Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Άλλοι ήμεστανε παλιά κι άλλοι εγινήκαμε
Πρίχου να κάμουσινε το δεύτερο μεγάλο πόλεμο είχαμενε μεγάλες έλλειψες μα τα «όμορφα» ήθρασινε όντεν αρχινήχτηκενε ο πόλεμος κι ακόμης τα πιλιά «ομορφίτερα» απής μας εσκλαβώσανε οι σκυλοτανυσμένοι οι Ναζίδες.
Σαν τα έχνη, εκείνα δα απού τα λέσινε «φυτοφάγα» εκατηντίσαμενε κι εμείς. Χόρτα του κάμπου, χόρτα του βουνού, χόρτα απού το κημαράκι μας, μα μπάρε μου, εμείς εις την Κρήτη τα τρώγαμενε καλολαδωμένα. Δεν ήμεστανε δα και ντίμπις «φυτοφάγα», γιατ’ είχαμενε και τσι μαρταρές μας, και τσ’ όρθες μας κι ακόμης πολλές βολές είχαμενε και κιαμιά γουρούνα κι ετρώγαμενε και πού και βολά γουρουνάκια και τα Χριστούγεννα εκάνεμενε θφοράφη. Το ψωμί όμως κι όντεν είχαμενε το τρώγαμενε τσίγκου – τσίγκου, μα και σμαρδεμένο. Εφουρνίζαμενε τα πρινοβέλανα, εξαφλουδίζαμέ ντα, κι αλέθαμέ ντα στο χερόμυλο κι εβάναμέντα στο κρίθινο αλεύρι για να το πλεισιάνομενε, μα τσι πολλές βολές τα τρώγαμενε τα χόρτα δίχως ψωμί.
Επεράσαμενε και πείνες και τρομάρες κι εχάσαμενε και τσ’ αθρώπους μας. Απής εξεκουμπιστήσινε οι κακοπαωμένοι οι Ναζίδες αρχίνηξενε σιγά-σιγά να διορθώνεται η κατάσταση και ύστερα ήρθανε τα μηχανήματα και ανοίξανε δρόμους, εκάμανε νερά, ήρθε ο ηλεχτρισμός και άλλαξενε η ζωή μας.
Αυτή η καλυτέρεψη ήτονε απού τον τεχνικό πολιτισμό. Μας αυτός ο τεχνικός πολιτισμός δεν έκαμενε μόνο καλά. Έκαμενε και κακά. Αρχίνηξεν ο κόσμος να χαντά πως δεν είναι ανάγκη να δουλεύουνε μούδε τα χέρια ντου, μούδε τα πόδια ντου, μα δικά και φτάνει απού δουλεύουνε τα δαχτύλια ντου, να πατεί το κομπιά στσι μηχανές. Επαραιτήσαμενε τα πολλά χωράφια ακαλλιεήργητα, παραιτούμενε πολλές ελιές αμάζωχτες, πολλοί βοσκοί εξεκάνε τη βοσκική ντωνε. Αλλάξαμενε ντίμπις και μονιτάρου, απής επαρουσιάστηκενε ο τεχνικός πολιτισμός. Απομακρυθήκαμενε, όι μόνο από τη φυσική ζωή, μα και απού τη φύση απομακρυθήκαμενε. Αλλιώς σκέφτεται και αλλιώς διάχνει ο κόσμος εδά απαραιτήσαμενε τσοι κάμπους ακαλλιέργητους. Επαραιτήσανε τα χωριά ντωνε οι πολλοί χωριάτες κι απήγασει στσι πολιτείες κι εγινήκασι πρωτευουσιάνοι κι ας πεινούνε. Δεν καταδέχομέστανε να κάμομενε μεροκάματο όσο και αν το εχόμενε ανάγκη. Είπενε ο Πάγκαλος μια βολά πως μαζί τα φάγαμενε ούλοι, αν είχαν πει πως ούλοι φταίμενε, δε θελά ‘χει άδικο.
Μα ακόμις μας εβλάψενε απού μια ουλιά καιρό μας επαρουσιάζανε την εθνική οικονομία πως πάει σιόκαλα και εσκροπήσανε και κάμποσα λεφτά πάνω απού την αντοχή τση εθνικής οικονομίας κι εβουτήξανέ μας στα χρέη μα αυτό ήτονε αρκετό για να πιστέψομενε πως εγινήκαμενε υστερόπλουτοι και δεν καταδέχομέστανε να δουλέψομενε στην περιουσία μας μονό βάνομενε Αλβανούς και μασε δουλεύουνε και σ’ αυτούς πάει το μαξούλι
Πριχού =πριν
Απής = άμα (από ης)
Έχνη = ήμερα ζώα
Μπάρε μου = τουλάχιστον
Ντίμπις = τελείως
Μαρταρές = οικόσιτες αίγες ή προβατίνες
Βολά = φορά
Θροφάρης = χοίρος για τα Χριστούγεννα
Τζίγκου – τζίγκου = με οικονομία
Σμαρδεμένο = νοθευμένο
Χαντώ = νομίζω
Μούδε = μήτε
Δικά = φτάνει
Ουλιά = μικρή δόση