Τον Οκτώβριο του 1927, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ταξιδέψει στη Μόσχα, προσκεκλημένος της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης για να συμμετέχει στον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκεί θα γνωρίσει τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, τον λεγόμενο και «Γκόργκι των Βαλκανίων» και θα ταξιδέψουν μαζί στη χώρα των Σοβιέτ διαμορφώνοντας μια αντίληψη για τα όσα εξελίσσονται στη χώρα.
Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης θα προσκαλέσει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο φορέας των προοδευτικών διανοουμένων, οργανώνει στο θέατρο «Αλάμπρα» εκδήλωση για τις εμπειρίες από το σοβιετικό πείραμα, με ομιλητές τον Ιστράτι, τον Καζαντζάκη και τον μεγάλο παιδαγωγό Δημήτρη Γληνό.
Στην εκδήλωση μιλά πρώτος ο Γληνός, μετά ο Καζαντζάκης και στο τέλος ο Ιστράτι. Στην ομιλία, που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στις εμπειρίες του και τα συμπεράσματά του από τη Σοβιετική Ρωσία. Ο Καζαντζάκης υπήρξε θιασώτης των όσων εξελίσσονταν στη χώρα με την ελπίδα ότι μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα θα ερχόταν και θα επηρέαζε το διεθνές σκηνικό.
Ωστόσο, ο ίδιος επεσήμανε τους υπαρκτούς κινδύνους διαστρέβλωσης. «Δυο είναι οι μεγάλοι κίνδυνοι που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία» υποστήριξε στην ομιλία του. «Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίνδυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος».
Κατόπιν, η φλογερή ομιλία του Ιστράτι για το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης θα ξεσηκώσει το ακροατήριο που μετά το πέρας της εκδήλωσης θα πραγματοποιήσει διαδήλωση η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει την επέμβαση της αστυνομίας.
Δημοσιεύματα την επόμενη μέρα αναφέρουν ότι πραγματοποιήθηκε μια «αντεθνική» διαδήλωσηενώ οι λόγοι των τριών ομιλητών στρέφονταν κατά της Ελλάδας. «Υπό την σκέπην του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Π. Ιστράτι ύμνησε τον κομμουνισμόν και καθύβρισε τους διανoούμενους πλέξας το εγκώμιον της Τσέκας. Το χθεσινόν αίσχος» έγραφε στην πρώτη σελίδα του το «Εμπρός». Σύμφωνα με την κρητική εφημερίδα «Πατρίς», ο «Ριζοσπάστης», η «Πρωία» και άλλες εφημερίδες της εποχής στήριξαν τους ομιλητές ενώ αρκετοί διανοούμενοι της εποχής, αντέδρασαν στην εχθρική αντιμετώπιση του Ιστράτι υποστηρίζοντας ότι προσβάλλει τη διανόηση και τον πολιτισμό της χώρας.
Ωστόσο, ο εισαγγελέας παρεμβαίνει έτσι κι αλλιώς και διατάσσει την αστυνομία να διενεργήσει έρευνα. Ο Καζαντζάκης και Γληνός παραπέμπονται σε δίκη ως υπεύθυνοι για τη διαδήλωση ενώ ο Ιστράτι απειλείται με απέλαση, αλλά τελικά περιορίζεται στο σπίτι του Γ. Νάζου στην Κηφισιά.
Η δίκη Καζαντζάκη – Γληνού ορίζεται για τις 3 Απριλίου του 1928. Στο εδώλιο κάθισε μόνο ο Γληνός καθώς ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Κίεβο. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική και οδήγησε το Γληνό σε μία οριστική στροφή προς την αριστερά.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού, στο τεύχος Ιανουαρίου 1928, λίγες ημέρες μετά την εκφώνησή της:
Ν. Καζαντζάκη – Τι γίνεται στη Ρωσία
Προχθές εόρτασε στη Μόσχα η Επανάσταση τα δέκα της χρόνια. Σαράντα τρεις χώρες του κόσμου έστειλαν αντιπρόσωπους εργάτες του χεριού και του μυαλού. Τρία πράματα είδαν:
Α’ Το εξωτερικό όραμα της Ρωσίας
Β’ Τη φοβερή προσπάθεια
Γ’ Τους νέους μεγάλους κιντύνους
Α’ Το όραμα: Περνούσαμε απέραντες χιονισμένες στέπες. Τεράστιο είναι το σώμα της Ρωσίας, το 1/6 της γης, πλήθος ράτσες, ίσμπες χαμηλές που καπνίζουν, πράσινα καμπαναριά, τρόικες και βοδάμαξα, κι ύστερα ερημία ατέλειωτη, ποταμοί παγωμένοι, δάση πυκνά, και πάλι γυναίκες με φανταχτερούς μποξάδες, βαρυκίνητοι μουζίκοι με ξανθά, λιπαρά γένεια, άλογα με αχνιστά κρουσταλωμένα ρουθούνια. Δε διαβάζουμε πια, περνούμε, σα γαίες, τους πατριάρχες της σύγχρονης ψυχής – τον Τολστόη, το Δοστογιέφσκη, το Γόγολ. Μέρες και νύχτες. Και ξάφνου η κόκκινη Μέκα, η Μόσχα. Στη μέση, το κόκκινο Κρεμλίνο, η καρδιά της Ρωσίας, και μέσα, βαθιά στη γης, η καρδιά του Κρεμλίνου, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνωφ.
Χιλιάδες από όλες τις ράτσες της γης – άσπροι, κίτρινοι, μαύροι είχαν έρθει στη Μόσχα να προσκυνήσουν. Μέσα στο σκοτεινό της αέρα αναγνωρίζονταν οι αδερφοί. Κόκκινα άστρα κρέμονται μέσα στην ομίχλη, οι τοίχοι είναι γιομάτοι χρωματιστές ρεκλάμες της γιορτής που παριστάνουν: Μέσα στον ήλιο ν’ ανατέλει ένα δρεπάνι και σφυρί. Αλλού ο Λένιν, ορθός, σηκώνει το χέρι του, κι ορμούν από τη γης οι εργάτες κι οι χωριάτες κι απλώνουν, κατάμαυροι ακόμα, γιομάτοι χώμα, το χέρι τους προς το φως. Αλλού ο ερυθρός στρατιώτης, με το κόκκινο άστρο στο μέτωπο, βάζει αντήλιο το χέρι του και κοιτάζει πέρα, μακριά, με διαπεραστικά μάτια, την ερημιά.
Επιγραφές κόκκινες στις πλατείες: “Προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθήτε”. Προκήρυξες με μεγάλα μαύρα γράμματα στους άσπρους τοίχους: “Τούτο έγινε στα δέκα χρόνια, τούτα θα γίνει στα ερχόμενα πέντε”, νά πώς φωτίζονται οι μάζες, πώς ανεβαίνει η παραγωγή, πώς πληθαίνει η ελπίδα.
Κι έπειτα η μεγάλη μέρα της γιορτής: η 7 του Νοέμβρη. Μισό εκατομμύριο λαός, από τα ξημερώματα ως τη βαθειά νύχτα, περνάει μπροστά από τον άγιο τάφο του Λένιν. Τα άλογα των Κοζάκων χλιμιντρούν, όλη η Μόσχα βουίζει σα στρατόπεδο.
Τούτο είναι το εξωτερικό όραμα, το σώμα της ιδέας. Το όραμα τούτο χάρηκαν όσοι προχτές έτρεξαν απ’ όλον τον κόσμο, να ιδούν τι γίνεται πέρα στη Ρωσία.
Βʼ. Επειτα, σιγά – σιγά, ένα άλλο όραμα εσωτερικό: Η φοβερή, γεμάτη αγωνία, προσπάθεια της Ρωσίας ν’ ανασηκωθεί.
Είχε εξαντληθεί από τον παγκόσμιο πόλεμο. Η Επανάσταση ξέσπασε, γκρεμίζονται ο τσαρισμός, η φεουδαρχία, η μπουρζουαζία. Εμφύλιοι σπαραγμοί. Δεκατέσσερα κράτη εισβάλουν στο ρωσικό έδαδφος, έξι εκατομμύρια ψυχές πεθαίνουν από την πείνα. Αλλα εκατομμύρια πεθαίνουν από τις κακουχίες και τις αρώστειες, άλλα εκατομμύρια από τους πολέμους. Οι διαννοούμενοι τρομάζουν κι αντιδρούν, οι χωριάτες αρνιούνται να βοηθήσουν. Ο ερυθρός σταυρός είναι πρόχειρο συμάζωμα, κουρελήδες, πεινασμένοι, ξαρμάτωτοι. Το παγκόσμιο προλεταριάτο λιποψυχεί, αφήνει τη Ρωσία στην τύχη της. Ολος ο κόσμος, εχτροί και φίλοι, έλεγαν: “Τρεις μέρες θα βαστάξει η Επανάσταση, τρεις μήνες θα βαστάξει η Επανάσταση, παραπάνω δε μπορεί”.
Εκριναν με τη μίζερη, γιομάτη μικρές αλήθειες, λογική του ανθρώπου. Δεν υπολόγιζαν – γιατί αυτή δεν υπολογίζεται – τη φοβερή εκρηκτική δύναμη που συνήθως τη λέμε: Πίστη. Αυτή ανέτρεψε, όπως τόχει συνήθεια, όλους τους μαθηματικούς υπολογισμούς της λογικής. Ο ερυθρός στρατός γιγαντώνεται, φτάνει στα 1920 τα πέντε εκατομμύρια. Τα δεκατέσσερα κράτη διώχνονται, οι εσωτερικοί εχτροί φιμώνονται, όλα, βιομηχανία, γεωργία, εμπόριο, κοινωνική ζωή, άτομο, μάζα, υποτάζονται με τη βία στην ανήλεη πίεση της Ιδέας.
Κι όταν ο μέγας κίντυνος πέρασε, η ιδέα ελάττωσε την πίεσή της, προκηρύχνεται η Νέα Οικονομική Πολιτική. Οι εργάτες και οι χωριάτες φιλιώνουν, κι από τότε – από το Μάρτη του 1921- αρχίζει η επίπονη, ειρηνική προσπάθεια της Ρωσίας νʼ ανασηκωθεί.
Ο,τι σήμερα βλέπουμε, είναι αληθινά ένα θάμα. Μέσα σʼ ελάχιστο καιρό, μέσα σε έξι χρόνια, η Ρωσία κατόρθωσε νʼ ανασηκωθεί. Η βιομηχανία και η γεωργία έφτασαν, και σε πολλούς κλάδους φέτος πέρασαν την προπολεμική παραγωγή. Νέοι τρόποι, πρωτόφαντοι στην ιστορία, δοκιμάζονται να ρυθμιστεί η κοινωνική και πολιτική ζωή. Στο επίπεδο του πολιτισμού η Ρωσία, η πιο καθυστερημένη χώρα, δε συγκρίνεται με την προπολεμική Ρωσία. Σε πολλά σημεία – απολεφτέρωση της γυναίκας, προστασία της μάνας και του παιδιού, εξασφάλιση του εργαζόμενου, φωτισμός των μαζών – είναι σήμερα η Ρωσία πολύ πιο προχωρημένη από την Ευρώπη.
Ολη τούτη η καταπληκτική ανόρθωση του πιο εξαντλημένου, του πιο καθυστερημένου λαού, δεν έγινε σε δύο τρεις γενεές. Εγινε μόνο σε έξι χρόνια, χωρίς καμιά εξωτερική βοήθεια, το εναντίο, παρʼ όλη την αντίδραση, τις δολοπλοκίες και το μίσος όλων των κρατών της γης.
Τούτο είναι το δεύτερο όραμα, που χάρηκαν όσοι έζησαν τους τελευταίους τούτους μήνες στη Ρωσία.
Γ’. Οι πιο αφελείς σταμάτησαν στα δύο τούτα οράματα. Μα όσοι βαθύτερα νοιάζονται για την τύχη του σύγχρονου ανθρώπου, σιγά – σιγά, ξεχώρισαν μεγάλους ίσκιους απάνω στο φωτεινό πρόσωπο της ανορθωμένης Ρωσίας.
Τούτο, οι μεγάλοι κίντυνοι, είναι το τρίτο όραμα.
Δύο είναι οι μεγάλοι κίντυνοι, που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία. Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Ν. Ο. Π: Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίντυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος.
1. Για να νιώσουμε καλά τον πρώτο κίντυνο, πρέπει καθαρά νάχουμε στο νου μας τούτο: Στις 7 του Νοέμβρη δεν έγινε μια Επανάσταση. Στις 7 του Νοέμβρη έγιναν δύο Επαναστάσεις, ολότελα διαφορετικές.
α’. Η επαναστάση των χωρικών ενάντια στους φεουδάρχες γαιοχτήμονες – επανάσταση καθαρά μικροαστική β’. Η επανάσταση των εργατών ενάντια στους αστούς – επανάσταση καθαρά σοσιαλιστική.
Οι δύο αυτές επαναστάσεις τη στιγμή του κοινού κιντύνου ενώθηκαν κι έριξαν το δισυπόστατο καθεστώς. Μόλις ο κοινός εχτρός αφανίστηκε και κίντυνος πια δεν υπήρχε, οι σύμμαχοι της ανάγκης χωρίσανε. Οι χωριάτες, ιδιοχτήτες πια της γης, απόχτησαν όλη τη μικροαστική ψυχολογία κι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τις σοσιαλιστικές πολιτείες. Κάθε χωριάτης νοιαζόταν για το δικό του μονάχα το χωράφι κι αρνιόταν να δουλέψει για το σύνολο. Οι εργάτες, κυριεμένοι από την άκρατη κομουνιστική ιδέα, πίεζαν τους χωρικούς, προσπαθώντας με τη βία να τους σπρώξουν στην κομουνιστική πράξη. Οι χωρικοί, οι παντοδύναμοι, πρόβαλαν παθητική αντίσταση κι όλη η Ρωσία είχε παραλύσει.
O Λένιν υποχωρεί. Η Ν.Ο.Π. είναι ένας πρόχειρος αναγκαστικός συμβιβασμός μεταξύ στα δύο στρατόπεδα. Δίνεται σχετική ελευθερία στους χωρικούς να χρησιμοποιούν εργάτες και να διαθέτουν ελεύτερα τα γεωργικά τους προϊόντα.
Επιτρέπεται, ως ένα σημείο, το ιδιωτικό εμπόριο και η ιδιωτική βιομηχανία. Η προλετάρικη επανάσταση του εργάτη αναγκάζεται σε μερικά σημεία να υποχωρήσει στη μικροαστική επανάσταση του χωριάτη.
Γίνεται ανακωχή. Ομως οι δύο επαναστάσεις εξακολουθούν κρυφά κι έντονα τον αγώνα. Νέες κοινωνικές τάξεις δημιουργούνται, που απειλούν την κομουνιστική επικράτηση. Από την ελευτερία που δόθηκε στο χωρικό, γεννήθηκε η νέα τάξη του κουλάκων. Αυτοί εκμεταλέβονται το φτωχό χωρικό, θησαυρίζουν στάρι και χρήματα, γίνονται ολοένα κίντυνος του κομουνισμού. Από την ελευτερία που δόθηκε στον έμπορο και στο βιομήχανο, γεννήθηκε ο νέπμαν, ο έμπορος δηλαδή και ο βιομήχανος, που με την προστασία της Ν.Ο.Π. πλουτίζουν αναίσχυντα.
Από την ανάγκη των πολύπλοκων κρατικών υπηρεσιών γεννήθηκε η πανίσχυρη, πολυέξοδη, και κατ’ ανάγκη συντηρητική γραφειοκρατία. Αυτή επιβραδύνει και νοθέβει την κρατική κομουνιστική διαχείριση της εξουσίας.
Τι πρέπει να γίνει; Πώς μπορεί να χτυπηθεί ο εσωτερικός τούτος κίντυνος; Δύο μεγάλες απαντήσεις υπάρχουν στο φοβερό τούτο ερώτημα. Δύο μεγάλοι αρχηγοί: Ο Τρότσκη και ο Στάλιν.
Πού βαδίζουμε; ρωτά ο Τρότσκη. Στον καπιταλισμό ή στο σοσιαλισμό;
Αν δεν παταχτούν, αμέσως τώρα οι τρεις τούτες νεογένητες τάξες, ύστερα, σε λίγο καιρό, θάναι πολύ αργά. Η ύπαιθρη χώρα, δηλαδή όλη σχεδόν η Ρωσία, θα πέσει στα χέρια των κουλάκων. Οι πολιτείες θα πέσουν στα χέρια των νέπμαν και των γραφειοκρατών. Η πολιτική του Στάλιν, φωνάζει ο Τρότσκη, στρέφεται ολοένα στα δεξιά, από τους προλετάριους στους αστούς, από τους εργάτες στους ειδικεμένους προϊστάμενους, από τους φτωχούς χωρικούς στους κουλάκους.
Πρέπει να στραφούμε αριστερά, ο ρυθμός να ενταθεί. Πρέπει να πιεστούν οι κουλάκοι να πουλήσουν το αποθηκευμένο στάρι που κρατούν άνεργο (900,000 τόνους). Πρέπει να επιβληθούν νέοι, μεγαλύτεροι περιορισμοί στα κέρδη των νέπμαν και τέλος πρέπει να ξεκαθαριστεί η γραφειοκρατία. Ετσι θα βρούμε τα χρήματα να φέρουμε μηχανές, να χρησιμοποιήσουμε δυνάμεις, να εκμεταλλεφτούμε τις πρώτες μας ύλες, να βιομηχανοποιήσουμε τη Ρωσία. Ο εργάτης κι όχι ο χωριάτης πρέπει νάναι ο κύριος της Ρωσίας. Γιατί ο εργάτης είναι από τη φύση κομουνιστής, ενώ ο χωριάτης είναι από τη φύση μικροαστός. Κι επειδή όλοι σχεδόν οι Ρώσοι είναι χωρικοί, ο χωρικός, σαν θέλουμε να επικρατήσει ο κομουνισμός, πρέπει να μετατραπεί σε αγροτικό εργάτη. Πώς; Ενας μονάχα τρόπος υπάρχει: η βιομηχανιοποίηση της γεωργίας. Ο Λένιν είπε: “Μονάχα άμα περιτυλίξουμε το χωρικό με ηλεχτρικά σύρματα, θα τον κάνουμε κομουνιστή”.
Αυτό είναι το εσωτερικό πρόγραμμα του Τρότσκη. Το εξωτερικό του πρόγραμμα είναι τούτο: Η Ρωσία απομονωμένη, δε μπορεί ποτέ να γίνει άρτια κομουνιστική πολιτεία. Ανάγκη λοιπόν να εντείνουμε την προπαγάνδα στο εξωτερικό και να οργανώσουμε επαναστατικά το παγκόσμιο προλεκταριάτο.
Ο Στάλιν ξαμώνει στο ίδιο σημείο, όπου και ο Τρότσκη: στο θρίαμβο του κομουνισμού. Μα η διαφορά τους είναι διαφορά αρχής συνάμα και ταχτικής. Ο Τρότσκη λέει: Πρέπει, για να θριαμβέψει ο κομουνισμός, να στραφούμε ενάντια στο χωρικό. Μονάχα ο εργάτης μπορεί να γίνει κομουνιστής. Ο Στάλιν, πιστός στη διδασκαλία του Λένιν, απαντά: Δεν υπάρχει ένας χωρικός υπάρχουν τριών ειδών χωρικοί: 1) Φτωχοί, κι αυτοί είναι δικοί μας 2) Μεσαίοι, κι αυτοί πρέπει και μπορούν να γίνουν δικοί μας 3) Πλούσιοι, οι κουλάκοι, κι αυτοί είναι εχτροί μας. Δεν πρέπει λοιπόν να κηρύξουμε τον πόλεμο εναντίον του χωρικού γενικά, παρά εναντίον των κουλάκων μονάχα. Αυτόν τον πόλεμο, πριν δύο χρόνια, δε μπορούσαμε να τον κηρύξουμε, γιατί οι κουλάκοι μας ήσαν χρήσιμοι για τη μεγάλη καλλιέργεια της γης. Δεν είχαμε τότε ισχυρά τα δύο μεγάλα όπλα, που θα εξοντώσουν τους κουλάκους -τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς και τα τεχνικά μέσα. Σήμερα που οι συνεταιρισμοί πήραν τόση ένταση και αποχτούμε ολοένα νέες μηχανές, πολεμάμε, ακίντυνα πια, τους πλούσιους χωρικούς. Δεν τους δίνουμε ψήφο, δεν τους κάνουμε ευκολίες, τους επιβαρύνουμε με φόρους.
Ομοια, στην εξωτερική πολιτική, πρέπει νάμαστε πολύ συνετοί. Δεν πρέπει να διακιντυνέβουμε την ειρήνη με επεμβάσεις στα εσωτερικά ξένων κρατών, κάνοντας έντονη προπαγάντα. Το παγκόσμιο προλεταριάτο δεν είναι ακόμη ώριμο για επανάσταση. Για την ώρα μια είναι η μεγάλη προπαγάντα: Να ζει και να ευημερεί η σοβιετική Ρωσία.
Κι ο δύο τούτες φαινομενικά αντίθετες ροπές, συνεργάζονται χωρίς να το ξέρουν. Ο Στάλιν, χωρίς το βίαιο μαστίγωμα του Τρότσκη, ίσως θα υποχωρούσε περισσότερο στη σφοδρή πίεση του κουλάκων και νέπμαν. Ο Τρότσκη, αν ήταν στην εξουσία, θα ήταν επικίντυνος από τη βιαιότητα του ρυθμού του. Οι δύο μαζί, ο ένας σαν δράση, ο άλλος σαν αντίδραση δημιουργούν μια συνετή και συνάμα, όσο επιτρέπει η πραγματικότητα τολμηρή συνισταμένη.
Τούτο είναι το σοβαρότερο εσωτερικό πρόβλημα, σήμερα, της Ρωσίας.
ΙΙ. Ο δεύτερος κίντυνος έρχεται απέξω: Είναι ο παγκόσμιος πόλεμος.
Τα τεχνικά μέσα του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη ασύγκριτα ανώτερα από τα τεχνικά μέσα που διαθέτει η σοβιετική Ρωσία. Πώς η Ρωσία θα φτάσει κι ακόμη πιότερο, πώς θα ξεπεράσει βιομηχανικά τον καπιταλιστικό κόσμο, αν θέλει να τον νικήσει; Η νίκη πάντα στεφανώνει το καθεστώς, που εξασφαλίζει στην κοινωνία οικονομικό επίπεδο.
Τα καπιταλιστικά κράτη θα δώσουν στη Ρωσία τον καιρό ν’ αναπτύξει τη βιομηχανία της και να εκμεταλεφτεί τις αστείρεφτες πρώτες της ύλες; Ιδού το σκοτεινό ερώτημα που απασχολεί σήμερα όλους τους Ρώσους από τον πιο ταπεινό εργάτη ως το Στάλιν και τον Τρότσκη. Ειρήνη, ειρήνη, τίποτε άλλο δε ζητάει σήμερα η Ρωσία. Τρεις είναι οι μεγάλες ελπίδες, που ίσως νʼ αποτρέψουν από τον κόσμο το νέο παγκόσμιο πόλεμο:
1. Ο στρατός της Ρωσίας. Οσο ισχυρότερος είναι, τόσο οι καπιταλιστικές δυνάμεις τον υπολογίζουν και συλλογίζονται πριν ν’ αποφασίσουν την επίθεση.
2. Η έλλειψη ομοφωνίας στα καπιταλιστικά κράτη. Ο αστικός κόσμος δε μισεί μονάχα τη Ρωσία. Αλληλομισείται και αλληλοϋποβλέπεται. Δεν είναι απίθανο να βρεθούν καπιταλιστικά κράτη να πάνε προσωρινά με το μέρος της Ρωσίας για να συντρίψουν τους εχτρούς των.
3.Ο φόβος που κρατάει τα αστικά κράτη μην τύχει και ο καπιταλιστικός πόλεμος μετατραπεί σε πόλεμο κοινωνικό.
Τραγική είναι η θέση και των δύο αντίπαλων κόσμων. Ο ένας ακόμη δεν ωρίμασε και ζητάει προθεσμία μερικά χρόνια ειρήνης. Ο άλλος που υπερωρίμασε και σχεδόν αποσυνθέτεται, καταλαβαίνει με δραματική σαφήνεια, πόσο ολέθρια μπορεί να του είναι η ειρήνη, και πόσο εξ ίσου ολέθριος μπορεί να του είναι ο πόλεμος.
Αναπνέουμε, αστοί και κομουνιστές, έναν αέρα γιομάτο αγωνία. Αν στην κρίσιμη τούτη στιγμή, που περνάει η ανθρωπότητα, η απάντηση εξαρτιόταν μονάχα από τους οικονομικούς παράγοντες, η θέση της Ρωσίας θάταν δεινή. Μα υπάρχει κι άλλη αστάθμητη, ανεξέλεγκτη δύναμη αυτό που επιπόλαια το λέμε, γιατί δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το ονομάσουμε, Ιδέα και Πίστη. Αυτή, στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, δίνει τη νίκη. Οσοι με αμεροληψία θωρούν την αποσύνθεση, την αδικία, την απιστία του ενός στρατόπεδου – την ορμή προς τη δημιουργία και τη φλεγόμενη πίστη του άλλου στρατόπεδου, ξέρουν πως η φοβερή τούτη δύναμη, που δίνει τη νίκη, είναι με τη Ρωσία.
Ετσι ανάπνεα στη Μόσχα έναν αέρα απειλής κι ελπίδας. Μήτε απόλυτη επικίντυνη αισιοδοξία απλοϊκού πιστού, μήτε απόλυτη επικίντυνη απαισιοδοξία λογικεβόμενου απίστου. Ηξερα πως όπως κάθε δημιουργία, η Ρωσική μοίρα – κι επομένως η μοίρα όλων των εργαζόμενων της γης υπόκειται σε όλες τις σκοτεινές και φωτεινές δυνάμεις. Αν όλες οι γεναίες ψυχές της εποχής μας επιθυμήσουν έντονα τη σωτηρία, η σωτηρία θάρθει. Αν λιγοψυχήσουν, η σωτηρία θ’ αργήσει ή θάρθει μισερή. Ενιωθα, στην κρίσιμη τούτη στιγμή του κόσμου, την ευθύνη του κάθε ανθρώπου.
Μέσα στη μεγάλη τούτη ανησυχία μου, μια μέρα, στη Μόσχα, συνάντησα τον Παναΐτ Ιστράτη. Βρισκόταν στην ίδια ταραχή. Είχε πριν λίγες μέρες παρατήσει το Παρίσι, το δυτικό πολιτισμό κι ερχόταν με απληστία, ανησυχία κι ελπίδα να ιδεί τι γίνεται στη Ρωσία, κι αν αληθινά εδώ μια γεναία ψυχή μπορούσε ν’ αναπνέψει.
Μου άρεσε, ευτής απʼ αρχής, το πρόσωπό του το λιγνό κι αυλακωμένο, κι η έκφραση του πολυβασανισμένου νικητή. Ολοι ξέρουμε την ηρωική εποποιΐα της ζωής του. Μέσα του χοχλάζει το παράφορο, αλήτικο Κεφαλονίτικο αίμα. Τα μάτια του λαχταρούν να ιδούν, τα χέρια του λαχταρούν να αγγίξουν αχόρταγα όλη την εφήμερη τούτη αγαπημένη γης που πατούμε. Πεινάει, δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει τον κόσμο δουλέβοντας, γυμνητέβοντας, μεθυσμένος από ευτυχία.
Γιατί τούτο πρέπει καλά να τονιστεί: Λίγοι άνθρωποι στον κόσμο στάθηκαν τόσο ευτυχισμένοι όσο ο Παναΐτ Ιστράτη. Γιατί η δυνατή ψυχή του μετουσίωνε την πείνα σε χορτασμό και τη γυμνόποδη περιπλάνηση σε λεφτεριά. Οπου όλοι οι άλλοι άνθρωποι μπορούσαν να χαθούν, ο Παναΐτ Ιστράτη ανάπνεε βαθιά, μ’ ευγνωμοσύνη, τον αέρα του κόσμου.
Ομοια το έργο του Ιστράτη είναι αχόρταγη λαχτάρα ζωής, αγάπη σε ό,τι υπάρχει, υποφέρει και ζει. Είναι το έργο του μια πηγή πολυσάλεφτη, που πηδάει από την αγιασμένη λάσπη, όπου ζούμε, και χαίρεται τον ήλιο.
Ο Ιστράτη δεν είναι μήτε διηγηματογράφος, μήτε μυθιστοριογράφος. Είναι κάτι πολύ πιο ανατολίτικο, πιο πρωτόγονο, πιο κοντά στις απλές δυνάμεις της γης και της ψυχής. Ο Ιστράτης, σαν τους ανατολίτες, κάθεται διπλογόνατος, ακουμπά όλος στο χώμα και αφηγάται. Σπάνια άνθρωπος αφηγήθηκε με τόση χάρη και δύναμη. Τον ακούμε κι η γης μεγαλώνει. Ο ξακουστός Σουλτάνος της Ισπανίας Αβδουλραχμάν έλεγε στον αγαπημένο ποιητή του: “Ισάα, όταν σ’ ακούω να μιλάς, τα σύνορα του βασίλειου μου πλαταίνουν”. Ομοια, γρικώντας τον Ιστράτη, νιώθουμε να πλαταίνει το βασίλειό μας – η ψυχή. Ο Ιστράτη χαίρεται να ακούει τη φωνή του, χαίρεται να θωράει τη ζωή να γελάει και να κλαίει, και τη μικρή ζεστή καρδιά του ν’ αγαπάει και να φωνάζει. Δεν υπηρετεί καμιά αφηρημένη ιδέα. Ολες οι αφηρημένες ιδέες υπηρετούν τη μεγάλη, απλοϊκή ψυχή του. Δεν είναι κομουνιστής ή αστός, εργάτης ή διανοούμενος.
Ζει πέρα από τις εφήμερες τούτε ετικέτες της σύγχρονης φρασεολογίας. Είναι απλούστατα η ψυχή, που μέσα σ’ ένα ανθρώπινο σώμα μάχεται για λεφτεριά.
Σήμερα η μάχη αυτή ονομάζεται κομουνισμός. Ο Ιστράτης ακούει τη λέξη και πολεμάει να της δώσει τη θερμότητα της καρδιάς του. Τον θυμάμαι όταν γυρίζαμε στη Ρωσία, πώς περιφρονούσε το λογικό διάγραμμα και την οικονομική έκφραση της ιδέας. Ενα μόνο τον ενδιέφερε: ο άνθρωπος ο ζωντανός, ο θερμός λόγος, η άμεση επαφή. Στο Κίεβο, μερόνυχτα πολλά, ακούγαμε ανθρώπους – απλοϊκούς εργάτες, Ελληνες, Ρουμάνους, Ρώσους – να μας διηγούνται τι είδαν τα μάτια τους στην Επανάσταση, πόσο πόνεσαν και τώρα πώς ζουν και πώς πιστέβουν. Ο Ιστράτη σκυμένος ακούει, όλη του η καρδιά έτρεμε, ανέβαινε σιγά -σιγά και σχηματιζόταν μέσα του όλη η Ρωσία, η μαρτυρική, η αιματωμένη, η σταυρωμένη, η μόνη ελπίδα της γης.
Με πληροφορίες από tvxs.gr