Ο Γιώργος Νταλάρας, ο πρώτος ερμηνευτής που τόλμησε να «αγγίξει» τη «Ρωμιοσύνη», 40 ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση και υπηρέτησε ερμηνευτικά πολλά ακόμη μεγάλα έργα του συνθέτη, μίλησε για το μεγαλοφυές φαινόμενο Μίκης Θεοδωράκης αλλά και για τη σημαντικότητα της προσφοράς της αυτοβιογραφίας του από το «Εθνος της Κυριακής»
«Σήμερα, στις δύσκολες ώρες της απόγνωσης, του αδιεξόδου, σ’ ένα ασφυκτικό περιβάλλον, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αλληλεγγύη και χωρίς ελπίδα, τα τραγούδια του Μίκη, οι επιλογές του και η στάση ζωής του ανοίγουν ένα παράθυρο. Προτείνουν λύσεις, προτείνουν μία λύση στην ουσία, ότι ο αγώνας χωρίς να είσαι “ταγμένος”, όπως λέει ο Ρίτσος στο Λιανοτράγουδο, δεν μπορείς να ελπίζεις… Γι΄ αυτό και αυτή η δυνατότητα επικοινωνίας που δίδεται σήμερα με την έκδοση αυτής της βιογραφίας, η οποία περιέχει όλες τις πολιτικές σκέψεις και κοινωνικές θέσεις του Μίκη, έχει μεγάλη αξία να διαβαστεί από όσο περισσότερους γίνεται. Ειδικά τους νέους. Είναι διέξοδος και προοπτική. Είναι μια άξια πρωτοβουλία» είπε.
«Πέρα από τη βαθιά γνώση της μουσικής, αυτό που τον κάνει μοναδικό είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τη μουσική. Ενας τρόπος μεγαλοφυής. Γνωρίζοντας ο ίδιος την αξία της προσφοράς της μουσικής, ασκεί μια τέτοια εποπτεία όπου ως μαέστρος μιας πραγματικής ή μιας αόρατης ορχήστρας κατευθύνει το τραγούδι με έναν τρόπο ιερό προς τον κόσμο. Αυτό γίνεται με πολύ αυστηρά κριτήρια… Τα εμβατήρια του Μίκη δεν γράφτηκαν για να ξεσηκώσουν το πλήθος, αλλά να συνεγείρουν τον λαό. Δεν είναι για στριμωγμένους που παρακολουθούν μια παρέλαση ούτε για στρογγυλοκαθισμένους στον καναπέ απέναντι στην τηλεόραση. Απευθύνονται σε εκπαιδευμένους ακροατές, σε ενεργούς πολίτες. Αν ο Μίκης ζούσε την εποχή του Βέρντι και του παράγγελναν ένα έργο, είναι σίγουρο ότι θα έγραφε αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη να γεννήσει η δική του ανησυχία, η δική του μουσική συμπεριφορά, το δικό του ήθος, χωρίς απλοποιήσεις και ευκολίες που θα κολάκευαν το ακροατήριο».
Το αλάνθαστο ένστικτο του Μίκη ήταν ένα ακόμη στοιχείο της φυσιογνωμίας του στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση: «Τα τραγούδια του λειτουργούν σαν προπομπός της ιστορικής στιγμής που θα ακολουθήσει… Ο Μίκης έμελλε, δεκαετίες πριν, προφητικά να διαβλέψει την τύχη των γειτόνων λαών που σήμερα ”για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή” γίνεται κινητήριος δύναμη, βοήθεια εναντίον της βραδυπορίας, ελπίδα ακόμη και σύγχρονη αισθητική αγωγή για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες της πατρίδας μας. Ο Μίκης γεννιέται, ζει και μεγαλώνει μέσα στην Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, και μεγαλώνει ο ίδιος την Ιστορία της. Σε μία αμφίδρομη και διαρκή σχέση τρυφερή, ανοικτή και διαλεκτική, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι παιδί της Ιστορίας και του πολιτισμού, μίας περιόδου έντονης, πολυτάραχης και συγχρόνως συνδιαμορφωτής της».
Μίμης Ανδρουλάκης: «Θα έχουμε πολλές επιστροφές του Μίκη»
Με μία ιστορική σύμπτωση, που έχει ιδιαίτερο συμβολισμό, άνοιξε τη χθεσινή ομιλία του ο βουλευτής και στενός φίλος του Μίκη Θεοδωράκη, Μίμης Ανδρουλάκης: «Ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται πρώτη φορά γνωστός από τον Τύπο στις 12 Μαΐου του 1950, όταν στο “Εθνος” ο Μανώλης Καλομοίρης γράφει ότι εμφανίστηκε ένας νεαρός με πολύ μεγάλο ταλέντο, ο οποίος έχει αίσθηση των χρωμάτων στη μουσική.
Από το “Εθνος”, λοιπόν, ξεκινάει η δημόσια παρουσία του. Γι’ αυτό συγχαίρω το “Εθνος” που προσφέρει στο κοινό την αυτοβιογραφία του».
Με τον γλαφυρό και χειμαρρώδη λόγο του ο Μίμης Ανδρουλάκης μίλησε για το πολύπλευρο «θεοδωρακικό σύμπαν», για τις πολλές και διαφορετικές διαστάσεις του Μίκη, για τη μεγαλοφυΐα του, για την αέναη διαχρονικότητά του.
«Είναι ηγέτης ο Θεοδωράκης;», διερωτήθηκε, μεταφέροντας έτσι ένα ερώτημα που απασχολεί και τον ίδιο τον συνθέτη. Για να δώσει αμέσως μετά ο ίδιος την απάντηση: «Ηγέτης γίνεσαι όταν το εσωτερικό σου ρολόι συγχρονίζεται με το ρολόι της Ιστορίας. Πείτε μου ποιος άλλος είναι πιο αντιπροσωπευτικός σε αυτόν τον συγχρονισμό. Κι αν ήταν εδώ ο Μίκης, θα του θύμιζα αυτό που του είχε πει κάποτε ο Χαρίλαος: “Εμένα ποιος θα με θυμάται μετά από 100 χρόνια; Κανείς. Ενώ εσένα θα σε θυμούνται και μετά από 500 χρόνια…».
«Ποιος είναι ο δαίμονας που βρίσκεται μέσα στον Μίκη;», ήταν ακόμη ένα ερώτημα που επιχείρησε να απαντήσει χθες ο Μίμης Ανδρουλάκης.
«Ας πούμε ότι είναι ένα παθιασμένο, ανυπότακτο, άναρχο, αχόρταγο, αρχέγονο, απελπισμένο, πένθιμο, πρωτεϊκό “εγώ”. Κι ενώ όλοι ψάχνουμε ποια είναι η πιο αντιπροσωπευτική διάστασή του, εκείνος ανήκει σε αυτήν την κατηγορία που στα μαθηματικά λέμε υπερσφαίρες».
Κι έπειτα περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο τον Κρητικό Μίκη Θεοδωράκη: «Ο Θεοδωράκης είναι Κρητικός. Και όπως ορίζει ο Καζαντζάκης τον Κρητικό είναι αυτός που δεν βάζει κερί στα αυτιά του για να μην ακούει το τραγούδι των Σειρήνων. Τις αρπάζει από τα μαλλιά τις Σειρήνες, τις βάζει στο κατάστρωμα και ταξιδεύει μαζί τους. Οι Σειρήνες είναι ιδέες, είναι μελωδίες, είναι πρωτοβουλίες, είναι ακόμη και γυναίκες. Υπάρχει αυτός ο θεοδωρακικός εκλεκτικισμός που δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε πάντα, αλλά έχει έναν αδιάσπαστο, βαθύτερο εσωτερικό πυρήνα, στον οποίο επιστρέφει διαρκώς, ενώ οι εξωτερικοί φλοιοί μπορούν να μεταβάλλονται σε άπειρες διονυσιακές μεταμορφώσεις».
«Στον Κάτω Κόσμο»
Θέλοντας μάλιστα να δώσει έμφαση στο διαρκές «παρών» του Μίκη, ο Μίμης Ανδρουλάκης τον παραλλήλισε με τον Επιμενίδη: «Ο Μίκης εισήγαγε μία θεοδωρακική διαλεκτική, μία θεοδωρακική μυθολογία, μία θεοδωρακική μεθοδολογία. Πολλές φορές αδυνατούμε να τον καταλάβουμε. Μέσα σε αυτήν τη διαλεκτική ο Μίκης κατεβαίνει κατά καιρούς στον Κάτω Κόσμο. Ο ίδιος, δε, είναι σαν τον Επιμενίδη που είχε το χάρισμα να ζει σε διαφορετικές εποχές. Ο Μίκης, λοιπόν, θα διακόπτει τον… θεοδωράκειον ύπνον και θα επιστρέφει πάντα όταν τον χρειάζεται η Ελλάδα για να την απαλλάσσει. Θα έχουμε πολλές επιστροφές του Μίκη Θεοδωράκη», είπε χαρακτηριστικά.
Κι έκλεισε την ομιλία του λυρικά και συγκινητικά, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο φαντάζεται πως θα μπορούσαν να γιορταστούν τα 100 ή τα 200 χρόνια του Μίκη: «Το φαντάζομαι σαν μία σκηνή από την “Οδύσσεια”. Ξεβράζει το κύμα έναν ηλικιωμένο ναυαγό. Τον βλέπει μία κοπέλα που λέγεται Ναυσικά και του λέει “έλα στο αρχοντικό μου”. Και εκεί ακούει ένα τραγούδι και ο ξένος κλαίει. “Γιατί κλαις, ξένε;” τον ρωτούν. Κι εκείνος απαντά: “Αυτό το τραγούδι που τραγουδείς το έχω γράψει εγώ…”».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΟΥΤΖΑΚΗΣ: Διψάει πάντα για διάλογο
Στην «πολύριζη, πολύπλευρη, πολύχρωμη προσωπικότητα» του «στοχαστή» Μίκη Θεοδωράκη στάθηκε ο καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας και Επιστημολογίας της Ψυχολογίας στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιάννης Κουγιουμουτζάκης. «Από παιδί έως σήμερα ο Μίκης, μέσα στο ρεαλιστικό πλέγμα των στοχασμών και των αναστοχασμών του, κράτησε άθικτη την ικμάδα και την αθωότητα του παιδιού. Παρέμεινε ένα αθώο παιδί που διψάει για διάλογο», τόνισε. Η τέχνη του «συν» καθορίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, υποστήριξε. Το «συν του συνάδην, τη σύζευξη χριστιανισμού και μαρξισμού, τη συναδέλφωση των Ελλήνων μετά τα δεινά του Εμφυλίου, τη σύνθεση τέχνης και πολιτικής». Εκεί ήταν «πρωτοπόρος» διευκρίνισε. «Φοβάμαι ότι οι πολιτικοί δεν κατάλαβαν ποτέ με τι πήγε να τους μπολιάσει. Ηταν επικίνδυνος στα κόμματα του κομματιάσματος. Αυτός ονειρευόταν σύνθεση. Τη συνένωση της διασπασμένης ελληνικής Αριστεράς, τη σύμπραξη μουσικής και ποίησης. Τη συμμαχία λαϊκού κι έντεχνου τραγουδιού, τη συνένωση όλων των πολιτικών δυνάμεων που απαιτούσε ο αγώνας για την πτώση της χούντας… Τη συνήχηση λόγου και πράξης. Τη συνεργασία τέχνης κι επιστήμης. Τη συνύπαρξη απολλώνιας και διονυσιακής ζωής». Για την κατανόηση όλων των παραπάνω δίνει «κλειδί» κι «εννοιολογικό εργαλείο» μια «απλή εφηβική θεωρία, τη θεωρία του Μίκη για τη συμπαντική αρμονία». Σήμερα «ψάχνουμε λέξεις που δυστυχώς δεν αρκούν για να τον περιγράψουν», υπογράμμισε. «Θα τον κατανοήσουν οι άνθρωποι του μέλλοντος και θα τον τιμήσουν καλύτερα από μας. Εμείς τον τιμούμε ως δημιουργό και συνθέτη, ποιητή, λογοτέχνη κι επιστήμονα, πηγή πολιτισμού, πολίτη και πατριώτη ευαίσθητο στα δεινά των κατατρεγμένων ανθρώπων άνθρωπο».
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: Εχει χαραχθεί μες στην ψυχή
«Η σχέση μου με τον Μίκη είναι καρμική», είπε ο Γρηγόρης Βαλτινός, για να «διορθώσει» στη συνέχεια ότι αυτό δεν είναι «προνόμιο» μόνο δικό του. «Δεν λέω κάτι καινούργιο. Ποιος Ελληνας δεν αισθάνεται ότι η σχέση του με τον Μίκη είναι καρμική; Κι αυτό όχι γιατί ο Ελληνας ήταν δίπλα στον Μίκη, αλλά γιατί ο Μίκης ήταν πάντα δίπλα στον κάθε Ελληνα ξεχωριστά», σε κάθε έκφανση της ζωής του. Ο πρωταγωνιστής, μιλώντας από καρδιάς, χωρίς σημειώσεις, θυμήθηκε, μαθητής στη σχολή ακόμη, ότι τα μαθήματα φωνητικής και μουσικής, σχετίζονταν με τραγούδια του Μίκη από όλο το φάσμα του έργου του. Περνώντας τα χρόνια και πρωταγωνιστώντας, πρόσφατα, στην παράσταση «Ποιος τη ζωή μου», που είχε ως θέμα τη ζωή του Μίκη, αντιλήφθηκε ότι ο συνθέτης λειτουργεί σαν ασφάλεια για τον κόσμο, είναι αυτό που λέμε «η επιστροφή στους κλασικούς». Το συγκινητικό σε όλο αυτό, όπως παρατηρεί, δεν είναι ο αντίκτυπος του Μίκη μόνο σε γενιές που έζησαν τη δικτατορία. «Τις ίδιες αντιδράσεις έχουν και οι νέοι άνθρωποι», υπογραμμίζει. Και φέρνει ως παράδειγμα τη βραδιά στην πρεμιέρα της παράστασης «Ποιος τη ζωή μου», όταν στο «Θα σημάνουν οι καμπάνες» το κατάμεστο θέατρο, όρθιο, εν χορώ, τραγουδούσε. «Δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας», ανέφερε. «Η μεγαλύτερη προσφορά του Μίκη, πέραν όλων αυτών που έχει γράψει», είναι ότι «παραμένει νέος και πολλές φορές πολύ πιο νέος από τους νέους κάθε εποχής. Συνεχίζει να εμπνέει τους νέους και να είναι πρωτοπόρος. Πριν από αυτούς». Γιατί «ο Μίκης είναι κλασικός. Κάθε δημιουργία του μοιάζει με τη δημιουργία του Σύμπαντος: είναι μοναδική. Εχει χαραχθεί μες στην ψυχή με φωτιά… Πάντα οι Ελληνες όταν θέλουν να πιουν νερό από την πηγή θα καταφεύγουν στον Μίκη», κατέληξε ο Γρηγόρης Βαλτινός.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΑΤΟΣ: Αγαπά τρελά τη ζωή…
«Είναι σπουδαία η πρωτοβουλία του “Εθνους της Κυριακής”, κυρίως γιατί αποτελεί έναν σύγχρονο τρόπο να φτάσουν στον ελληνικό λαό κείμενα δυστυχώς άγνωστα. Και είναι κείμενα σπουδαία, γιατί αποτελούν ένα ζωντανό μάθημα Ιστορίας…», υπογράμμισε χθες ο ζωγράφος και συγγραφέας Ανδρέας Μαράτος. Ηταν κι αυτός ένα από τα πρόσωπα που επέλεξε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης να μιλήσουν για εκείνον με αφορμή την προσφορά της αυτοβιογραφίας του από την εφημερίδα. Και δικαίως, καθώς ο ίδιος έχει «βουτήξει» βαθιά στα απύθμενα νερά του «βυθού» του μεγάλου συνθέτη μέσα από το βιβλίο του με τίτλο «Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης. Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του». Ο Ανδρέας Μαράτος, λοιπόν, σκιαγράφησε την προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη με τους εξής χαρακτηρισμούς: «Είναι ένας άνθρωπος διάφανος, ένας άνθρωπος διψασμένος για ελευθερία. Συμμετέχει, χωρίς στεγανά, και ως δημιουργός και ως άνθρωπος σε ένα διαρκές αίτημα όχι μόνο εθνικής, αλλά και κοινωνικής και προσωπικής απελευθέρωσης. Αγαπά τρελά τη ζωή και ζητά, απαιτεί από τον άνθρωπο που είναι απέναντί του να στέκεται όρθιος, με το κεφάλι ψηλά απέναντι στο μέλλον…». Αναφερόμενος σε εκείνους που έρχονται σε σύγκρουση επικαλούμενοι τις πολλές και διαφορετικές διαστάσεις του Μίκη, υπογράμμισε με νόημα πως «ο Θεοδωράκης έχει ταυτότητα που τη δηλώνει ο ίδιος και δεν χρειάζεται να τη διεκδικεί κανείς». Οσο για τις επιθέσεις που έχει δεχτεί κατά καιρούς ο συνθέτης, τις απέδωσε στο γεγονός ότι «ο Μίκης είχε πάντα το θάρρος της γνώμης του».
Και κατέληξε λέγοντας πως «τα βιβλία αυτά που προσφέρει το “Εθνος της Κυριακής” αποδεικνύουν πως όλα τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη είναι ζυμωμένα στο καμίνι της Ιστορίας».