Η πορεία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας σε αποφασιστική καμπή – Κρίσιμες προκλήσεις για την οικονομική πολιτική
Η Τράπεζα της Ελλάδος εξαρχής είχε υποστηρίξει ότι η Συμφωνία Στήριξης θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς θα εξασφάλιζε τα αναγκαία κεφάλαια σε μια περίοδο που η χώρα είχε πρακτικά αποκλειστεί από τις αγορές, θα επέβαλλε πειθαρχία στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, θα προσέφερε τεχνογνωσία στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής και θα διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Η Συμφωνία Στήριξης απέτρεψε τη χρεοκοπία και επέβαλε τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής
Πράγματι, η Συμφωνία όχι μόνο εξασφάλισε τα αναγκαία κεφάλαια αλλά και έδρασε ως καταλύτης για το ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής προς δύο κύριες κατευθύνσεις: την ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η στροφή αυτή έπρεπε βεβαίως να έχει γίνει πολλά χρόνια πριν, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες. Τον Απρίλιο πάντως του 2010 όλα τα περιθώρια για αναβολές είχαν εξαντληθεί και η αλλαγή κατεύθυνσης ήταν επιτακτικά αναγκαία. Η πολιτική που άρχισε να εφαρμόζεται ήταν ο μόνος τρόπος για να ανακοπεί η περιθωριοποίηση της χώρας, η μόνη ελπίδα για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν μια συντεταγμένη πορεία πάνω σε νέες βάσεις το ταχύτερο δυνατόν.
Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας απέτρεψαν την πιστωτική ασφυξία
Την ίδια αυτή περίοδο, όταν οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας συμπαρέσυραν και τις αξιολογήσεις των τραπεζών, οι ομαλές συνθήκες ρευστότητας εξασφαλίστηκαν χάρη στην πολιτική και τις παρεμβάσεις του Ευρωσυστήματος. Η νομισματική πολιτική παρέμεινε σε διευκολυντική κατεύθυνση, διατηρώντας τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, το Ευρωσύστημα εξακολούθησε να προσφεύγει στη χρήση μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής, τα οποία βελτίωσαν τη ρευστότητα των τραπεζών και της οικονομίας υπό συνθήκες που ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για την Ελλάδα. Τέλος, ελήφθη και η πολύ σημαντική απόφαση να παρέχεται χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα στις τράπεζες, έναντι χρεογράφων τα οποία έχει εκδώσει ή εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο, ανεξαρτήτως πιστωτικής διαβάθμισης.
Είναι βεβαίως γνωστό ότι δυσχέρειες στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν. Θα πρέπει όμως να συγκριθούν με τα ανυπέρβλητα εμπόδια που θα είχαν δημιουργηθεί, αν δεν είχαν γίνει οι σωτήριες αυτές παρεμβάσεις, που απέτρεψαν τη διαμόρφωση συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας.
Η προσαρμογή ξεκίνησε το 2010 με απτά αποτελέσματα στο δημοσιονομικό τομέα
Η προσπάθεια αντιστροφής των εξελίξεων άρχισε με παρεμβάσεις σε πολλούς τομείς και είχε απτά αποτελέσματα, κυρίως στον δημοσιονομικό τομέα. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Η πρόοδος αναγνωρίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ, σε τρεις διαδοχικές αξιολογήσεις, γεγονός που επέτρεψε την ομαλή ροή της χρηματοδότησης που προέβλεπε η Συμφωνία Στήριξης. Αποτράπηκαν έτσι οι ολέθριες εξελίξεις που ένα χρόνο πριν έμοιαζαν αναπόφευκτες και δόθηκε στην οικονομία ένα χρονικό περιθώριο, για να προχωρήσει στις αλλαγές που ούτως ή άλλως, με ή χωρίς Μνημόνιο, έπρεπε να γίνουν.
*****
Καθυστερήσεις αλλά και αντικειμενικές δυσκολίες συντηρούν την αβεβαιότητα των αγορών
Μέσα στο χρόνο που πέρασε έγιναν πολλά. Όμως, παρά τα θετικά αποτελέσματα και τη μεγάλη προσπάθεια που έχει καταβληθεί, οι παράγοντες που δημιουργούν αβεβαιότητες και τροφοδοτούν την επιφυλακτικότητα των αγορών διατηρούνται ισχυροί.
- Πρώτον, η δυναμική του χρέους παραμένει δυσμενής, καθώς οι συσσωρευμένες ανισορροπίες είναι μεγάλες και η πρόοδος των προσαρμογών δεν είναι αρκετά ταχεία για να αντιστρέψει γρήγορα και αποφασιστικά αυτή τη δυναμική.
- Δεύτερον, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε ελαφρά, κυρίως λόγω μειώσεων στο κόστος παραγωγής. Δεν βελτιώθηκε όμως η «διαρθρωτική» ανταγωνιστικότητα, που συνδέεται με τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματική δραστηριότητα. Εξάλλου, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 2010 ήταν μικρή σε σχέση με τις σωρευτικές απώλειες της τελευταίας δεκαετίας.
- Τρίτον, παρά τις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα, δεν υπήρξε ακόμη ουσιαστική βελτίωση εκεί όπου πρωτογενώς παράγονται τα ελλείμματα — στη δημόσια διοίκηση, τους πολυάριθμους οργανισμούς, την τοπική αυτοδιοίκηση – ούτε και στην αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Έτσι, η δημοσιονομική πορεία, μετά την ισχυρή εκκίνηση που έγινε, εμφανίζει στις αρχές του 2011 σημεία κόπωσης και αποκλίσεις από τους στόχους. Το έλλειμμα του 2010, παρά τη μεγάλη μείωσή του, απέκλινε από την αρχική πρόβλεψη, ενώ αποκλίσεις καταγράφονται και το πρώτο τρίμηνο του 2011.
- Τέταρτον, στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών ψηφίστηκαν σημαντικά νομοθετήματα, που αφορούν το ασφαλιστικό σύστημα, το σύστημα υγείας, τα κλειστά επαγγέλματα και την αγορά εργασίας, και σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε πρόοδος. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως οι μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν όσο βαθιά χρειάζεται, ενώ συχνά η εφαρμογή τους καθυστερεί, είτε επειδή προσκρούει σε διοικητικές δυσλειτουργίες είτε επειδή εκδηλώνεται διστακτικότητα λόγω αντιδράσεων.
- Πέμπτον, η πραγματική οικονομία εξελίχθηκε δυσμενέστερα από ό,τι αναμενόταν. Το ΑΕΠ μειώθηκε το 2010 κατά 4,5%, λόγω της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 4,5%, της δημόσιας κατανάλωσης κατά 6,5% και των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 16,5%. Η ύφεση όμως εκτιμάται ότι θα ήταν ηπιότερη, αν προχωρούσαν ταχύτερα οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του περιβάλλοντος της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων του ΕΣΠΑ, και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών.
- Έκτον, η ύφεση προκάλεσε απώλειες θέσεων εργασίας σε όλους τους τομείς και άνοδο της ανεργίας. Η απασχόληση το τελευταίο τρίμηνο του 2010 ήταν μειωμένη κατά 4% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2009, υποδηλώνοντας την απώλεια 180 χιλιάδων θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό ανεργίας το ίδιο τρίμηνο έφθασε το 14,2% του εργατικού δυναμικού. Η μέση ετήσια μείωση της απασχόλησης (-2,7%) ήταν μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει και η παραγωγικότητα (κατά 1,8%).
- Τέλος, η ενημέρωση και η δημόσια συζήτηση για τα αίτια της κρίσης, την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και κυρίως για τις αντικειμενικές συνθήκες που επιβάλλουν αυτή την πολιτική ήταν αποσπασματική και ελλιπής. Το Μνημόνιο αντιμετωπίζεται συχνά ως υπαίτιο των συμπτωμάτων της κρίσης και όχι ως αναπόφευκτη παρέμβαση για την αντιμετώπισή της. Δεν έχει εξάλλου εξηγηθεί επαρκώς ότι το Μνημόνιο περιόρισε την οξύτητα αυτών των συμπτωμάτων, η οποία θα ήταν πολλαπλάσια χωρίς αυτό. Η στήριξη των μεταρρυθμίσεων αποδείχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις άτολμη, ενώ τα συμπτώματα της κρίσης μεγαλοποιούνται στο δημόσιο διάλογο, χωρίς όμως καμία αναφορά στους λόγους που επιβάλλουν τις αλλαγές.
Αποτέλεσμα του ελλείμματος πληροφόρησης ήταν η στάση μερίδας της κοινής γνώμης απέναντι στις αλλαγές, η οποία ήταν αμήχανη και επιφυλακτική, καθώς η νέα πολιτική αμφισβήτησε βεβαιότητες που για πολλά χρόνια θεωρούνταν ακλόνητες, ενώ παράλληλα δεν είχε εξηγηθεί με πειστικό τρόπο η προτεινόμενη διέξοδος. Η αβεβαιότητα αυτή εμπόδισε την ενεργητική κατάφαση και συστράτευση κοινωνικών δυνάμεων. Υπήρξαν βεβαίως και αντιδράσεις που απλώς επιδίωκαν να μην αλλάξει τίποτα και να υπάρξει επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος.
Οι προβλέψεις για το 2011 δεν επιτρέπουν εφησυχασμό
Οι προβλέψεις για το 2011, παρά κάποιες θετικές ενδείξεις που διαφαίνονται, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
- Η ύφεση θα συνεχιστεί. Το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 3% χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί και κατά τι μεγαλύτερη πτώση.
- Η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται και θα υπερβεί το 15%.
- Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού θα υποχωρήσει σημαντικά σε σχέση με το 2010, όμως θα πλησιάσει το 3¼%.
- Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που ήδη ήταν αρνητικός τους δύο πρώτους μήνες του έτους, αναμένεται να παραμείνει σε αρνητικά επίπεδα καθ΄όλη τη διάρκεια του 2011.
- Η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να βελτιώνεται το 2011, καθώς θα εξακολουθήσει να μειώνεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει.
- Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα περιοριστεί κάτω του 9% του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται ότι θα ανακάμψουν οι εξαγωγές και οι τουριστικές εισπράξεις, ενώ θα συνεχίσουν να μειώνονται οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
Το παλιό υποχωρεί, όμως το νέο καθυστερεί ακόμη
Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από την μια πλευρά είναι φανερό ότι το πρότυπο ανάπτυξης που επικράτησε στο παρελθόν καταρρέει. Από την άλλη όμως, δεν έχουν αρχίσει να διαφαίνονται οι νέες πρακτικές, οι νέοι θεσμοί και οι νέες νοοτροπίες που θα αναζωογονήσουν την οικονομία. Αυτό είναι το κύριο ζητούμενο σήμερα: η ταχεία μετάβαση από ένα πρότυπο ανάπτυξης που δεν είναι διατηρήσιμο σε ένα νέο που μπορεί να εμπνεύσει για τη θετική προοπτική της οικονομίας, να κινητοποιήσει παραγωγικές δυνάμεις, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να βελτιώσει το κλίμα.
Η κρίση είναι κρίση του προτύπου ανάπτυξης, όχι του Μνημονίου
Το πρότυπο ανάπτυξης που έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά του στηρίχθηκε στην εγχώρια κατανάλωση, δημόσια και ιδιωτική, και τροφοδοτήθηκε με δανεισμό. Ο επιχειρηματικός τομέας δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί επαρκώς από τις ευκαιρίες που παρείχε η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ οι βελτιωμένες προσδοκίες των νοικοκυριών λόγω της ένταξης και η διόγκωση του δημόσιου τομέα ενθάρρυναν τον υπερκαταναλωτισμό. Τα αποτελέσματα ήταν: αρνητική καθαρή εθνική αποταμίευση από το 2002 μέχρι σήμερα και συνεχής μεταφορά πόρων από τον επιχειρηματικό στον υπερτροφικό και χαμηλής παραγωγικότητας δημόσιο τομέα. Το πρότυπο αυτό ικανοποιούσε την κατανάλωση του παρόντος εις βάρος του μέλλοντος και βασιζόταν στην ψευδαίσθηση ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να στηρίζεται επ’ άπειρον στο δημόσιο τομέα. Η άνοδος της κατανάλωσης, που χαρακτηριζόταν και από ισχυρή ροπή προς εισαγόμενα αγαθά, ενθάρρυνε και στήριξε μια “ρηχή” εγχώρια επιχειρηματικότητα, που ήταν προσανατολισμένη στον τομέα της διανομής και στον τελικό καταναλωτή. Καθώς όμως έχουν ανατραπεί οι παράγοντες που τροφοδοτούσαν την κατανάλωση στο παρελθόν, ήταν αναπόφευκτο να πληγεί ανάλογα αυτή η μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για να ενθαρρυνθεί μια νέα επιχειρηματικότητα στη θέση της παλιάς. Η κρίση της οικονομίας είναι η κρίση ενός προτύπου ανάπτυξης το οποίο δεν μπορούσε να διατηρηθεί άλλο. Το κόστος που η κοινωνία καλείται σήμερα να καταβάλει οφείλεται επίσης και στο ότι καθυστερεί η μετάβαση στο νέο πρότυπο.
*****
Στροφή στο μέλλον: ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης
Το νέο πρότυπο ανάπτυξης που χρειάζεται η χώρα σημαίνει στροφή από την κατανάλωση στην αποταμίευση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, από τον κρατισμό και την αναπαραγωγή προνομίων στον ανταγωνισμό και την επιχειρηματική πρωτοβουλία. Σημαίνει δηλαδή νέο υπόδειγμα κατανάλωσης, επιχειρηματικότητας και λειτουργίας του κράτους. Σημαίνει αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ΑΕΠ, συρρίκνωση του μεριδίου της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης, ουσιαστική ενίσχυση της αποταμίευσης, στροφή της επιχειρηματικότητας στον ανταγωνιστικό τομέα της παραγωγής με προσανατολισμό στις διεθνείς αγορές και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης με τρόπο που δεν θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις ούτε θα ανέχεται τη φοροδιαφυγή.
Ισχυρή επανεκκίνηση της προσπάθειας για να δοθεί νέα ορμή στη μεταρρυθμιστική πολιτική
Σήμερα η οικονομία βρίσκεται σε μεταίχμιο, καθώς η προσαρμογή έχει κάνει προόδους, αλλά παραμένει βραδεία σε σχέση με τη δυναμική του χρέους. Χρειάζεται τώρα μια ισχυρή επανεκκίνηση της προσπάθειας, που θα καλύψει γρήγορα τις υστερήσεις και θα δώσει νέα ορμή στη μεταρρυθμιστική πολιτική. Βασικές προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό είναι:
- Να καταδεικνύεται στην πράξη η ισχυρή βούληση της κυβέρνησης να προχωρήσει χωρίς αμφιθυμίες και δισταγμούς στο δύσκολο δρόμο που έχει χαράξει.
- Η κοινωνία να ενημερώνεται συστηματικά για τις δυνατότητες της οικονομίας, τις επιδιώξεις της πολιτικής που ασκείται, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που υπάρχουν, το δρόμο που πρέπει να διανυθεί, τον τελικό στόχο, αλλά και τις συνέπειες μιας τυχόν αποτυχίας.
- Με σαφήνεια να αναδεικνύεται το όφελος των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όχι μόνο είναι αναγκαίες, αλλά έχουν και ισχυρή ηθική βάση, καθώς καταργούν προνόμια και αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ίσες και καλύτερες ευκαιρίες για όλους.
- Να επιδιωχθεί, σε μια ελάχιστη βάση, συμφωνία των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα εξασφαλίσει τη συνέχεια της προσαρμογής, η διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τη θητεία μίας κυβέρνησης.
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
α) Σταθεροποίηση με μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίσπευση της ανάκαμψης και η ανάπτυξη αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα της επιτυχίας στα επόμενα χρόνια. Δεν θα υπάρξει όμως ανάκαμψη, αν δεν θεραπευθούν οι βασικές αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: η γιγάντωση των ελλειμμάτων και των χρεών του Δημοσίου και η σοβαρή υποχώρηση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Πρώτο βήμα συνεπώς για την ανάπτυξη είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας. Όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, η ύπαρξη μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών δεν στηρίζει την ανάπτυξη. Αντίθετα, την υπονομεύει.
Επιτάχυνση των αλλαγών στο δημόσιο τομέα
Η σταθεροποίηση έχει εισέλθει στη δεύτερη και δυσκολότερη φάση. Μετά τις οριζόντιες περικοπές στους μισθούς και τις αυξήσεις των φόρων, πρέπει τώρα να στραφεί αποφασιστικά στις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα για να μειώσει, σε μόνιμη βάση, δαπάνες που προέρχονται από την αναποτελεσματική του λειτουργία.
Περιθώρια στο χώρο αυτό υπάρχουν και είναι μεγάλα. Πρέπει ταυτόχρονα να αξιοποιηθούν δύο σημαντικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα και οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν καταλύτη για την επανεκκίνηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
● Πρώτον, το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής δίνει τη δυνατότητα να ακολουθηθεί μια δημοσιονομική πολιτική με σαφείς στόχους, εξειδικευμένα μέτρα και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, αντί για αποσπασματικές παρεμβάσεις και έκτακτα μέτρα. Για να έχει το Πλαίσιο τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα πρέπει να εξαλείψει τους παράγοντες που γεννούν ελλείμματα, κυρίως να περικόψει τις δαπάνες.
● Δεύτερον, το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας μπορεί, αν εφαρμοσθεί με τόλμη και ταχύτητα, να συμβάλει ουσιαστικά στον περιορισμό του χρέους και να ενισχύσει την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων.
β) Άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης και επίσπευση της ανάκαμψης
Η οικονομική πολιτική πρέπει, χωρίς εκπτώσεις στη δημοσιονομική προσαρμογή, να επιδιώξει παράλληλα την άμβλυνση της ύφεσης και την ταχύτερη δυνατή επαναφορά των ρυθμών μεταβολής του ΑΕΠ σε θετικές τιμές.
● Σε πρώτη φάση πρέπει να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των συνταξιούχων που πληρώνουν κανονικά τους φόρους και, αντ’ αυτού, να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος όσον αφορά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής. Αυτό είναι κρίσιμο και για να ενισχυθεί το αίσθημα δικαιοσύνης και να αυξηθεί ο βαθμός συναίνεσης στο πρόγραμμα προσαρμογής.
● Ταυτόχρονα, πρέπει να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για:
— εξοικονόμηση δαπανών με εξάλειψη της σπατάλης, κατάργηση φορέων που δεν προσφέρουν έργο και συγχωνεύσεις άλλων,
— ανακατανομή των συνολικών δαπανών με βάση αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια και βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους.
Έτσι θα είναι εφικτό να στηριχθούν οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να διευκολυνθεί η κινητικότητα της εργασίας μεταξύ κλάδων και ειδικοτήτων και να αυξηθεί το μερίδιο των δημόσιων πόρων που διατίθενται για επενδύσεις.
- Πρέπει επίσης να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων που παραμένουν στη διάθεση της χώρας, με χρησιμοποίηση των εργαλείων που προβλέπονται στο νέο αναπτυξιακό νόμο και με πλήρη ενεργοποίηση του ΕΤΕΑΝ.
- Τέλος, πρέπει να προχωρήσει αμέσως η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μηδενικού ή χαμηλού δημοσιονομικού κόστους και άμεσης απόδοσης, όπως είναι αυτές που αφορούν την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς και την εξάλειψη των αγκυλώσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας.
γ) Προσέλκυση ξένων επενδύσεων
Καθώς οι εγχώριοι πόροι που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη είναι στην παρούσα φάση εξαιρετικά περιορισμένοι, πρέπει να ενθαρρυνθεί η εισαγόμενη αποταμίευση, να προσελκυστούν δηλαδή ξένες άμεσες επενδύσεις. Βεβαίως, οι συνθήκες είναι αντίξοες, καθώς το κλίμα που επικρατεί για την Ελλάδα είναι δυσμενές και οι αβεβαιότητες μεγάλες. Μπορούν όμως να υπάρξουν παράπλευρες ωφέλειες από το Πρόγραμμα Αποκρατικοποιήσεων και βεβαίως από τα μέτρα βελτίωσης του περιβάλλοντος της επιχειρηματικής δραστηριότητας που επείγει να υλοποιηθούν.
δ) Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Η ανάπτυξη προϋποθέτει ταχεία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αυτό σημαίνει τη λειτουργία ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα προσανατολίζονται στις διεθνείς αγορές. Προϋποθέτει επίσης τη ριζική αλλαγή του κλίματος, με τη δημιουργία περιβάλλοντος που θα ευνοεί την ανάληψη παραγωγικών-επενδυτικών πρωτοβουλιών. Πρέπει τώρα να προχωρήσουν με πολύ ταχύτερο βήμα οι διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές και κυρίως οι μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα – μεταρρυθμίσεις που θα εστιάζονται, πέρα από την ανάκτηση των απωλειών της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους, στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Οι βασικές κατευθύνσεις των μεταρρυθμίσεων – αρκετές από τις οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί — πρέπει να αφορούν:
- την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών,
- την ενίσχυση της ευελιξίας και της κινητικότητας στην αγορά εργασίας,
- τη βελτίωση της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, την ενθάρρυνση και διευκόλυνση των επενδύσεων και την ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας,
- την αύξηση της αποτελεσματικότητας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της έρευνας,
- την αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
ε) Αξιοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης
Οι κυριότερες πηγές ανάπτυξης είναι:
- Οι μεγάλες επενδύσεις στο χώρο της ενέργειας,
- Η αναβάθμιση του τουρισμού με προσέλκυση επισκεπτών υψηλοτέρου εισοδηματικού επιπέδου, ενθάρρυνση της μόνιμης ή εποχικής διαμονής εύπορων συνταξιούχων από άλλες χώρες αλλά και εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών, ενθάρρυνση του συνεδριακού τουρισμού, διευκόλυνση της κρουαζιέρας και προσέλκυση ξένων επισκεπτών και στην ηπειρωτική και ορεινή Ελλάδα.
- Η περαιτέρω ανάπτυξη των υπερπόντιων θαλάσσιων εμπορικών μεταφορών.
- Οι επιδόσεις των κλάδων εκείνων της μεταποίησης που έχουν επιδείξει αξιόλογο εξαγωγικό δυναμισμό, αλλά και πολλών δυναμικών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους.
- Η αξιοποίηση της αγροτικής παραγωγής με μεταποίηση προϊόντων γεωργίας και κτηνοτροφίας.
- Η ανάδειξη της Ελλάδος σε διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ άλλων με την αξιοποίηση των λιμένων της, καθώς και η παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών τόσο υγείας όσο και εκπαίδευσης σε «καταναλωτές» από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ανάπτυξη αυτών των κλάδων μπορεί να αποτρέψει την έξοδο του επιστημονικού δυναμικού από τη χώρα και να ενθαρρύνει ταυτόχρονα την επιστροφή Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό.
*****
ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΣΟΒΑΡΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Αναγκαία προς το παρόν η παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ενίσχυση της ρευστότητας
Είναι γνωστό ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν δημιούργησαν την κρίση όπως συνέβη σε άλλες χώρες, αλλά υπέστησαν τις συνέπειες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας, συνέπεια των υποβαθμίσεων της χώρας, τις αποξένωσε από τις αγορές, ενώ απώλεσαν σημαντικό τμήμα των καταθέσεών τους. Για να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες ρευστότητας που δημιουργήθηκαν από αυτές τις εξελίξεις, χρησιμοποιήθηκαν μέτρα που είχε υιοθετήσει και το σύνολο των χωρών της ΕΕ το 2008 κατά την έξαρση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δηλαδή μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας μέσω της παροχής εγγυήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το μέτρο των εγγυήσεων συνίσταται στην έναντι αμοιβής παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου για τους τίτλους που εκδίδουν οι τράπεζες και όχι στην καταβολή χρηματικών ποσών σε αυτές. Οι παρεχόμενες εγγυήσεις διευκολύνουν τις τράπεζες να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα έναντι αποδεκτού ενεχύρου. Υπενθυμίζεται επίσης ότι, λόγω της περικοπής αποτίμησης, τα κεφάλαια που αντλούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα μέσω των τίτλων που είναι εγγυημένοι από το κράτος υπολείπονται σημαντικά της ονομαστικής αξίας των τίτλων.
Η δυνατότητα των τραπεζών να αντλούν ρευστότητα από το Ευρωσύστημα αξιοποιώντας την παροχή κρατικών εγγυήσεων απέτρεψε την εμφάνιση συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας. Μολονότι το 2010 το ονομαστικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 2,1%, το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2010 στο ίδιο επίπεδο όπως και το Δεκέμβριο του 2009. Χωρίς την έκτακτη παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και με δεδομένο το χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, οι τράπεζες θα ήταν αναγκασμένες να επισπεύδουν την είσπραξη απαιτήσεων, να περικόπτουν την ανακύκλωση δανείων, να περιορίζουν τις ρυθμίσεις συμβάσεων που διευκολύνουν την εξυπηρέτηση παλαιών δανείων και να απορρίπτουν νέες αιτήσεις δανειοδότησης φερέγγυων πελατών.
Τα έκτακτα μέτρα στήριξης της ρευστότητας που ελήφθησαν από την ΕΚΤ και το κράτος έχουν ωστόσο προσωρινό χαρακτήρα. Στόχος τους είναι να διευρύνουν τα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων οι τράπεζες θα προσαρμόσουν, όπως απαιτούν οι περιστάσεις, το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους. Η προσαρμογή αυτή χρειάζεται να γίνει συντεταγμένα, με τρόπους που δεν θα επιδεινώνουν τη σημερινή οικονομική ύφεση ούτε θα ανακόπτουν τους ρυθμούς της ανάκαμψης, όταν αυτή ξεκινήσει. Χρειάζεται δηλαδή, το συντομότερο δυνατόν, οι τράπεζες να είναι σε θέση να διαμεσολαβούν αυτοδύναμα μεταξύ των αποταμιευτών και επενδυτών, έχοντας απεξαρτηθεί από την ανάγκη έκτακτης στήριξης της ΕΚΤ ή του κράτους.
Οι νέες συνθήκες επιτάσσουν αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου και στον τραπεζικό τομέα
Το τραπεζικό σύστημα, όπως το σύνολο της οικονομίας, βρέθηκε μπροστά σε πρωτόγνωρες προκλήσεις και έπρεπε να αντιμετωπίσει παράγοντες που επηρέασαν τις επιδόσεις του και διαμόρφωσαν συνθήκες αβεβαιότητας.
Η σημερινή πραγματικότητα είναι δεδομένη και για το μέλλον τα μηνύματα είναι σαφή όσον αφορά τις βασικές παραμέτρους του οικονομικού περιβάλλοντος και του ρυθμιστικού πλαισίου. Επιβάλλεται συνεπώς οι τράπεζες να προσαρμόσουν ανάλογα το επιχειρηματικό τους μοντέλο, στηρίζοντάς το σε ολική ανασύνταξη δυνάμεων. Οι ανασυντάξεις και οι συνενώσεις είναι επιτυχέστερες όταν δρομολογούνται με προβλεπτική ικανότητα, λαμβάνουν υπόψη όλα τα δεδομένα και είναι αποτέλεσμα φιλικής διαπραγμάτευσης.
Η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα θα ενισχύσει σημαντικά τη συμβολή του στην αναπτυξιακή διαδικασία, όταν ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομίας. Θα αποτελέσει επίσης παράγοντα ισχυρής στήριξης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα συντρέξει και ο πρωταρχικός για τη σταθερότητα παράγοντας, που είναι η αποκατάσταση και παγίωση της εμπιστοσύνης των οικονομικών φορέων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας. Καμία αναδιάταξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη συνέχισης της δημοσιονομικής προσπάθειας και επίσπευσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία.
*****
Δημιουργική προσαρμογή στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον
Οι Έλληνες συχνά προσεγγίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν διεθνώς με υποκειμενική διάθεση και ελληνοκεντρική οπτική.
Αν όμως αποδεχθούμε την αλήθεια ότι το διεθνές περιβάλλον διαμορφώνει μια αντικειμενική πραγματικότητα, που δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί απλώς επειδή το επιθυμούμε, τότε θα κατανοήσουμε ότι οι προοπτικές μας εξαρτώνται από τη συνέπεια με την οποία θα προσαρμοστούμε σ’ αυτήν. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ, οι οποίες διέπονται από σαφείς κανόνες, τους οποίους άλλωστε συνδιαμορφώνουμε. Οι κανόνες μάλιστα αυτοί αλλάζουν τώρα καθώς η ΕΕ και η ζώνη του ευρώ αναζητούν νέους όρους οικονομικής διακυβέρνησης, που θα αποτρέψουν την επανάληψη των κρίσεων και νέους μηχανισμούς παρέμβασης. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και το “Σύμφωνο για το Ευρώ +”, που οι βασικές τους αρχές αποφασίστηκαν πρόσφατα, θα διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο, το οποίο συνεπάγεται για όλες τις χώρες-μέλη μακροχρόνιες δεσμεύσεις, ιδίως όσον αφορά τη δημοσιονομική πειθαρχία και την εστίαση της οικονομικής πολιτικής στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας – δηλαδή ακριβώς τις δύο μείζονες προκλήσεις που ούτως ή άλλως οφείλει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα.
Επομένως, οι κυοφορούμενες εξελίξεις στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ στηρίζουν και ενισχύουν το συμπέρασμα ότι πρέπει να εντείνουμε την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Η εμμονή σ’ αυτές τις κατευθύνσεις αποτελεί και την καλύτερη απάντηση στα επαναλαμβανόμενα σενάρια αναδιάρθρωσης του χρέους. Η Τράπεζα της Ελλάδος από τον περασμένο Οκτώβριο έχει εξηγήσει με σαφήνεια ότι μια τέτοια επιλογή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή. Δεν είναι αναγκαία, γιατί μπορούμε να πετύχουμε τους στόχους μας αν εφαρμόσουμε σωστά τις πολιτικές που προαναφέρθηκαν. Δεν είναι επιθυμητή, γιατί θα είχε καταστροφικές συνέπειες όσον αφορά την πρόσβαση της ίδιας της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, αλλά και πολύ αρνητικές επιπτώσεις στα περιουσιακά στοιχεία των ασφαλιστικών ταμείων, των τραπεζών και των ιδιωτών που έχουν επενδύσει σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου.
*****
Βρισκόμαστε σήμερα στην αρχή μιας μεγάλης πορείας ανασυγκρότησης της οικονομίας με εμπόδια, κινδύνους αλλά και πολλές ευκαιρίες που πρέπει να αξιοποιήσουμε. Για να επιτύχουμε επιβάλλεται κινητοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Η τελική έκβαση θα εξαρτηθεί από:
- τη δική μας συλλογική βούληση και αποφασιστικότητα,
- τη διορατικότητα και τον προγραμματισμό με μακροχρόνιο ορίζοντα,
- τον συντονισμένο σχεδιασμό, την εσωτερική συνοχή των απαιτούμενων ενεργειών, την ταχύτητα στην εφαρμογή τους, και κυρίως τη διαχειριστική επάρκεια.
Όλα αυτά προϋποθέτουν την αμετακίνητη προσήλωση στον τελικό στόχο: να κάνουμε την Ελλάδα μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα με οικονομική ευημερία και κοινωνική συνοχή.