Οι ρατσιστικές εκθέσεις που συνάρπαζαν τους Ευρωπαίους
Των Νικολά Μπανσέλ, Πασκάλ Μπλανσάρ & Σαντρίν Λεμαίρ
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Monde diplomatique τον Αύγουστο του 2000 και το μετέφρασε το Καπυμπάρα)
* * *
Οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων της αποικιακής Δημοκρατίας
Πώς κατέστη δυνατόν; Είναι οι Ευρωπαίοι ικανοί να συλλάβουν το μέτρο όσων αποκαλύπτουν οι «ζωολογικοί κήποι ανθρώπων» για την κουλτούρα, τις νοοτροπίες, το υποσυνείδητο και το συλλογικό ψυχισμό τους; Διπλό το ερώτημα, τη στιγμή που εγκαινιάζεται τελικά στο Παρίσι, στην καρδιά του Ναού των Τεχνών –του Λούβρου- η πρώτη μεγάλη έκθεση «πρωτόγονων τεχνών».
Οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων, οι εθνολογικές εκθέσεις ή νέγρικα χωρά, παραμένουν ζητήματα, δύσκολα να τα πραγματευτεί κανείς στις χώρες που θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα την ισότητα όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Πραγματικά, αυτοί οι ζωολογικοί κήποι, όπου «εξωτικοί» άνθρωποι αναμεμειγμένοι με άγρια ζώα επιδεικνύονταν στο κοινό σαν θέαμα, πίσω από κάγκελα ή σε περιφραγμένους χώρους, με σκοπό τη διασκέδαση, αποτελούν την πιο καθαρή απόδειξη του χάσματος που υπήρχε ανάμεσα στην επίσημη ρητορική και την πρακτική την εποχή της οικοδόμησης των αποικιακών αυτοκρατοριών.
«Αυστραλιανοί κανίβαλοι, αρσενικοί και θηλυκοί. Η μόνη και μοναδική αποικία αυτής της πιο άγριας, παράξενης και δύσμορφης φυλής, που βγήκε από τα βάθη των αγρίων τόπων. Η κατώτατη κατηγορία της ανθρωπότητας».
Η ιδέα της προώθησης ενός ζωολογικού θεάματος που σκηνοθετούσε την παρουσία εξωτικών πληθυσμών, εμφανίστηκε ταυτόχρονα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870. Στη Γερμανία αρχικά, όπου από το 1874 ο Καρλ Χάγκενμπεκ, πωλητής αγρίων ζώων και μελλοντικός προμηθευτής των κύριων ευρωπαϊκών ζωολογικών κήπων αποφάσισε να εκθέσει Σαμοανούς και Λάπωνες ως «αμιγώς φυσικούς» πληθυσμούς μπροστά σε επισκέπτες που αναζητούσαν «συγκινήσεις». Η επιτυχία των πρώτων αυτών εκθέσεων τον οδήγησε από το 1876 να στείλει έναν από τους συνεργάτες του στο Αιγυπτιακό Σουδάν, με σκοπό να συλλέξει ζώα, αλλά και Νούβιους για να ανανεώσει τις ατραξιόν του. Οι τελευταίοι σημείωσαν αμέσως επιτυχία σε όλη την Ευρώπη, καθώς παρουσιάστηκαν διαδοχικά σε διάφορες πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι, το Λονδίνο ή το Βερολίνο.
Ένα εκατομμύριο εισιτήρια
[youtube id=”4DJRcSEkftI” width=”620″ height=”360″]
Μια τέτοια επιτυχία επηρέασε χωρίς αμφιβολία και τον Ζοφρουά Ντε Σαιντ-Ιλαίρ, διευθυντή του «κήπου εγκλιματισμού», ο οποίος αναζητούσε ατραξιόν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος. Αποφάσισε λοιπόν, να διοργανώσει το 1877, δύο «εθνολογικά θεάματα» παρουσιάζοντας Νούβιους και Εσκιμώους στους Παριζιάνους. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Η επισκεψιμότητα του κήπου διπλασιάστηκε φτάνοντας τη χρονιά εκείνη το ένα εκατομμύριο εισιτήρια… Οι Παριζιάνοι έτρεξαν να ανακαλύψουν αυτό που ο τύπος μεγάλης κυκλοφορίας της εποχής αποκαλούσε:
«μια συλλογή εξωτικών ζώων συνοδευόμενη από άτομα, όχι λιγότερο μοναδικά»
Ανάμεσα στο 1877 και το 1912, τριάντα «εθνολογικές εκθέσεις» αυτού του τύπου παρουσιάστηκαν στον ζωολογικό κήπο εγκλιματισμού του Παρισιού, με αμείωτη επιτυχία.
Πολλοί άλλοι χώροι σύντομα θα παρουσίαζαν τέτοια «θεάματα» ή θα τα προσάρμοζαν σε πιο «πολιτικούς» σκοπούς, στο πρότυπο των Παρισινών Παγκόσμιων Εκθέσεων, του 1878, του 1889 (την οποία χαρακτήρισε ο Πύργος του Άιφελ), όπου ένα νέγρικο χωριό και τετρακόσιοι «ιθαγενείς» αποτελούσαν μια από τις κύριες ατραξιόν τους, και αυτής του 1900 με τους πενήντα εκατομμύρια επισκέπτες και το διάσημο «Διόραμα» που «ζούσε» στη Μαδαγασκάρη ή αργότερα των αποικιακών εκθέσεων της Μασσαλίας, του 1907 και του 1931.
Ιδρύματα που εξειδικεύονταν στη δραματοποίηση, όπως οι προγραμματισμένες αναπαραστάσεις στο Πεδίον του Άρεως, το Φολί-Μπερζέρ ή το Μάτζικ Σίτυ και στις αποικιακές αναπαραστάσεις, όπως για παράδειγμα η αναπαράσταση στο Θέατρο Πορτ-Σαιν-Μαρτέν, της ήττας των Δαχομέων του βασιλιά Μπεανζέν από τον γαλλικό στρατό…
Για να ανταποκριθούν σε πιο «εμπορικές» απαιτήσεις και στις εκκλήσεις της επαρχίας, γρήγορα, τοπικές πανηγύρεις και εκθέσεις έγιναν οι κατεξοχήν χώροι προώθησης τέτοιων εκθεμάτων. Πάνω σ’ αυτήν τη δυναμική διαμορφώθηκαν πολύ σύντομα οι περιοδεύοντες «θίασοι» που γυρνούσαν από έκθεση σε τοπική πανήγυρη και έκαναν δημοφιλή τα περίφημα «νέγρικα (ή σενεγαλέζικα) χωρά», όπως στην έκθεση της Λυόν το 1894. Έκτοτε δεν υπήρχε πόλη, έκθεση ή Γάλλος που να μην ανακάλυψε, με την ευκαιρία ενός ηλιόλουστου απογεύματος ανάμεσα σε μια βόλτα στους αγρούς, το κυριακάτικο τραπέζι και τον περίπατο στη λίμνη, την «ακριβή» αναπαράσταση αυτών των αγρίων τόπων, που κατοικούνταν από εξωτικούς ανθρώπους και ζώα.
Εκατομμύρια Γάλλοι λοιπόν, από το 1877 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 ήρθαν σε επαφή με τον «Άλλο» μ’ αυτόν τον τρόπο. Έναν άλλο σκηνοθετημένο και σε κλουβί. Είτε επρόκειτο για κάποιον «παράξενο» λαό, που προερχόταν από οποιανδήποτε γωνιά του κόσμου είτε για κάποιον ιθαγενή της Αυτοκρατορίας, για τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της μητρόπολης, αυτή ήταν η πρώτη επαφή με την ετερότητα. Η κοινωνική επιρροή αυτών των θεαμάτων στην κατασκευή της εικόνας του άλλου ήταν σημαντική. Αν και συνδυάζονταν βέβαια, με μια πανταχού παρούσα, στην εικόνα και στο κείμενο, αποικιακή προπαγάνδα, που επηρέασε βαθιά το φαντασιακό των Γάλλων, οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων παραμένουν απόντες από τη συλλογική μνήμη. Η εμφάνιση και στη συνέχεια η ανάπτυξη και ο ενθουσιασμός για τους ζωολογικούς κήπους ανθρώπων, είναι αποτέλεσμα της συνάρθρωσης τριών συντρεχόντων φαινομένων: Καταρχήν, της κατασκευής ενός κοινωνικού φαντασιακού για τον άλλο (αποικιοκρατούμενο ή όχι), έπειτα, της επιστημονικής θεωρητικοποίησης της «ιεράρχισης των φυλών» στο πλαίσιο της προόδου της φυσικής ανθρωπολογίας και τέλος, της οικοδόμησης μιας αποικιακής αυτοκρατορίας που βρισκόταν στο απόγειο της επέκτασής της.
Αρκετά πριν την ευρεία αποικιακή επέκταση της Γ΄ Δημοκρατίας των ετών 1870-1910, που συντελέστηκε με την οριστική χάραξη των υπερπόντιων αυτοκρατορικών συνόρων, εγκαινιάζεται στη μητρόπολη ένα πάθος για τον εξωτισμό και παράλληλα διαμορφώνεται στο σημείο συνάντησης πολλών επιστημών ένας λόγος για τις λεγόμενες «κατώτερες φυλές». Σίγουρα, η κατασκευή της ταυτότητας κάθε πολιτισμού οικοδομείται πάντοτε πάνω σε αναπαραστάσεις του άλλου, που επιτρέπουν την εξ αντανακλάσεως επεξεργασία της εικόνας του εαυτού, την αυτοτοποθέτηση εντός του κόσμου.
Σε ό,τι αφορά τη Δύση, μπορούμε να διακρίνουμε τις πρώτες εκδηλώσεις του φαινομένου αυτού στην αρχαιότητα (με την κατηγοριοποίηση σε «βαρβάρους», «μετοίκους» και πολίτες), ιδέα που θα επανέλθει στην Ευρώπη των Σταυροφοριών και στη συνέχεια της πρώτης φάσης των εξερευνήσεων του 16ου και 17ουαιώνα.
Όμως, μέχρι τον 19ο αιώνα, αυτές οι αναπαραστάσεις της ετερότητας δεν είναι παρά περιστασιακές, όχι απαραίτητα αρνητικές και χωρίς βαθιά διείσδυση στο κοινωνικό σώμα. Με την ίδρυση των αποικιακών αυτοκρατοριών, η δύναμη των αναπαραστάσεων του άλλου επιβάλλεται μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο πολύ διαφορετικό και σε μια εκτατική ιστορική κίνηση, σε πρωτόγνωρο ρυθμό. Η θεμελιώδεις στροφή γίνεται με την αποικιοκρατία, καθώς αυτή υπαγορεύει την ανάγκη για κυριαρχία επί του άλλου, την «εξημέρωσή» του και επομένως την αναπαράστασή του.
Τις αμφιλεγόμενες εικόνες του «αγρίου», που χαρακτηρίζονταν τόσο από μια αρνητική αντίληψη της ετερότητας, όσο και από τα υπολείμματα του ρουσωικού μύθου του «αγαθού αγρίου» αντικαθιστά μια οπτική καθαρά στιγματιστική για τους «εξωτικούς» πληθυσμούς. Η αποικιακή μηχανική της υποτίμησης του ιθαγενούς μέσω των εικόνων τίθεται έτσι σε λειτουργία και σε μια τέτοια επιχείρηση κατάκτησης του ευρωπαϊκού φαντασιακού, οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων αποτελούν αναμφίβολα την πιο διεστραμμένη όψη της κατασκευής των προκαταλήψεων ενάντια στους ιθαγενείς. Η απόδειξη είναι εκεί, μπροστά στα μάτια μας: είναι άγριοι, ζουν σαν άγριοι και σκέφτονται σαν άγριοι. Κατά μια ειρωνεία της ιστορίας οι θίασοι των ιθαγενών που περιοδεύουν ανά την Ευρώπη (και ενίοτε διασχίζουν και τον Ατλαντικό) διαμένουν συχνά μακριά από τον τόπο καταγωγής τους για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια και αποδέχονται αυτήν την σκηνοθεσία τους έναντι …αμοιβής. Αυτή είναι η άλλη όψη της αγριότητας που παρουσιαζόταν στη σκηνή για τους οργανωτές αυτών των εκθέσεων: Ο άγριος στην αλλαγή του αιώνα ζητά μισθό!
Παράλληλα, ένας ρατσισμός λαϊκής κατανάλωσης εξαπλώνεται στον τύπο μεγάλης κυκλοφορίας και την κοινή γνώμη, στο φόντο της αποικιακής κατάκτησης. Όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και οι πιο δημοφιλείς εικονογραφημένες εφημερίδες, όπως η “Le Petit Parisien” ή η “Le Petit Journal”, εκδόσεις «επιστημονικού» χαρακτήρα –όπως το “La Nature” ή το “La Science amusante” ή ταξιδιωτικές και εξερευνητικές επιθεωρήσεις, όπως η “Le Tour du monde” ή η “Journal des voyages” παρουσιάζουν τους εξωτικούς πληθυσμούς –και πιο συγκεκριμένα τους κατακτημένους- σαν δείγματα της πρωτόγονης κατάστασης της ανθρωπότητας.
Το λεξιλόγιο του στιγματισμού της αγριότητας: κτηνωδία, γεύση του αίματος, σκοταδιστικός φετιχισμός, ζωώδης αταβισμός, ενδυναμώνεται από την εικονογραφική αναπαραγωγή μιας ανείπωτης βίας, που πιστοποιεί την ιδέα μιας ακίνητης υπανθρωπότητας, μιας ανθρωπότητας των αποικιακών ορίων, στα σύνορα του ανθρώπινου γένους με το ζωικό βασίλειο.
Η λευκή φυλή ανώτερη από τη φύση της
[youtube id=”WjJlkroPuSA” width=”620″ height=”360″]
Ταυτόχρονα, η υποτίμηση των «εξωτικών» ενδυναμώνεται από την τριπλή επίδραση του θετικισμού, του εξελικτικισμού και του ρατσισμού. Τα μέλη της Ανθρωπολογικής Εταιρείας –που ιδρύθηκε το 1859, την ίδια χρονολογία με τον κήπο εγκλιματισμού του Παρισιού- στράφηκαν πολλές φορές σ’ αυτές τις εκθέσεις για το ευρύ κοινό, για να πραγματοποιήσουν τις προσανατολισμένες προς τη φυσική ανθρωπολογία έρευνές τους. Αυτή η επιστήμη, εμμονική με τις διαφορές ανάμεσα στους λαούς και την ιεράρχησή τους, έδωσε στην έννοια της «φυλής» έναν κυρίαρχο χαρακτήρα στα ερμηνευτικά σχήματα της ανθρώπινης ποικιλομορφίας. Παρατηρείται μέσω των ζωολογικών κήπων ανθρώπων η κατηγοριοποίηση των ανθρώπινων «φυλών» και η δημιουργία ενός γραμμικού άξονα που επέτρεπε την ιεράρχησή τους στο ανώτερο και το κατώτερο σημείο της εξελικτικής κλίμακας.
Έτσι, ο Κόμης Ζοζέφ Αρτύρ Ντε Γκομπινώ με την «Πραγματεία περί της ανισότητας των ανθρώπινων φυλών» (1853-1855) κήρυξε την καταγωγική ανισότητα των φυλών δημιουργώντας μια τυπολογία των κριτηρίων ιεράρχησης, που ήταν πολύ υποκειμενικά, όπως η «ομορφιά των μορφών, η φυσική δύναμη και η ευφυΐα», εγκαινιάζοντας έτσι τις έννοιες των «ανώτερων» και «κατώτερων φυλών». Όπως πολλοί άλλοι, συμπεραίνει την καταγωγική ανωτερότητα της «λευκής φυλής», η οποία κατέχει, συμφωνά μ’ αυτόν, το μονοπώλιο των παραπάνω τριών χαρισμάτων και χρησιμεύει με τον τρόπο αυτό ως νόρμα που του επιτρέπει να ταξινομήσει τον Μαύρο σε μια αναπόφευκτη κατωτερότητα, στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι της ανθρώπινης κλίμακας και τις άλλες «φυλές» κάπου στο ενδιάμεσο.
Μια τέτοια κατηγοριοποίηση ξαναβρίσκεται στον προγραμματισμό των ζωολογικών κήπων ανθρώπων στο Παρίσι και οριοθετεί σε μεγάλο βαθμό την υποκείμενη ιδεολογία των θεαμάτων αυτών. Όταν, για παράδειγμα προσκλήθηκαν οι Κοζάκοι στον ζωολογικό κήπο εγκλιματισμού, η πρεσβεία της τσαρικής Ρωσίας επέμεινε να μην αναμειχθούν με τους «νέγρους» της Αφρικής. Και όταν ο Μπούφαλο Μπιλ έφτασε με το «θίασό» του βρήκε αναμφισβήτητα θέση στον κήπο χάρη στην παρουσία «Ινδιάνων» στο θέαμά του! Τέλος, όταν παρουσιάζονται στο κοινό νάνοι, εισέρχονται χωρίς πρόβλημα στην ίδια ορολογία της διαφοράς με την τερατώδη και ζωώδη μορφή των εξωτικών πληθυσμών.
Από τον κοινωνικό δαρβινισμό στην αποικιοκρατία
Ο κοινωνικός δαρβινισμός, εκλαϊκευμένος και ερμηνευμένος από έναν Γκυστάβ Λε Μπον ή έναν Βασέρ Ντε Λαπούζ, στην αλλαγή του αιώνα, βρίσκει στις εκθέσεις ανθρωπολογικού χαρακτήρα την οπτική απεικόνιση της διάκρισης ανάμεσα σε «πρωτόγονες» και «πολιτισμένες φυλές». Αυτοί οι θεωρητικοί της ανισότητας ανακαλύπτουν στους ζωολογικούς κήπους ανθρώπων μια εκπληκτική δεξαμενή δειγμάτων, ως τότε αδιανόητη για τη μητρόπολη.
Η φυσική ανθρωπολογία, όπως και η νεότευκτη τότε ανθρωπομετρία, που αποτελούσε μια γραμματική των «σωματικών χαρακτηριστικών» των φυλετικών ομάδων, συστηματοποιημένη από το 1867 από την Ανθρωπολογική Εταιρεία με τη δημιουργία ενός εργαστηρίου κρανιομετρίας και η ανάπτυξη έπειτα της φρενολογίας, νομιμοποίησαν την ανάπτυξη αυτών των εκθέσεων. Προκαλούσαν τους επιστήμονες να βοηθήσουν ενεργά αυτά τα προγράμματα για πραγματιστικούς λόγους: την πρακτική διάθεση ενός εξαιρετικού ανθρώπινου «υλικού» (ποικιλία, πλήθος και ανανέωση των δειγμάτων), το ενδιαφέρον του ευρέως κοινού για τις έρευνές τους και επομένως τη δυνατότητα να προωθήσουν την εργασία τους στον τύπο ευρείας κυκλοφορίας και τέλος, την καλύτερη επίδειξη της βασιμότητας των ρατσιστικών απόψεών τους μέσω της φυσικής παρουσίας αυτών των «αγρίων».
Οι εξωευρωπαϊκοί πολιτισμοί σ’ αυτήν τη γραμμική σύλληψη της κοινωνικοπολιτιστικής εξέλιξης και τοποθετημένοι δίπλα στον κόσμο των ζώων, θεωρούνταν καθυστερημένοι, αλλά με δυνατότητα εκπολιτισμού, άρα αποικιοποίησης. Έτσι, ο κύβος ερρίφθη. Η συνοχή τέτοιων θεαμάτων έγινε επιστημονική απόδειξη και την ίδια στιγμή μια τέλεια επίδειξη των νεότευκτων θεωριών σχετικά με την ιεραρχία των φυλών και μια τέλεια απεικόνιση in situ της εκπολιτιστικής αποστολής που εξελισσόταν τότε στις υπερπόντιες κτήσεις. Επιστήμονες, μέλη του αποικιακού λόμπυ ή οργανωτές θεαμάτων, έβρισκαν εκεί τη δικαίωσή τους.
Η πρακτική εφαρμογή των «δαρβινικών» ανθρωπολογικών θεμελίων της πολιτικής επιστήμης απεικονισμένη και εκλαϊκευμένη στις εκθέσεις αυτές, γρήγορα θα δικαιολογούσε τα προγράμματα ευγονικής του Ζωρζ Βασέρ Ντε Λαπούζ και των συνεργατών του, που περιελάμβαναν τη βελτίωση της κληρονομικής ποιότητας του ενός ή του άλλου πληθυσμού μέσω μιας συστηματικής και πρόθυμης επιλογής.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι οι εκθέσεις «τεράτων» (νάνων, όπως στον ζωολογικό κήπο εγκλιματισμού το 1909, καμπούρηδων ή γιγάντων στα περιοδεύοντα πανηγύρια, δολιχοκέφαλων ή αλμπίνων «νέγρων», όπως το 1912 στο Παρίσι) γνώρισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μια πολύ μεγάλη δημοτικότητα, που συνοδεύει και εξηγεί την τεράστια επιτυχία των ζωολογικών κήπων ανθρώπων. Χωρίς αμφιβολία, ευγονική, κοινωνικός δαρβινισμός και φυλετική ιεράρχηση συνδυάζονται μεταξύ τους διαλεκτικά. Αναμφίβολα, συμμετέχουν στην ίδια αγονία απέναντι στην ετερότητα, αγονία που βρίσκει διέξοδο στην εκλογίκευση της ανισότητας των «φυλών» σε έναν από κοινού στιγματισμό του «σημαδεμένου» και του «ιθαγενούς».
Οι «ζωολογικοί κήποι ανθρώπων» βρίσκονται έτσι, στην τομή ενός ρατσισμού λαϊκής κατανάλωσης και της επιστημονικής αντικειμενικοποίησης της φυλετικής ιεραρχίας, όντας και οι δύο αποτέλεσμα της αποικιακής εξάπλωσης. Αξιοσημείωτος δείκτης αυτής της σύμπτωσης είναι ότι οι «εθνολογικές εκθέσεις» του ζωολογικού κήπου εγκλιματισμού, νομιμοποιήθηκαν, όπως έχουμε δει, από την Ανθρωπολογική Εταιρεία και από το σύνολο σχεδόν της γαλλικής επιστημονικής κοινότητας. Αν και ανάμεσα στο 1890 και το 1900, η Ανθρωπολογική Εταιρεία έγινε πιο καχύποπτη ως προς τον επιστημονικό χαρακτήρα τέτοιων θεαμάτων, δεν μπορούσε παρά να εκτιμήσει αυτήν την πληθώρα πληθυσμών, που της επέτρεπε να εμβαθύνει τις έρευνες για την ποικιλομορφία των «ειδών». Η ρήξη θα επέλθει με την αυξανόμενη σημασία που δινόταν σ’ αυτήν την αγαπημένη διασκέδαση του κοινού και κυρίως με τη μετατροπή του χαρακτήρα τους σε ολοένα πιο λαϊκό και θεατρικό.
Πρέπει να πούμε ότι αυτά τα θεάματα –όπως επίσης και οι εκθέσεις στο Πεδίον του Άρεως και το Φολί-Μπερζέρ- οικοδομούνται πάνω σε μια όλο και πιο επεξεργασμένη σκηνοθεσία της «αγριότητας»: Μπαρόκ κοστούμια, φρενήρεις χοροί, αναπαράσταση «αιματηρών μαχών» ή «κανιβαλικών τελετών», επιμονή στη Βαναυσότητα», τη «βαραβαρότητα» και τα «απάνθρωπα έθιμα» (ανθρωποθυσίες, τελετουργικές χαραγματιές του σώματος).
Ανάμεσα σε «αυτούς» και σε «εμάς» λοιπόν, ένα σύνορο αδιάβατο. Όλα συγκλίνουν ώστε ανάμεσα στο 1890 και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να επιβληθεί μια εικόνα ιδιαίτερα αιμοβόρα για τον άγριο. Αυτά τα «θεάματα», χωρίς να έχουν καμιά ανησυχία για την εθνολογική τους αλήθεια, όπως οφείλουμε να σημειώσουμε, αναπαράγουν, εξελίσσουν, πραγματώνουν και νομιμοποιούν τα πιο κακόβουλα ρατσιστικά στερεότυπα, που διαμορφώνουν το φαντασιακό για τον «Άλλο» την εποχή της αποικιακής κατάκτησης.
Στην πράξη -είναι σημαντικό να το υπογραμμίσουμε- η «παροχή ιθαγενών» για τα θεάματα, ακολουθεί βήμα προς βήμα τις κατακτήσεις της υπερπόντιας Δημοκρατίας, απολαμβάνει τη σύμφωνη γνώμη (και τη βοήθεια) της αποικιακής διοίκησης και συμβάλει άμεσα στη στήριξη του αποικιακού σχεδίου της Γαλλίας.
Έτσι, στο Παρίσι θα εκτεθούν Τουαρέγκ κατά τη διάρκεια των μηνών που ακολούθησαν τη γαλλική κατάκτηση του Τιμπουκτού το 1894. Ομοίως, οι Μαλγάσιοι θα εμφανιστούν ένα χρόνο μετά την κατάληψη της Μαδαγασκάρης. Τέλος, η επιτυχία των περίφημων Αμαζόνων του βασιλείου της Αγκμπομέης, θα ακολουθήσει την πολύ προβεβλημένη από τον τύπο ήττα του Μπεανζέν από το γαλλικό στρατό στη Δαχομέη. Η βούληση να υποβιβαστεί, να ταπεινωθεί και να απανθρωποποιηθεί ο άλλος –αλλά και να δοξαστεί η υπερπόντια Γαλλία, μέσω ενός υπερεθνικισμού, στο απόγειό του μετά την ήττα του 1870- εκτελέστηκε και διαδόθηκε από τον τύπο μεγάλης κυκλοφορίας που επεδείκνυε πως οι αποικιοκράτες βρίσκουν απέναντί τους «ιθαγενείς» αχαλίνωτους, βάναυσους, τυφλωμένους από την ειδωλολατρεία και διψασμένους για αίμα. Οι διάφοροι εξωτικοί πληθυσμοί τείνουν να παρουσιάζονται όλοι κάτω από αυτήν την διόλου κολακευτική οπτική: Πρόκειται για την καρικατουρίστικη ομοιομορφία του συνόλου των παρουσιαζόμενων «φυλών», που τείνει να τους καταστήσει σχεδόν αδιαφοροποίητους. Μοιραία, χαράζεται ένα αδιαπέραστο σύνορο ανάμεσα σ’ «αυτούς» και σ’ «εμάς».
Χωρίς αμφιβολία οι «άγριοι» που μεταφέρθηκαν στη Δύση ήταν δημοφιλείς, αλλά προκαλούσαν κι ένα αίσθημα φόβου. Οι πράξεις και οι κινήσεις τους έπρεπε να ελέγχονται αυστηρά. Παρουσιάζονταν ως απολύτως διαφορετικοί και η ευρωπαϊκή σκηνοθεσία τους τούς υποχρέωνε να συμπεριφέρονται ως τέτοιοι, αφού τους απαγορευόταν να επιδείξουν το παραμικρό στοιχείο ενσωμάτωσης ή εκδυτικισμού για όσο καιρό τους επιδείκνυαν. Επίσης, στις περισσότερες επιδείξεις ήταν αδιανόητο να αναμειγνύονται με τους επισκέπτες. Παρουσιαζόμενοι σύμφωνα με τα στερεότυπα της εποχής, η ένδυσή τους θεωρούταν ότι έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο μοναδική. Οι εκτιθέμενοι έπρεπε επί πλέον να παραμένουν στο εσωτερικό ενός επακριβώς ορισμένου χώρου της έκθεσης (επί ποινή προστίμου, που παρακρατούταν από τον ήδη πενιχρό μισθό τους), ο οποίος σημάδευε το απαραβίαστο όριο ανάμεσα στον κόσμο τους και αυτόν των πολιτών, που τους επισκέπτονταν και τους περιεργάζονταν με το βλέμμα τους. Ένα ακριβές σύνορο οριοθετούταν ανάμεσα στην αγριότητα και τον πολιτισμό, τη φύση και την κουλτούρα.
Κι ενώ το σώμα του «αγρίου» γοήτευε. Το πιο εκπληκτικό σ’ αυτήν τη βάρβαρη ζωοποίηση του άλλου είναι οι αντιδράσεις του κοινού. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών καθημερινών εκθέσεων, ελάχιστοι δημοσιογράφοι πολιτικοί ή επιστήμονες συγκινούνταν από τις απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής και διαμονής των ιθαγενών, που συχνά είχαν καταστροφικά αποτελέσματα, χωρίς να κάνουμε λόγο για τους θανάτους ολόκληρων πληθυσμών, όπως κατά την παρουσία των Ινδιάνων Καλίνια (Γκαλίμπι) το 1892 στο Παρίσι, οι οποίοι ήταν ελάχιστα συνηθισμένοι στις κλιματικές συνθήκες της Γαλλίας.
Αν και κάποιες διηγήσεις υπογραμμίζουν τη φρίκη τέτοιων θεαμάτων, στον πυρήνα τους, οι αντιδράσεις του κοινού δεν αποτελούν ένα θέαμα λιγότερο αποκρουστικό: Πολλοί επισκέπτες πετούσαν φαγητό ή μικροαντικείμενα στις εκτιθέμενες ομάδες, σχολίαζαν τις φυσιογνωμίες τους παρομοιάζοντάς τις με πρωτεύοντα (αναπαράγοντας έτσι ένα από τα κλισέ της φυσικής ανθρωπολογίας, που είχε σκοπό να αποκαλύψει τον πιθηκικό χαρακτήρα των ιθαγενών) ή γελούσαν πηγαία στην όψη ενός άρρωστου και γι’ αυτόν το λόγο τρεμάμενου Αφρικανού. Αυτές οι περιγραφές, σίγουρα αποσπασματικές, αποδεικνύουν επαρκώς την επιτυχία της προϊούσας «φυλετικοποίησης των ψυχών» των σύγχρονών τους. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο η Αυτοκρατορία μπορούσε να ξετυλίξει με καθαρή συνείδηση και να εγκαθιδρύσει στους κόλπους της τη δικαϊκή, πολιτική και οικονομική ανισότητα ανάμεσα σε Ευρωπαίους και «ιθαγενείς» στη βάση ενός ενδημικού ρατσισμού, καθώς στη μητρόπολη παρεχόταν η απόδειξη ότι εκεί κάτω δεν υπήρχαν παρά άγριοι που μόλις είχαν βγει από το σκότος.
Οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων δεν μας αποδεικνύουν προφανώς τίποτα για τους «εξωτικούς πληθυσμούς». Αντίθετα, είναι ένα εξαιρετικό αναλυτικό εργαλείο για τις νοοτροπίες από το τέλος του 19ουαιώνα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Στην πραγματικότητα οι ζωολογικοί κήποι, οι εκθέσεις και τα πάρκα, ήθελαν ουσιαστικά να επιδείξουν το σπάνιο, το παράξενο, το περίεργο, όλες τις εκφράσεις του ασυνήθιστου και του διαφορετικού, στους αντίποδες μιας λογικής αναπαράστασης του κόσμου, επεξεργασμένης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά μέτρα.
Μήπως αυτές οι άγριες μασκαράτες δεν αποτελούσαν εντέλει το αντεστραμμένο είδωλο της ίδιας της –πολύ πραγματικής- αποικιακής κατάκτησης; Δεν βρισκόταν εκεί η βούληση –συνειδητή ή ασυνείδητη- να νομιμοποιηθεί η βαρβαρότητα των κατακτητών απανθρωποποιώντας τους κατακτημένους; Σ’ αυτήν την απανθρωποποίηση βρίσκεται η κινητήρια δύναμη για την παραβίαση των αρχών και των κανόνων που για την Ευρώπη απαρτίζουν τον πολιτισμό.
Στον τομέα του Ιερού, η σεξουαλική νόρμα που προβάλλεται είναι εμφανέστατα πρωτόγονη. Η πολυγαμία προσβάλει έτσι, ένα από τα κοινωνικοθρησκευτικά θεμέλια της χριστιανικής οικογένειας. Το γεγονός ότι οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων υποδέχονταν ολόκληρες οικογένειες –με τις διαφορετικές συζύγους του αρχηγού τους- είναι ενδεικτικό. Αναδεικνυόταν έτσι, στην καλύτερη περίπτωση μια ακατανόητη παραδοξότητα και στην χειρότερη μια ζωώδης λαγνεία Με μια απορία να αιωρείται στο βλέμμα παρακολουθούμε την ακόρεστη επιθυμία ενός φαντάσματος, που στην ίδια τη Δύση είναι το αντίστροφο του απαγορευμένου.
Το θέμα της σεξουαλικότητας αναπτύσσεται ιδιαίτερα. Στους «Μαύρους» ενσωματοποιείται ο μύθος μιας κτηνώδους, πληθυντικής σεξουαλικότητας. Σ’ αυτόν το μύθο, στον οποίο εισάγονται στοιχεία φυσιολογίας (μια μεγάλη ζωτικότητα, καθώς επίσης και γεννητικά όργανα –ανδρικά και γυναικεία- τα οποία θεωρούνταν υπεραναπτυγμένα) αποκρυσταλλώνεται αυτή η ταυτόχρονη έλξη και απώθηση, που ενθουσιάζεται για τα πλάσματα στα όρια του ζωικού βασιλείου και της ανθρωπότητας. Αυτή η σεξουαλική ζωτικότητα -εμφανής για παράδειγμα σε πολλές γκραβούρες των μεγάλων εικονογραφημένων εφημερίδων της εποχής, που παρουσίαζαν τις ανελέητες μάχες ημίγυμνων «φυλών» απέναντι στα αποικιακά στρατεύματα- που προκαλούσε έναν ενθουσιασμό για το σώμα του «αγρίου», αυτός ο ενθουσιασμός, είναι προϊόντα της ανησυχίας, ζωντανής τον 19ο αιώνα, για τη «βιολογική παρακμή» της Δύσης.
Μετά την κατάκτηση έρχεται η «εκπολιτιστική αποστολή». Στο πλαίσιο της παραβίασης του Ιερού, η επαναφορά του θέματος της ανθρωποφαγίας είναι αποκαλυπτική. Παρόλο που δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα στο τέλος του 19ου αιώνα, για μια έντονα τελετουργική κοινωνική πρακτική και από κάθε άποψη υπερβολικά περιορισμένη στην υποσαχάρια Αφρική, οι εικόνες του «ανθρωποφάγου αγρίου» εισβάλουν σε όλα τα μέσα ενημέρωσης και είναι ένα από τα επιχειρήματα που πουλούν περισσότερο στους ζωολογικούς κήπους ανθρώπων (μέχρι την αποικιακή έκθεση του 1931 και την περιθωριακή παρουσία των Κανάκ της Γαλλικής Πολυνησίας). Ο κανιβαλισμός παραβιάζει πράγματι ένα θεμελιώδες ταμπού: Η γειτνίαση με τον κόσμο των ζώων παρουσιάζεται με αποδείξεις. Οι σκηνοθεσίες που αναφέρονται πολύ έντονα στο θέμα αυτό στις εκθέσεις και τις αίθουσες θεαμάτων αποκαλύπτουν τη δύναμη του θεάματος.
Ξεκινώντας από την Παγκόσμια Έκθεση του 1889 και ως το τέλος του Μεσοπολέμου οι εκθέσεις πολλαπλασιάζονται και ιδιαίτερα οι αποικιακές εκθέσεις. Σχεδόν στο σύνολο τους, ένα χωριό «νέγρικο», «ινδοκινέζικο», «αραβικό» ή «κανάκ» προσφέρεται για την ικανοποίηση της περιέργειας των επισκεπτών. Παράλληλα, τα «νέγρικα» -ή στη συνέχεια «μαύρα ή «σενεγαλέζικα»- χωριά (σημάδι μιας πολύ ενδιαφέρουσας εξέλιξης στην ορολογία την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου) μετατρέπονται σε αυτόνομα, περιοδεύοντα και τέλεια εργαλειοποιημένα θεάματα στην επαρχία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Οι παρουσιάσεις συνεχίζονται χρόνο με το χρόνο μέσω τεσσάρων ή πέντε ξεχωριστών θιάσων, που περιοδεύουν στις μεγάλες επαρχιακές εκθέσεις, όπως της Αμιέν, της Ανζέρ, της Νάντης, της Ρεμ, της Λε Μαν, της Νίκαιας, του Κλεμόν-Φερράν, της Λυόν, της Λιλ, του Νοζ, της Ορλεάνης… και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις (και τους ζωολογικούς τους κήπους), όπως το Αμβούργο, η Αμβέρσα, η Βαρκελώνη, το Λονδίνο, το Βερολίνο, το Μιλάνο, τόπους που κατακλύζονταν από διακόσιους με τριακόσιους χιλιάδες επισκέπτες ανά έκθεση.
Οι σκηνοθεσίες είναι εδώ πολύ «εθνογραφικές» και τα «χωριά» μοιάζουν με σκηνικά από πεπιεσμένο χαρτί, αντάξια των χολυγουντιανών παραγωγών της εποχής για τη «μυστηριώδη Αφρική». Θαυμάζουμε τα τοπικά προϊόντα και τα εμπορευματοποιημένα «ιθαγενή έργα τέχνης» (χωρίς αμφιβολία πρόκειται για την πρεμιέρα των εκθέσεων «νέγρικων τεχνών» για το ευρύ κοινό!), συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης αναγνωρίζονται σταδιακά, παρόλο που γενικά αυτές παρουσιάζονται σαν ίχνη ενός παρελθόντος που οι αποικιακοί σταθμοί υποχρεωτικά θα καταργήσουν. Οι φανταστικές αναπαραστάσεις «χορών τον ιθαγενών» ή διάσημων ιστορικών επεισοδίων αραιώνουν και ξεθωριάζουν.
Διακρίνουμε μια νέα στροφή: ο «άγριος» ξαναγίνεται αγαθός, συνεργάσιμος, στο πρότυπο, για να πούμε την αλήθεια, μιας αυτοκρατορίας για την οποία θέλουμε να πιστέψουμε ότι είναι οριστικά ειρηνευμένη, αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτήν την εποχή, τα χωρικά όρια της Αυτοκρατορίας έχουν ήδη χαραχτεί. Την κατάκτηση ακολουθεί η ρητορική της «εκπολιτιστικής αποστολής», της οποίας οι αποικιακές εκθέσεις θα αποτελέσουν τους πιο ένθερμους υπερασπιστές. Τον στρατιωτικό διαδέχεται ο διοικητικός υπάλληλος. Υπό την ευεργετική επιρροή της Γαλλίας του Διαφωτισμού και της αποικιοκρατικής Δημοκρατίας, οι «ιθαγενείς» ξανατοποθετούνται στον πάτο της κλίμακας των πολιτισμών, τη στιγμή που η αμιγώς φυλετική θεματική τείνει να εξαφανιστεί. Τα νέγρικα χωριά αντικαθιστούν τους ζωολογικούς κήπους ανθρώπων. Ο ιθαγενής παραμένει κατώτερος βέβαια, αλλά είναι εξευγενισμένος, εξημερωμένος και ανακαλύπτουμε σ’ αυτόν τις δυνατότητες εξέλιξης, που δικαιολογούν την αποικιακή κυριαρχία.
Αυτή η νέα αντίληψη για τον ιθαγενή-άλλο θα βρει την πιο μεγάλη έντασή της στην Παγκόσμια Αποικιακή Έκθεση της Βενσέν το 1931, η οποία εκτεινόμενη σε κάμποσα εκτάρια αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη παραλλαγή του ζωολογικού κήπου ανθρώπων, καλυπτόμενη πίσω από την εκπολιτιστική αποστολή, την καλοπροαίρετη αποικιακή συνείδηση και τη ρεπουμπλικανική κοσμική ιεραποστολή.
Οι ζωολογικοί κήποι ανθρώπων αποτελούν έτσι, ένα θεμελιώδες πολιτιστικό φαινόμενο –και μέχρι σήμερα τελείως αποσιωπημένο- λόγω της επιρροής του, καθώς επίσης και γιατί μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη δομή των σχέσεων που οικοδόμησαν την αποικιακή Γαλλία, αλλά και την Ευρώπη, απέναντι στον άλλο. Και πραγματικά, μήπως τα περισσότερα από τα στερεότυπα που σκηνοθετήθηκαν στους ζωολογικούς κήπους ανθρώπων δεν σχεδιάζουν τις ρίζες του συλλογικού υποσυνείδητου, που θα λάβει πολλές όψεις κατά τη διάρκεια του αιώνα, και που είναι απαραίτητο να αποδομήσουμε;