Μετά τα κοινωνικά δίκτυα και την τηλεόραση, την εβδομάδα που πέρασε ασχολήθηκαν επιτέλους πιο συντονισμένα με το ζήτημα της εξαφάνισης του εικοσάχρονου Βαγγέλη Γιακουμάκη στα Γιάννενα, και η τοπική αστυνομία και η θεσμική ηγεσία της Σχολής του.
Το αγόρι που εξαφανίστηκε
αποξήρανε τις λίμνες
και φάνηκαν οι αρχαίες πέτρες στο νερό
ενός λιθοβολισμού που αιώνες τώρα συνεχίζεται
Τέλλος Φίλης, «Το αγόρι που εξαφανίστηκε»,
Μετά τα κοινωνικά δίκτυα και την τηλεόραση, την εβδομάδα που πέρασε ασχολήθηκαν επιτέλους πιο συντονισμένα με το ζήτημα της εξαφάνισης του εικοσάχρονου Βαγγέλη Γιακουμάκη στα Γιάννενα, και η τοπική αστυνομία και η θεσμική ηγεσία της Σχολής του.
Χαρακτηριστικό και των δύο επίσημων φορέων, είναι η διάθεσή τους να υποβαθμίσουν αυτό που φαίνεται να απασχολεί όλους τους υπόλοιπους: την πιθανότητα, δηλαδή, η εξαφάνιση του εικοσάχρονου να συνδέεται με το διαρκές, γνωστό σε όλους bullying, που ο συγκεκριμένος φοιτητής δεχόταν στο άμεσο περιβάλλον των σπουδών του, και που στο παρελθόν φαίνεται να είχε ομολογήσει και ως ένα βαθμό καταγγείλει.
Οι ημιεπίσημες διαρροές από την αστυνομία προς τον τοπικό τύπο μάλιστα, αφού απέρριψαν τις κατηγορίες για την επίμονη λεκτική και σωματική βία θύμα της οποίας φαίνεται να έπεφτε για καιρό ο εικοσάχρονος ως «απλά πειράγματα» ή «υπερβολές», έδειξαν από την άλλη μια ιδιαίτερη επιμονή στην περιγραφή της λίμνης των Ιωαννίνων: τα πτώματα όσων πνίγονται εκεί, εξηγούσαν οι αστυνομικές πηγές σε τοπικό έντυπό, κάνουν ένα-δυο μήνες να βρεθούν· κάποτε και περισσότερο.
Όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με το ζήτημα του bullying, εδώ δεν μπορεί παρά να δει την γκροτέσκα επανάληψη ενός έργου που παίζεται πάντα: Όταν μια ιστορία μακροχρόνιας λεκτικοκοινωνικοσωματικής βίας βγει ξαφνικά στην επιφάνεια των ήρεμων νερών μιας τοπικής κοινωνίας, το πρώτο αντανακλαστικό των φορέων που καλούνται να την αντιμετωπίσουν είναι να την ξανασπρώξουν γρήγορα προς τον βυθό.
Κι αυτό συμβαίνει διότι, δυστυχώς, οι φορείς που καλούνται να διερευνήσουν κάθε τέτοια περίπτωση και να μιλήσουν/δράσουν επισήμως γι αυτήν (η αστυνομία, το σχολείο, οι φορείς που ελέγχουν τον χώρο όπου συμβαίνει), είναι εκείνοι που εξορισμού αδυνατούν να την κατανοήσουν. Κυρίως διότι στην εμπειρία και τη δυναμική του bullying βασίζεται και η δική τους συγκρότηση.
Όταν θέλετε να μιλήσετε για το bullying, ξεκινήστε καλύτερα, από αυτή την αδυναμία. Από το πόσο δύσκολο είναι να το προβλέψει και να το διερευνήσει ένας διευθυντής αστυνομίας· ένας διοικητής στρατοπέδου· ένας σχολάρχης· ένας διοικητής «κέντρου κράτησης μεταναστών». Όχι, το πιο συχνό, γιατί είναι ανήθικοι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά διότι ρόλος τους είναι να προΐστανται φορέων διαχείρισης ακριβώς εκείνης της κουλτούρας που καθιστά κάποιες μορφές βίας και κυριαρχίας μη ορατές.
Και σε δεύτερο χρόνο σκεφτείτε πόσο συνδέεται όλο αυτό με τη δική μου αδυναμία, τόσες γραμμές τώρα, να βρω μια ελληνική λέξη αντί να γράφω συνέχεια bullying και bullying· όχι γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί η κουλτούρα που εκφράζεται με τη γλώσσα μου είναι μερικά πράγματα που δεν θέλει να τα συζητήσει σε βάθος, και προτιμά, κάθε φορά που ξεπηδάνε, να τα σπρώχνει ξανά κάτω από το χαλί.
Όσο κι αν τα αποτελέσματά του είναι ψυχολογικά και στη σφαίρα της ψυχολογίας μπορούν να αναζητηθούν και κάποιες από τις αιτίες του, εντούτοις η συγκρότηση, η μακροημέρευση, και η αναπαραγωγή του bullying είναι ζήτημα κοινωνικό. Πιάνει όλους μας, πιάνει την κουλτούρα μας, πιάνει βαθειά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε έννοιες όπως ταυτότητα, δημόσια σφαίρα, συλλογικότητα, καταστατική διαφορά και συγκροτησιακή ετερότητα. Η δε αντιμετώπισή του, σε όλα τα επίπεδα, από το προσωπικό μέχρι το συλλογικό και το θεσμικό, είναι ζήτημα εντελώς πολιτικό.
Ονομάζουμε bullying την επίμονη, επαναλαμβανόμενη, άσκηση βίας, λεκτικής ή/και σωματικής, η οποία βασίζεται συνήθως στη διαφορά. Προσέξτε αυτή την κομβικής σημασίας διαπλοκή «βία λεκτική ή/και σωματική», που τόσο πολύ αργούν να καταλάβουν οι θεσμοί (του νομοθέτη συμπεριλαμβανόμενου). Προσέξτε κι αυτό το εκτατικό «κάθε διαφορά»: κοινωνική, σωματική, εθνοτική, συμπεριφοράς, σεξουαλικότητας, φύλου κ.ο.κ. Προσέξτε, τέλος, πόσο το bullying συνδέει το ατομικό με το συλλογικό, και το δημόσιο με το ιδιωτικό. Κάπου εδώ και το πιο κρυφό του στοιχείο: μπορεί να φαίνεται στην επιφάνεια ότι το bullying είναι στρατηγική περιθωριοποίησης της διαφοράς.
Κι όμως, τελικά, δεν είναι τόσο παιχνίδι αποκλεισμού (άλλωστε τα θύματα του στόχος είναι να παραμένουν όσο το δυνατόν μέσα στο πλαίσιο που τους εξασκεί βία). Είναι, κατά βάση, παιχνίδι κυριαρχίας, και μάλιστα παραδειγματικό. Εργαλείο, αλλά και σχολείο, επιβολής. Όσοι το νοιώσανε στο πετσί τους ξέρουν καλά γιατί μιλώ, γιατί θεωρώ την ξένη λέξη σημάδι έλλειψης και ανάγκη επιτακτική. Μα πιο πολύ αναγνωρίζουν την ευχή η εμπειρία του να φέρει, για όλους μας, μια συνειδητοποίηση όλο και πιο πολιτική.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία, θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Saloniqueuberrealism.blogspot.com