Της Ιωάννας Σφακιανάκη
Πολλοί παλιοί Χανιώτες θα θυμούνται ίσως την Πλατεία Μπόλαρη (σημερινή Πλατεία Ελευθερίας ή Δικαστηρίων όπως την γνωρίζουν όλοι) ή την Οδό Μπόλαρη, στην ομώνυμη συνοικία, που ξεκινούσε από την Πλατεία Μπόλαρη και κατηφόριζε προς το Κούμ Καπί. Ήταν η εποχή του 1899, και της Κρητικής Πολιτείας, που τα Δικαστήρια εγκαθίστανται πια στο κτίριο που προοριζόταν για Στρατιωτικό Τουρκικό Νοσοκομείο.
Στην ομώνυμη αριστοκρατική περιοχή της παλιάς ειδυλλιακής Οδού Μπόλαρη (ή λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου αργότερα, και σημερινής Ηρώων Πολυτεχνείου), με τα παραδοσιακά νεοκλασικά αρχοντικά, με τις ευρύχωρες αλέες, τους μεγάλους κήπους με τα πολλά δέντρα και παρτέρια λουλουδιών και με τα φαρδιά δενδροφυτεμένα πεζοδρόμια, τις διπλές συστάδες δέντρων και τις ένθεν κακείθεν αυτής δεντροφυτεμένες πασχαλιές, βρισκόταν παρατεταγμένες η μία δίπλα στην άλλη, περιβαλλόμενες από πανέμορφους πυκνοφυτεμένους κήπους, οι κατοικίες εύπορων οικογενειών, πολιτικών, αξιωματικών, γιατρών, εμπόρων και βουλευτών εκείνης της εποχής. Μεταξύ αυτών, η βίλα Κούνδουρου ή Βογιατζάκη, αλλά και μελών της οικογενείας Μπόλαρη από τον Δράπανο Αποκορώνου, με προεξάρχοντα τον Δημοτικό Σύμβουλο και Εργολάβο Δημοσίων έργων, Ιωάννη Εμμ. Μπόλαρη, παλιό Καπετάνιο των Κρητικών επαναστάσεων 1896-98 και Μακεδονομάχο.
Ο δρόμος διανοίχθηκε τον Φεβρουάριο του 1901 επί Κρητικής Πολιτείας, ενώ, έναν χρόνο μετά, δεντροφυτεύθηκε, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα εκείνης της εποχής “Η ΠΑΤΡΙΣ” από τα αρχεία του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι «εφυτεύθησαν διπλαί σειραί δένδρων πολυτελείας καθ’ όλον το μήκος της μεγάλης οδού επί της νέας οδού Δικαστηρίων – Χαλέπας. Εις αμφοτέρας τας πλευράς της οδού, ετοποθετήθη χλοοτάπης προς τον σκοπόν της συγκρατήσεως της καταρρεύσεως χωμάτων και πρανών».
Στο κέντρο δε της όμορφης πλατείας, αργότερα το 1964, προστίθεται και δεσπόζει αγέρωχο και επιβλητικό, μέχρι σήμερα, το άγαλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, που φιλοτέχνησε ο Βάσος Γεωργιάδης από τη Νεάπολη Λασιθίου.
Σε αυτή την αριστοκρατική περιοχή λοιπόν με τα φαρδιά πεζοδρόμια και τις διπλές συστάδες δέντρων, έζησαν τον περασμένο αιώνα μέλη της οικογένειας Μπόλαρη, κι έτσι η συνοικία ονομάστηκε «συνοικία Μπόλαρη». Η Οδός Μπόλαρη πήρε την ονομασία της από ένα καφεστιατόριο /ταβέρνα, το οποίο ήταν τόπος συναντήσεως των Χανιωτών, ιδιοκτησίας των αδελφών Μπόλαρη (πρωτοξάδελφα του προαναφερθέντος Ιωάν. Εμ. Μπόλαρη). Μεταξύ των ιδιοκτητών του καφεστιατορίου, σύμφωνα με την εφημερίδα “ΗΧΩ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ” (24/8/1930) ήταν και ο Ιωάννης Σταμ. Μπόλαρης, ο οποίος απεβίωσε το 1928 αφήνοντας την χήρα του Ελένη και τον μοναχογιό τους Σταμάτη, κληρονόμο μιας τεράστιας περιουσίας. Ο υιός Σταμάτης Μπόλαρης όμως νέος και επιπόλαιος όπως αναφέρει η εφημερίδα κατασπαταλούσε την πατρική περιουσία σε γλέντια και μολονότι η μητέρα του προσπάθησε να τον παντρέψει για να νοικοκυρευτεί, εκείνος δεν υπάκουγε με αποτέλεσμα να ζητήσει την δικαστική κηδεμονία του για να τον συνετίσει.
Το καφενείο λειτουργούσε γύρω στα 1915-1935 και βρισκόταν λίγο πριν το ύψος της σημερινής οδού Διγενή Ακρίτα εκεί που είναι σήμερα ο κινηματογράφος «Αττικόν». Έτσι και η πλατεία που βρισκόταν στην κορυφή της οδού Μπόλαρη, πήρε το ίδιο όνομα, μιας κι ο κόσμος έλεγε πάμε “στου Μπόλαρη” για βόλτα. Εκεί, καθημερινά έκαναν τον περίπατό τους δεκάδες Χανιώτες, ενώ οι ντόπιοι έτρωγαν στα εστιατόρια ή στα καφενεία, που λειτουργούσαν δίπλα στην οδό Μπόλαρη τα οποία ήσαν γνωστά για το υποβρύχιο, την γκαζόζα και τα περίφημα λουκούμια τους. Οι γονείς έκαναν την βεγγέρα τους σμίγοντας με φίλους και γείτονες, ενώ τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα στην πλατεία και στα κράσπεδα των πεζοδρομίων και αγόραζαν παγωτό από τον πλανόδιο παγωτατζή ή τα νόστιμα, αφράτα, τραγανά και ακριβά στραγάλια που πουλούσε μέσα από το μεγάλο πανέρι της η Αφρικανή γυναίκα που λεγόταν Αμπλά.
Η οικογένεια Μπόλαρη έχει πίσω της μια μακραίωνη Ιστορία αγώνων. Εμείς θα προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε ένα μικρό κουβάρι από αυτήν την ιστορία. Είναι η ιστορία της οικογένειας του Οπλαρχηγού των Κρητικών επαναστάσεων 1878 – 1898 και του Τάγματος των Επιλέκτων Κρητών, Εμμανουήλ Κων. Μπόλαρη ή Μπολαράκη από το Δράπανο της τότε κοινότητος του Κεφαλά Αποκορώνου. Αυτής της οικογένειας την πορεία θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε σε αυτό το μικρό οδοιπορικό στο παρελθόν. Ο Δράπανος είναι ένα μικρό όμορφο, παραδοσιακό χωριό που βρίσκεται ψηλά, στο ακρωτήριο Δράπανο του σημερινού δήμου Αποκορώνου της περιφερειακής ενότητας Χανίων.
Ο Εμμανουήλ Κ. Μπόλαρης γεννημένος στο Δράπανο της κοινότητος Κεφαλά Αποκορώνου, ένας πανέμορφος νέος, ψηλός, ευθυτενής, καλοφτιαγμένος με την κλασική ομορφιά του Απόλλωνα της Κρήτης, που η μορφή του κυκλοφόρησε ακόμη και σε κάρτες εποχής με τη λεζάντα «Κρης Νεανίας», πολέμησε στις Κρητικές επαναστάσεις για 20 ολόκληρα χρόνια (1878-1898). Έλαβε μέρος στην τελευταία Κρητική επανάσταση ως μέλος του Τάγματος των Επιλέκτων Κρητών στις μάχες των Αρχανών, δίπλα στον μεγάλο μας πολέμαρχο Ιωάννη Νταφώτη, στην πολιορκία του Βάμου, στην τριήμερη σκληρή μάχη της Αρμυρίδας το 1896 κ.α. και είχε τη χαρά να δει τους γιους του να αγωνίζονται όπως κι εκείνος για τη λευτεριά του νησιού του και της πατρίδος του.
Οι γιοι του που πήραν την λεβεντιά, την μαχητικότητα και την ανδρεία του αγωνιστή πατριάρχη της οικογένειας Μπόλαρη, ήταν κατά σειράν: Ο Ιωάννης (γεν.1880), ο Γιώργης (γεν.1882), ο Κωνσταντίνος (γεν.1886), ο Βαρδής (γεν.1893), ο Σήφης (*?) κι ο Μάρκος (γεν. το 1899).
*Ομολογώ πως κατά την έρευνα μου όσο κι αν προσπάθησα δεν βρήκα κανένα στοιχείο για τον Σήφη, γιο του Εμμανουήλ Κ. Μπόλαρη/Μπολαράκη, που αναφέρει η οικογένεια. Αντιθέτως βρήκα τον Αντώνιο Εμμ. Μπόλαρη γεννημένο στο Δράπανο το 1887 και ενώ, δεν υπάρχει άλλος Εμμανουήλ Μπόλαρης πλην του Εμμανουήλ Παναγιώτου Μπόλαρη από το Δράπανο ο οποίος όμως είναι γεννηθείς το 1877 δηλαδή μόνο 10 χρόνια μεγαλύτερος του Αντώνιου. Για έναν άλλο Αντώνιο Εμμ. Μπόλαρη και τη σημαντική του συνεισφορά στην Ιστορία του νησιού μας θα σας μιλήσω εκτενώς στο τέλος του αφηγήματος μου.
Συνεχίζω λοιπόν με τους γιους του Εμμ. Κων. Μπόλαρη.
Ο μεγάλος του γιος ο Ιωάννης Εμμ. Μπόλαρης, γεννημένος το 1880 στο Δράπανο Κεφαλά/ Αποκορώνου, καπετάνιος στην τελευταία επανάσταση του 1897-98, και Μακεδονομάχος συντηρών με ιδίους πόρους εθελοντικό σώμα ανδρών, πολέμησε γενναία για την ελευθερία και τα δίκαια της πατρίδος. Με το πέρας των πολέμων κατοίκησε στα Χανιά στην συνοικία Μπόλαρη και εργάστηκε ως εργολάβος Δημοσίων έργων στην πόλη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε τους Χανιώτες ως εκλεγμένο Μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου.
Ο τρίτος γιος του ο Κωνσταντίνος Εμμ. Μπόλαρης, γεννημένος το 1886, που τον βλέπουμε στην φωτογραφία να εικονίζεται πάνω αριστερά όρθιος, πολέμησε με το Ανεξάρτητο Σώμα Κρητών στην Ήπειρο το 1912-13, μετέπειτα 14ο Σύνταγμα Κρητών υπό την Αρχηγεία του Γεώργιου Κολοκοτρώνη εγγονού του γέρου του Μωριά, που μπήκαν πρώτοι στην πόλη κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, του Στρατηγού Ιωάν. Αλεξάκη κ.α.
Οι γιοι του Εμμανουήλ Μπόλαρη έφυγαν όλοι από κοντά του. Έφυγαν από το χωριό, από το Δράπανο και την πατρική εστία. Ξεκίνησαν να χτίσουν τις δικές τους ζωές, τις δικές τους οικογενειακές Ιστορίες. Τα υπόλοιπα αγόρια του στην Αμερική, ο μεγάλος, ο Γιάννης του, στα Χανιά΄ εργολάβος είπαμε, κι ο μικρότερος και πιο κανακεμένος του, ο Μάρκος αντάρτης στους πολέμους. Από τον Ηπειρωτικό αγώνα που αμούστακο αγόρι ακόμα, ήταν στο Σώμα του μεγάλου του αδελφού, του καπετάν Γιάννη Μπόλαρη, συνέχισε στους Βαλκανικούς. Στον Πρώτο Παγκόσμιο με την Μεραρχία Κρητών που συγκρότησε η Τριανδρία Βενιζέλου – Δαγκλή – Κουντουριώτη, στο Σκρα και στη Δοϊράνη και ύστερα Εύζωνας στην Προεδρική φρουρά. Μετά, πάλι πολέμαρχος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Δέκα ολόκληρα χρόνια με το μάνλιχερ στο χέρι. Δεν ησύχαζε από τους πολέμους ο Μάρκος Μπόλαρης κι η μάνα του η κ. Ειρήνη Βλαχάκη/Μπόλαρη, έκανε μαύρα μάτια να δει το στερνοπαίδι της. Ώσπου μια μέρα το αλαφροπάτημα του, έκανε την κυρά-Ειρήνη να σκιρτήσει από λαχτάρα, από πεθυμιά να αγκαλιάσει τον γιόκα της το στερνό, που μερόνυχτα παρακαλούσε την Παναγιά να της το φυλάξει από τα εχθρικά βόλια.
Γύρισε στο χωριό επιτέλους ο Μάρκος. Παρά τις ταλαιπώριες του πολέμου κράτησε την κορμοστασιά του αλώβητη, τα μάτια του, σπινθηροβόλα όπως τότε, που τον έστειλε στο σχολειό για πρώτη φορά. Λεβέντης! Εύζωνας υπηρέτησε στη φρουρά του Εθνάρχη Βενιζέλου! Εξ άλλου, όλη η οικογένεια για αυτόν τον Ελευθέριο Βενιζέλο αγωνίστηκε… Όλοι οι άντρες της οικογένειας υπηρέτησαν πιστά την Πατρίδα, και τον Εθνάρχη τους! Ο Γιάννης ο μεγάλος άλλωστε, είχε στενή φιλία όπως κι ο πατέρας τους με τον Ελ. Βενιζέλο. Η φωτογραφία του Βενιζέλου στο πατρικό.. και πιο πέρα σε περίοπτη θέση στο έπιπλο της σάλας με τα γυαλικά, να την βλέπει η μάνα και να καμαρώνει το γιο της τον Μάρκο, Εύζωνα!… Και δίπλα, το καντήλι αναμμένο στην εικόνα της Παναγιάς για να τον φυλάει.
Πόσες χαρές ονειρεύτηκε ο καπετάν Μανόλης Μπόλαρης με τον ερχομό του κανακάρη του. Θα παντρευόταν πια, θα έμενε στο χωριό, να γεμίσει κουτσούβελα το σπιτικό του…να τον ξεκουράσει κι εκείνον μια στάλα από τα κτήματα και τα οζά.
Κι ύστερα… Φάνηκε τρέχοντας αλαφιασμένος ο Μάρκος! Πατέρα μου έστησαν καρτέρι, με πυροβόλησαν. Ανέβαινε από τη θάλασσα κατά το χωριό. Γρήγορος στο περπάτημα, άνδρας με έγνοια. Έπεσε σε ενέδρα άνανδρων! Σαν αίλουρος πήδηξε και χώστηκε πίσω από τα δέντρα και τα βάτα… ίσα που πρόλαβε ενστικτωδώς να γείρει το κεφάλι, κατρακύλησε στα αγκάθια, στα γκρεμνά να γλυτώσει το τομάρι του. Ξεσκίστηκε, μάτωσε.. οι μπαταριές πίσω του έπεφταν βροχή μια, δυο, τρεις… Ήταν μαθημένος! Τόσα χρόνια έτσι ξέφευγε απ’ τον θάνατο! Πατέρα ποιος θέλει το χαλασμό μου; Ρώτησε χαμένος… Η μάνα άλαλη έκλαιγε πιο ΄κει, μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη… Ετοίμασε τα μπογαλάκια του γιου της. Δεν πρόλαβε να τον χαρεί μια στάλα. Πάλι θα τον αποχαιρετούσε. Έπρεπε να γλυτώσει το παιδί της, την ψίχα της ψυχής της.. κι ας έκανε την καρδιά της χίλια κομμάτια!
Πρέπει να φύγεις Μάρκο! είπε ο κύρης του, με μάτια δακρυσμένα… Η βεντέτα βλέπεις… Ένας δικός μας προ καιρού, σκότωσε Σφακιανό κι εκείνοι δε χαρίζονται! Θέλουν να πάρουν πίσω το αίμα τους. Μάθανε πως γύρισες… Θέλουν τον πιο καλιά μας. Τον καλύτερο μας! Εσένα, Μάρκο μου, λεβέντη της γενιάς μου! Παλιά κατάρα.. Πρέπει να ξεφύγεις, εσύ γιε μου να ζήσεις να φτιάξεις τη δική σου γενιά έστω και μακριά από εδώ! Είμαστε τυχεροί σήμερο. Πρόλαβες! Πρόσεχες! Αύριο θα είναι αργά… Ετοιμάσου γρήγορα!
Οι γερόντοι τον ετοίμασαν με βαριά καρδιά, η μάνα πίσω του έκλαιγε ασταμάτητα.. ποιος ξέρει αν ποτέ θα ξανάβλεπε το βλαστάρι της.. Καταραμένη βεντέτα!!
Είχε εκεί στη Μακεδονία ένα χωραφάκι.. από τότε που πολέμησε στα αγιασμένα εκείνα χώματα. Σε κείνα τα χώματα που μέσ’ τα σπλάχνα τους κρύβουν τόσα Ιερά οστά συντρόφων του… Θα ξεκινούσε απ΄ το μηδέν στην ξένη γη ο Μάρκος, για να συνεχίσει τη γενιά του… Έφυγε αξημέρωτα… σαν τον κλέφτη από το πατρικό για πάντα!
Έτσι κι έγινε… Παντρεύτηκε εκεί, στας Σέρρας έκανε την οικογένεια του με τη Χρυσούλα το γένος Αθανασίου και Ευδοκίας Σιδερά και απέκτησαν τρείς γιους: Τον Ιωάννη (το όνομα του Καπετάνιου αδελφού του έβγαλε τον πρωτότοκό του), τον Ηλία και τον Εμμανουήλ. Στον τελευταίο έδωσε το όνομα του Πρωτοκαπετάνιου της γενιάς του, του Κύρη του! Εκείνου που του έμαθε να πολεμά, που ανδρώθηκε κάτω από τις φτερούγες του! Τον καπετάν Εμμανουήλ Κ. Μπόλαρη! Εκείνον που έφυγε από τη ζωή το 1930 και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια…
Οι γιοι του Μάρκου μεγάλωσαν, σπούδασαν και πρόκοψαν στη Μακεδονίτικη γη. Ο Γιάννης Μάρκου Μπόλαρης ο μεγάλος γιος του Μάρκου, σπουδαίος Μαρμαρογλύπτης, καλλιτέχνη, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο ΕΑΜ στις Σέρρες, παντρεύτηκε την Αγγελική από τους Βώρους Ηρακλείου και απέκτησαν δυο παιδιά: Την Χρυσούλα και τον Μάρκο.
Ο δεύτερος γιος του ο Ηλίας έγινε σπουδαίος Ξυλογλύπτης επίπλων, παντρεύτηκε με την πανέμορφη Γενοβέφα (το γένος Μαρμαρά) από την Λήμνο και απέκτησαν τον Μάρκο, δικηγόρο και τον Μιλτιάδη αρχιτέκτονα στο Σικάγο των ΗΠΑ. Ο Μάρκος Ηλ. Μπόλαρης έμοιασε του αντάρτη παππού του του Μάρκου! Σπούδασε δικηγόρος και καταπιάστηκε από τα νιάτα του στους αγώνες. Ξεκίνησε με το μαθητικό κίνημα όπου εξελέγη πρώτος πρόεδρος των Μαθητικών Κοινοτήτων και εν συνεχεία αντιπρόεδρος της Ένωσης Σερραίων Φοιτητών Σπουδαστών του Νομού Σερρών, εκπροσωπώντας την ΠΑΣΠ. Υπηρέτησε κι εκείνος πιστά τον ηγέτη της καρδιάς του τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου. Μόνο που τώρα ο αγώνας ήταν πιο σκληρός πιο ανελέητος από τότε. Ήταν ένας αγώνας αξιοπρέπειας, ισορροπίας, ανταρσίας και συνεχών μαχών… Ένας άνισος αγώνας που διάλεξε ο Μάρκος να πολεμήσει.. εκεί, που έπρεπε να σταθείς ανάμεσα στην εντιμότητα, την ηθική και την λεβεντιά, ενάντια στην λάσπη και τις παγίδες της πολιτικής. Κι ο Μάρκος βγήκε αλώβητος! Όπως ο πρόγονος του κατρακύλησε στα αγκάθια, μάτωσε, πάλεψε, ξεσκίστηκε, μα βγήκε καθαρός! Πέρασε μέσα από τη μαυρίλα και βγήκε πεντακάθαρος.. Σαν το περιστέρι η ψυχή του. Ευγενική, τρυφερή, καλαίσθητη, να γράφει με τόση μαεστρία και τόση ευαισθησία λες και δεν καταπιάστηκε ποτέ του με τίποτε άλλο παρά με την λογοτεχνία και την ποίηση.. Γιατί ποίηση είναι το κάθε τι που γράφει η πένα του Μάρκου…
Ο μικρότερος γιος του Μάρκου, ο Εμμανουήλ Μάρκου Μπόλαρης έγινε κι εκείνος Ξυλογλύπτης σαν τον μεγαλύτερο αδελφό του τον Ηλία. Παντρεύτηκε στις Σέρρες με την Θεοδώρα από την πόλη των Σερρών και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: Το Μανώλη, την Ευδοκία, την Ειρήνη, τον Δημήτριο και τον Γεώργιο.
Η οικογένεια Μπόλαρη εκτός αυτών που αναφέραμε έβγαλε κι άλλους πολλούς ήρωες. Όπως ο Κωνσταντίνος Σταμ. Μπόλαρης γεννημένος στα Χανιά που τραυματίστηκε στη μάχη του Τσιβαρά Αποκορώνου το 1878 και τυφλώθηκε, ο Εμμανουήλ Παναγιώτου Μπόλαρης γεννημένος το 1877 από τον Δράπανο Αποκορώνου γεννημένος το 1877, γείτονας σε διπλανό σπίτι του Εμμανουήλ που προαναφέραμε, αγωνιστής κι αυτός των τελευταίων Κρητικών επαναστάσεων.
Ο Αντώνιος Εμμ. Μπόλαρης επίσης, γεννημένος στη Χαλέπα το 1880, Αξιωματικός της Κρητικής Χωροφυλακής. Μια σπουδαία φυσιογνωμία του αγώνα που διέκοψε τις σπουδές του για να τρέξει να αγωνιστεί στο κάλεσμα του Βενιζέλου με τους άλλους επαναστάτες το 1897 στον Προφήτη Ηλία του Ακρωτηρίου. Βαθιά Βενιζελικός όπως άλλωστε κι όλη η οικογένεια των Μπόλαρη, διετέλεσε Τμηματάρχης και Προϊστάμενος της Χωροφυλακής στο κίνημα του Θερίσου, Ενωμοτάρχης αργότερα όπου διέπρεψε στο Σώμα της Χωροφυλακής με συνεχείς προαγωγές, με σπουδαία σταδιοδρομία και τελικά Ανθυπομοίραρχος ώσπου τον βρήκε ο θάνατος από τις κακουχίες στην υπηρεσία της πατρίδος στην Κόρινθο στις 21/10/1918, όπου είχαν πάει με την Μοίρα της Χωροφυλακής. Οι εφημερίδες της εποχής και τα άρθρα της Χωροφυλακής πλέκουν το εγκώμιο του σεμνού αυτού πατριώτη και διαπρεπή αξιωματικού, που προήχθη μετά θάνατον σε Μοίραρχο της Χωροφυλακής.