλ. Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Μενέλαος Λουντέμης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε’, σελ. 237, Αθήνα, Σοκόλης, 1992).
[12]Μενέλαος Λουντέμης, Περιμένοντας το ουράνιο τόξο, χ.ε., Αθήνα 1940 σελ. 117-118.
[13]Βλ. τη διατύπωση κριτικής άποψης του Χρήστου Σαμουηλίδη στην εκπομπή της ΕΡΤ «Εποχές και συγγραφείς» αφιερωμένης στον Μ. Λουντέμη.