Γράφει ο αρχιμανδρίτης ΙΓΝΑΤΙΟΣ Θ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Θεολόγος – τ. Λυκειάρχης
Με πολύ πόνο και οδύνη χαράσσω τις παρακάτω γραμμές. Λόγια παιδιού προς Πατέρα. Λόγια δακρύβρεχτα αποχαιρετώντας εκείνον τον Μέγα και ανεπανάληπτον Δάσκαλον και Επίσκοπόν μου, τον οποίον εγνώρισα και αγάπησα από τα χρόνια που επήγαινα στο Δημοτικό και Εκείνος ήταν λαϊκός, ο από τότε ονομαστός Μιχάλης Γαλανάκης, καθηγητής στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Χανίων.
Τον έβλεπα καθημερινά που κατέβαινε στον δρόμο μπροστά από το σπίτι μας. Κάποτε «τόλμησα» να τον πλησιάσω, σταμάτησε και ευγενικά με χάιδεψε στο κεφάλι. Και με ρώτησε πώς με λένε. Κάποτε με ρώτησε «Μανωλάκη, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Του αποκρίθηκα «παπάς». Κι αυτός, αφού με χάιδεψε στο κεφάλι γελαστός, μ’ απήντησε «μπράβο Μανωλάκη, κι εγώ θα γίνει παπάς».
Και επέρασαν τα χρόνια από τότε που απέκτησα έναν μεγάλο και θαυμάσιο φίλο. Εγώ το φτωχαδάκι και προσφυγάκι. Κι ο Μιχάλης έγινε Ειρηναίος και διορίστηκε καθηγητής στην Ιερατική Σχολή Κρήτης, και το Μανωλάκη εισάγεται σ’ αυτήν την Σχολήν και τον έχει καθηγητή του.
Πώς, αλήθεια, ο Θεός κινεί τα βήματά μας. Έτσι είχα σε καθημερινή βάση μαζί μου τον Δάσκαλό μου τον Ειρηναίο. Θαύμαζα τον Μεγάλο Δάσκαλο και μέσα μου καλλιεργούσα τον δικό μου Ειρηναίο. Να οπλισθώ με την σοφία του, την αγάπη του, τους οραματισμούς του, τον μελίρρυτον λόγον του, τον γλαφυρόν γραφτόν του λόγον.
Έχω ακόμη σημειώσεις από τις ομιλίες του και τη σχολική διδαχή του.
Ετελειώσαν τα μαθητικά μου χρόνια Εκείνος συνέχιζε τη διακονία του στην Ιερατική Σχολή ως Υπ/ντής και ο φτωχός μαθητής του, με την χάρη του Θεού, φοιτά στο Πανεπιστήμιου Αθηνών, όπου δεν με ξεχνά και κοιτάζει πώς θα βρει ένα χαρτζιλίκι να στείλει στον φτωχό φοιτητή.
Μέσα σ’ αυτά τα φοιτητικά χρόνια, εκτός από την ευλογία να πάρω υποτροφία, ήλθε η ευλογία η μεγάλη, κι ο Δάσκαλος και Πατέρας μου εκλέγεται επίσκοπος Κισάμου και Σελίνου (1957). Αξιώθηκα να πάω στην ενθρόνισή του.
Δεν έγινε επίσκοπος για τον εαυτόν του, αλλά για τον λαόν του Θεού, κάτι που περίτρανα το απέδειξε. Ο Δάσκαλός μου Επίσκοπος! Τι χαρά, Τι ευτυχία μου και η οποία ολοκληρώθηκε όταν μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, επήγα αμέσως κοντά του και θέσαμε σε λειτουργία το Οικοτροφείο αρρένων της Μητροπόλεως στην Παλιόχωρα. Έτσι έζησα και ταπεινά συνεργάστηκα, και μετά που ιερώθηκα, το μεγαλείου του Δασκάλου μου και Επισκόπου μου, στο οποίον έμεινα κοντά μέχρι τα έσχατά του. Αισθανόμουν την ανάγκη του αναβαπτίσματός μου κοντά του, γι’ αυτό μόλις μπορούσα επήγαινα στο ταπεινό του σπίτι , στη Χαλέπα. Με θυμότανε πολύ, και με όση δύναμη μου έσφιγγε το χέρι. Θυμότανε πολλά… αγιασμένες πληγές. Και στο χέρι του, που φέρνει και στο χέρι του σκηνώματός του, από μένα για να προσευχόταν τότε, ιδίως τώρα στα ουράνια σκηνώματα, για το πνευματικό του παιδί, που πολύ τον αγάπησε χωρίς κανένα αντάλλαγμα και μισθαποδοσία, παρά μόνον την ευλογία του και την δύναμη που έπαιρνα όντας δίπλα του. Φιλώντας του το χέρι. Αγαλλόμενος από την φωταυγή μορφή του.
Σεβαστέ μου Δάσκαλε και Επίσκοπε Ειρηναίε, που μ’ έμαθες πολλά, από την Χριστιανική βιωτή μέχρι και το γράψιμο. Κι αν όποια δοκιμασία πέρασα ήταν για το καλό της ψυχής μου και τις ουράνιες μετοχές μου. Ότι το έκανες, το έκανες για το καλό μου. Και σου είμαι, και γι’ αυτό, ευγνώμων. Θα θυμάμαι τα’ απογεύματά που σ’ αντάμωνα στο φτωχικό σου και θα παίρνω δύναμη. Θα σ’ αποζητώ, όπως και όλα τα δικά σου πρόσωπα, που στάθηκαν πιστά και ταπεινά κοντά σου. Καλό σου ταξίδι. Μη με ξεχνάς.