17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Ο Νεραϊδοπαρμένος Λυράρης

Ημερομηνία:

Της Ιωάννας Σφακιανάκη

Τον Θρύλο αυτό θα σας μεταφέρω από το εξαιρετικό βιβλίο του συνταξιούχου δάσκαλου κ. Βασίλη Χαρωνίτη. Ο εξαιρετικός αυτός δημιουργός, κ. Βασίλης Χαρωνίτης έχει μεγάλη αγάπη στα παιδιά, με τα οποία πορεύτηκε μια ολόκληρη ζωή στην δημόσια εκπαίδευση. Και φαίνεται, διότι ακόμη πασχίζει μέσα από δημοσιεύματα σε περιοδικά, εφημερίδες ή παιδικά σάιτ, μέσα από την ποίηση, την λογοτεχνία και το δοκίμιο να προσφέρει απλόχερα τη γνώση, αλλά κυρίως το συναίσθημα. Τα βιβλία του απευθύνονται όχι μόνο στα παιδιά, αλλά και σε όλους εμάς που αγαπάμε το διάβασμα, βάζοντας μας με γλαφυρό, μαγικό, θα έλεγα τρόπο στην εικόνα, στον χωροχρόνο που εκτυλίσσεται ο Θρύλος, ή η παράδοση, κάνοντας μας να αμφιβάλουμε αν όντως είναι Μύθος ή πραγματικότητα.

Στο σημερινό μας αφιέρωμα που είναι από το βιβλίο του «Η Κρήτη των Θρύλων», θα σας μεταφέρω ένα κεφάλαιο που με συγκίνησε πολύ, γιατί ο Θρύλος αυτός μου θυμίζει έναν θρύλο της Επαρχίας μου, τον Θρύλο του Νεραϊδοκόλυμπου στο Χαυγά στο οροπέδιο Λασιθίου, αλλά κυρίως γιατί μοιάζει η ιστορία αυτή με τους υπέροχους στίχους του Κωστή Φραγκούλη που μελοποίησε και τραγούδησε συγκλονιστικά ο μεγάλος μας δάσκαλος της Κρητικής Λύρας ο Κώστας Μουντάκης.

Ο Νεραϊδοπαρμένος Λυράρης

Του Ομαλού το Οροπέδιο και της Σαμαριάς το φαράγγι αποθαυμάζουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες, δικοί μας και ξένοι.

Μα πέρα απ’ αυτά, στα 39 χιλιόμετρα της διαδρομής από τα Χανιά ίσαμε το Ξυλόσκαλο, είναι τόσες οι εναλλαγές του τοπίου και τόσα τα αξιοθέατα, που δεν ξέρει κανείς ποιο να πρωτοθαυμάσει.

Και πρώτα ο κάμπος της Αγιάς με τις φυλακές, που υπήρξαν το «Χαϊδάρι της Κρήτης» στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Ύστερα, η γέφυρα του Κερίτη με το μνημείο των 118 μαρτύρων. Στη συνέχεια οι μαγευτικοί πορτοκαλεώνες και το χωριό Φουρνές.

Από τα ριζώματα η θέα κάτω είναι μαγευτική. Μετά το λεβεντοχώρι, τους Λάκκους, ακολουθεί η αγριάδα της Μαδάρας. Ασυναίσθητα έρχεται στα χείλη το τραγούδι: «Πότες θα κάμει ξαστεριά, πότες θα φλεβαρίσει…».*

Ο δρόμος όλο στροφές φέρνει στα μάτια καινούργιες εντυπώσεις. Το τοπίο γίνεται αγριότερο. Να οι Φώκιες, να του Βέργερη ο Λάκκος και, τέλος στο γύρισμα του δρόμου παρουσιάζεται ο κάμπος του Ομαλού.

Άμα βρεθείς εκεί θα σταματήσεις. Κοιτάζεις γύρω. Η φοβερή αγριάδα, η άγρια ομορφιά των βουνών σε συνεπαίρνει. Ο Γκίγκιλος, οι Πάχνες, τα’ Αγκαθωπής το πλάι και οι άλλες κορφές σε ζώνουν σαν τιτανικό τείχος και σε κάνουν να νοιώθεις δέος.

Που και που ξεχωρίζεις κανένα δέντρο, ολομόναχο, σκεβρωμένο απ’ τον άνεμο μα ζωντανό κι απροσκύνητο. Κι είναι η ζωή του μια παράφορη πρόκληση μέσα σε τούτη την αλλοφροσύνη της δημιουργίας που σε γεμίζει θαυμασμό.

Ψηλά ο ουρανός αραδιάζει τον κόσμο του και κάνει εντονότερη την παρουσία του. Πολλές φορές φοβερίζει σε ώρες αναπάντεχες. Μέσα σε τούτη τη μεγαλόπρεπη και τραχιά κορνίζα αναπαύεται ήρεμα η γης του Ομαλού.

Ξανακοιτάζεις γύρω. Τα βλέπεις όλα. Το βλέμμα σου τ’ αγκαλιάζει με λαχτάρα. Καλοτυχίζεις τον εαυτό σου που έκαμε τούτη την ανάβαση. Ύστερα συνεχίζεις, για να βρεθείς σε λίγο στ’ οροπέδιο.

Εδώ πολλά μπορείς να δεις και να θαυμάσεις: Τον Πύργο του Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, την εκκλησιά του Αϊ-Παντελεήμονα, τα σπιτάκια των βοσκών, το Ξυλόσκαλο, τις σπηλιές… Όλα τούτα είναι δεμένα με το Θρύλο και την Ιστορία…

Παρατηρώντας τα, σίγουρο είναι πως δεν θα δεις τα στοιχειά και τα πνεύματα. Αν όμως είσαι τυχερός, μπορεί να συναντήσεις εκεί κοντά κάποιο γέρο, που να σου ιστορίσει αυτά που δε βλέπουν οι συνηθισμένοι άνθρωποι.

Και πρώτ’ απ’ όλα για το νεραϊδοπαρμένο λυράρη: Σε τούτα, λέει τα θεόχτιστα μέρη, στον Ομαλό, στη Μαδάρα, στο Φάραγγα, ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας βοσκός. Ήταν λεβεντονιός, διαλεχτό παλικάρι και έπαιζε λύρα που μάραινε καρδιές. Κανείς δεν τον ήξερε με τ’ όνομα του. Λυράρη τον φώναζαν και Λυράρης έμεινε. Καθόταν πάνω στους βράχους, στη σκιά των δέντρων, κοντά σε νεροπηγές ή σε σπηλιές, που βρίσκονταν τριγύρω και έπαιζε… Έπαιζε είναι μια κουβέντα, γιατί, αυτό που έβγαιν’ απ’ τη λύρα του δεν ήταν παίξιμο΄ ήταν ουράνια μελωδία…

Ένα καλοκαίρι τον άκουσαν μερικοί και ζεστάθηκαν. Κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε πως ο λυράρης που όμοιός του δεν είχε γεννηθεί σ’ όλη την Κρήτη, παράβγαινε στον Ομαλό με τον αγέρα και με τα πουλιά στο παίξιμο. Σιγά σιγά αρχίνησαν κι ανέβαιναν, νέοι και γέροι, ν’ ακούσουν τη φωνή της λύρας που ιστορούσε της καρδιάς τα βάσανα, που έλεγε τις ομορφιές του κόσμου.

Κάποτε ο λυράρης χάθηκε. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Τον αναζήτησαν παντού, μα δεν βρέθηκε πουθενά. Μήνες και χρόνια πήρε η αναζήτηση μα… πού ο λυράρης!  Στο τέλος τον τύλιξε μαζί με τη λύρα του ο Θρύλος…

Μια νύχτα λέει, μια αφέγγαρη νύχτα, Οχτώβρης ήταν, Νοέμβρης ήταν, ποιος μπορεί να το βεβαιώσει, ο βοριάς είχε ξεπορτίσει και χιμούσε κατά το φαράγγι μουγκρίζοντας, ο ουρανός βογκούσε απειλητικός, η βροχή έδερνε μανιασμένη τους ασφεντάμους και τα κυπαρίσσια και οι χείμαρροι κινούσανε να πνίξουνε τη γης. Κείνη τη νύχτα ο λυράρης βρέθηκε στην αρχή του Ομαλίτικου κάμπου και, για να μη βραχεί η λύρα του, μπήκε στο σπήλιο του Τζανή.

Αμέσως μια ζεστασιά παράξενη τον τύλιξε. Κάτι σαν οπτασία τον συνεπήρε. Μικρές λιμνούλες με νερό υπήρχαν στη σπηλιά και μέσ’ απ’ το νερό ανάβλυζαν γυναίκες πανύψηλες και λυγερές, με κορμί σαν το κρινόφυλλο και με πρόσωπο σαν το φεγγάρι τ’ ολόγιωμο. Τα ξανθά μαλλιά τους έπεφταν ποταμός από χρυσάφι ίσαμε τα γόνατα και φορούσαν του κόσμου τα στολίδια.

Ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν. Μα τι χορός ήταν αυτός, τι ομορφιά, τι μεγαλείο, τι πλαστικότητα… αέρας ήταν, πνοή, σαν το πούπουλο στον άνεμο, σαν τον ατμό στον ήλιο… δεν χόρευαν πετούσαν! Κι ο λυράρης χωρίς να ξέρει πως και γιατί, έπιασε τη λύρα του και χωρίς να λογαριάζει που βρισκόταν άρχισε κι έπαιζε, συνοδεύοντας το χορό. Οι ώρες περνούσαν, ο χορός συνεχιζόταν κι ο λυράρης ξετρελαμένος απ’ τις νεράιδες- γιατί νεράιδες ήταν- σαν να μη βρισκόταν στη γη έπαιζε κι έπαιζε κι έπαιζε…

Ύστερα τις ακολούθησε παραλοϊσμένος και χάθηκε μαζί τους…

Από τότε δεν ξαναφάνηκε στο φως του ήλιου. Μονάχα τις αφέγγαρες νύχτες ξανάρχεται με τις νεράιδες στον Ομαλό, στο σπήλιο του Τζανή και συνοδεύει το χορό τους.

Παίζει και ξαναπαίζει με τη λύρα του λυπητερούς σκοπούς, χωρίς να κουράζεται, χωρίς να σταματά, χωρίς να παίρνει ανάσα. Οι κορφές, τα γκρεμνά και τα λαγκάδια παίρνουν κι αχολογούν τον μαγικό σκοπό του σ’ όλη τη γύρω πλάση…

Κάποτε τον άκουσε ένας νιος που ‘χε μεράκι με τη λύρα και ξετρελάθηκε. Κι αποφάσισε να πάει κοντά του και να μάθει. Μια γριά τον ορμήνεψε να κάμει έναν κύκλο μ’ ένα σταυρό στη μέση κι εκεί να κάτσει, για να μην τον πειράξουν οι ξωτικές. Έτσι έκαμε. Πήρε τη λύρα του και πήγε στο Σπήλιο. Κάθισε στον κύκλο με το σταυρό και περίμενε υπομονετικά. Κάποια ώρα φάνηκε ο νεραϊδοπαρμένος λυράρης κι αρχίνησε να παίζει ενώ γύρω του οι νεράιδες χόρευαν. Οι ώρες κυλούσαν η μια ύστερ’ από την άλλη κι ο χορός δεν έλεγε να σκολάσει. Μονάχα σαν άρχισαν να λαλούν οι πετεινοί χάθηκαν όλα κι έμεινε ολομόναχος ο νιος.

Τότε έπιασε ασυναίσθητα το δοξάρι κι έπαιξε. Ο ήχος που βγήκε απ’ τη λύρα του, μούδιασε το κορμί του. Χωρίς να ξέρει πως, έπαιζε όπως εκείνος που πριν μάγευε τις νεράιδες… τέλεια…!

Απ’ αυτόν μαθεύτηκε το μυστικό. Αυτός το μολόγησε. Κι ορμήνευε σ’ εκείνους που παρακαλεστικά τον πίεζαν να τους διδάξει, πως έπρεπε ν’ ακούσουν τον νεραϊδοπαρμένο λυράρη. Όσων η καρδιά το ‘λεγε, πήγαιναν και τον άκουγαν. Και γίνονταν όμοιοι με ‘κείνον…

Αυτοί υπήρξαν οι μεγάλοι, οι γνήσιοι λυράρηδες της Κρήτης. Αυτοί που έκαμαν τον πόνο μας τραγούδι και τη χαρά μας τρανό ουρανολάλημα.

Για ένα τέτοιο μεγάλο λυράρη* έγραψε κι ο Κωστής Φραγκούλης το παρακάτω τραγούδι:

« Σ’ ενούς λυράρη την αυλή εκόνεψεν ο χάρος

κι ανεσηκώθη ο λυρατζής παλιό κρασί να φέρει

λες κι ήτο φίλος του ακριβός να τονε τραπεζώσει

και ξεκρεμά τη λύρα ντου, γλυκό σκοπό να παίξει

λες, κι ήτονε κανάς γλεντζές να τονε ξεφαντώσει.

 

-Άφησ’ το δίσκο λυρατζή κι απόθεσε τη λύρα

στέρεψε το δοξάρι σου για δεν το ξαναπιάνεις

και κάτσε να χαζιρευτείς τα σκολινά σου βάλε

γιατί σε παίρνω σύναυγα και πας, στον Κάτω Κόσμο..

 

-Χάρε αν θέλεις άφησ’ με τη λύρα μου να πάρω

απού μιλούν οι κόρδες τση και κλαίει ο καβαλάρης

και το γερακοκούδουνα του δοξαριού δηγούνται

τ’ Απάνω Κόσμου τσοι χαρές τση νιότης τα τσαλίμια

την ομορφιά των κοριτσιών τση λεβεντιάς τη χάρη

και μιας αγάπης μου παλιάς το κάμω πασιγέτι

που μου διπλοπαράγγελνε τη λύρα μη ξεχάσω

στον κάτω κόσμο όντε θα ‘ρθω…            

 

-Δε στην αφήνω ζάβαλε καλλιά ‘χω να τη σπάσεις

γιατί με το δοξάρι σου σηκώνεις ποθαμένους

και θ’ αρχινήξεις κοντυλιές να ταραχίσεις τσ’ άντρες

να ξεμυαλίσεις κοπελιές να ξετρουμίσεις γέρους

και δα πλανέψεις τα μωρά να κλαίνε για κανάκια.

Και δα μισήσουν τα κελιά του  ν- Άδη τα καστέλλια

κι ούλοι δα θένε να  ‘ρθουνε στον κόσμο τον απάνω

που ‘χετε σκόλη κάθα οχτώ και κάθε τρεις σεΐρι

και πάσ’ αργά ξεφάντωση και ζεύκα κι αρρεβώνες..»

 

*Το τραγούδι αυτό με τη γλυκόλαλη λύρα του τραγούδησε ο αξέχαστος μεγάλος δάσκαλος της Κρητικής λύρας, Κώστας Μουντάκης.

Εδώ το βίντεο:  https://www.youtube.com/watch?v=VpwAmHbf52s

Στα χώματα της Κρήτης φάνηκαν όχι ένας, μα πολλοί, πάρα πολλοί άξιοι λυράρηδες, μάγοι της κρητικής μουσικής. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αρκετοί. Άμα βρεθείτε σε πανηγύρι, σε γάμο ή σ’ όποια άλλη χαρά κι ακούσετε τη λύρα ν΄ αναστενάζει στα χέρια του λυρατζή σκύψετε με ευλάβεια και θυμηθείτε τον Σπήλιο του Τζανή στον Ομαλό και τον χαμένο, τον νεραϊδοπαρμένο γλυκόλαλο λυράρη….

 

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ