Πού ζούσαν οι προϊστορικοί «Ευρωπαίοι»; Σε διάφορες περιοχές της ηπείρου, πολλές από τις οποίες είναι σήμερα καταποντισμένες στον βυθό των θαλασσών. Κι αν η διαπίστωση αυτή, στην οποία έχουν καταλήξει αρχαιολόγοι και θαλάσσιοι γεωεπιστήμονες, δεν εντυπωσιάζει αρκετά, η παρακάτω παράμετρος σίγουρα την κάνει πιο ενδιαφέρουσα.
Τα υποθαλάσσια, σήμερα, προϊστορικά τοπία βρίσκονται ακόμα εκεί, στην ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα, έτοιμα να εντοπιστούν και να μελετηθούν από τους ειδικούς.
Αλλά για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να προηγηθεί μια στρατηγική για τη συγκεκριμένη έρευνα, όπως αυτή που εισηγείται το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη Θάλασσα (European Marine Board ή ΕΜΒ), το πανευρωπαϊκό δίκτυο από 35 εθνικά ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα από 18 χώρες, μεταξύ των οποίων και το ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών).
Ποιο όμως είναι το έργο του; «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τη Θάλασσα (ΕΜΒ) επιχειρεί να ορίσει τους άξονες πάνω στους οποίους πρέπει να αναπτυχθεί η θαλάσσια έρευνα. Γι αυτόν τον λόγο επεξεργάζεται επιστημονικές προτάσεις που τεκμηριώνουν τις κατευθύνσεις και προτεραιότητες της μελλοντικής έρευνας.
Μία από αυτές αφορά τα καταβυθισμένα προϊστορικά τοπία, που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή υφαλοκρηπίδα, ένα καινούργιο ερευνητικό “μονοπάτι” που τώρα χαράζεται για να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές της πρώιμης ιστορίας μας» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Νένα Γαλανίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που μαζί με άλλους 12 αρχαιολόγους και ωκεανογράφους συνέταξαν πρόσφατα τις προτάσεις τους για το νέο ερευνητικό πεδίο, που «αναδύεται» από τη θάλασσα.
Τίτλος του πονήματος «Land Beneath the Waves» και επιμελητής του ο Nick Flemming, πρωτοπόρος στην υποθαλάσσια αρχαιολογική έρευνα.
Ποια όμως είναι αυτά τα υποθαλάσσια τοπία της προϊστορίας και πώς δημιουργήθηκαν; «Η αυξομείωση της θαλάσσιας στάθμης είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 1 εκατομμυρίου χρόνων, η ταπείνωση της θαλάσσιας στάθμης μερικές φορές έφτανε ακόμα και στα -120 μ., προσθέτοντας δηλαδή στο τμήμα της στεριάς που ήταν διαθέσιμο στους πληθυσμούς της Παλαιολιθικής Εποχής έως και επιπλέον 40% από αυτό που είναι διαθέσιμο σήμερα.
Το δείγμα, λοιπόν, των προϊστορικών θέσεων και ευρημάτων στη στεριά είναι μόνο ένα μέρος αυτού που είχε στη διάθεσή του ο παλαιολιθικός άνθρωπος, καθώς η θαλάσσια στάθμη άρχισε να ανεβαίνει πριν από 12.000 χρόνια και έφτασε στα σημερινά επίπεδα πριν από περίπου 5.000 χρόνια, σχηματίζοντας το παράκτιο και νησιωτικό τοπίο που υπάρχει.
Εξετάζοντας, λοιπόν, την ιστορία της Μεσογείου και των Ευρωπαϊκών θαλασσών σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, παρατηρούμε την αυξομείωση της θαλάσσιας στάθμης και τις συνέπειές της για τις προϊστορικές κοινωνίες.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας παγετώδους περιόδου -λόγω της ξηρασίας και των χαμηλών θερμοκρασιών- το νερό των ωκεανών “παγιδευόταν” στους παγετώνες των πόλων, η θαλάσσια στάθμη υποχωρούσε και περιοχές που είναι σήμερα στον βυθό αποτελούσαν παράκτιες ζώνες.
Σε αυτές τις πολύ πλούσιες σε φυσικούς πόρους ζώνες ζούσαν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της προϊστορίας» εξηγεί η κ. Γαλανίδου, γνώστρια του θέματος, λόγω και των ερευνών της στο εσωτερικό αρχιπέλαγος του Ιονίου με επίκεντρο το Μεγανήσι.
Και πού κατέληξε η ομάδα εργασίας για το θέμα; «Ότι το επιπλέον κομμάτι, που σήμερα βρίσκεται στον βυθό, χρήζει να προσεγγιστεί ως τμήμα της ευρωπαϊκής κληρονομιάς, πολιτιστικής και φυσικής, να καταγραφεί, να μελετηθεί και να προστατευθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους υπόλοιπους αρχαιολογικούς χώρους και τα τοπία που τους περιβάλλουν στη στεριά.
Με βάση τα παραπάνω το πρωτεύον στη συγκεκριμένη έρευνα, είναι η χαρτογράφηση των υποβρύχιων προϊστορικών τοπίων» αναφέρει και προσθέτει:
«Στο σημείο αυτό διαφοροποιείται ο καινούργιος αυτός τομέας έρευνας από την ενάλια αρχαιολογία. Δεν ψάχνουμε για ναυάγια ή οικισμούς στον βυθό, αλλά για τα τοπία στα οποία ζούσε ο προϊστορικός άνθρωπος πριν από την εποχή των μόνιμων εγκαταστάσεων.
Το αρχαιολογικό αυτό ερώτημα κινητοποιεί την έρευνα – κι όχι π.χ. το ναυάγιο ή η ανέλκυση ευρημάτων από το βυθό.
Η προσέγγισή του απαιτεί την τεχνογνωσία των θαλασσίων γεωεπιστημών ώστε να χρησιμοποιηθούν απλές ή πιο σύνθετες τεχνικές σάρωσης και αποτύπωσης του βυθού.
Η παλαιολιθική αρχαιολογία δεν εξαντλείται στο εύρημα -που σπάνια είναι εντυπωσιακό- αλλά προσπαθεί να το εντάξει στη δυναμική της ανθρώπινης ιστορίας και στη διάδρασή της με το περιβάλλον.
Μελετά την ανθρώπινη δραστηριότητα σε διανύσματα χρόνου πολύ μεγάλα και πυκνά, διαφορετικά από αυτά με τα οποία είμαστε σήμερα εξοικειωμένοι.
Με άλλα λόγια, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς βρίσκεται στον βυθό, δεν είναι ορατό και δεν έχει τις ίδιες απαιτήσεις στην έρευνα με τις αντίστοιχες της γνωστής ενάλιας αρχαιολογίας.
Αυτόν τον βυθό, λοιπόν, πρέπει να προστατεύσουμε, όχι μόνο γιατί θέλουμε αλιεύματα ή “γαλάζια” ανάπτυξη, αλλά και επειδή εκεί είναι, ανέγγιχτα τις περισσότερες φορές, τα τοπία στα οποία έζησαν οι προϊστορικοί άνθρωποι της Ευρώπης και της Μεσογείου 100, 200 ή 600 χιλιάδες χρόνια πριν».
Όσο για την εμπειρία που αποκόμισε από τη συμμετοχή της στην ομάδα εργασίας του ΕΜΒ, δηλώνει: «Ήταν πολύτιμη.
Το ΕΜΒ λειτουργεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ των ειδικών που κάνουν προτάσεις για διάφορα ερευνητικά πεδία και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας που χρηματοδοτεί την έρευνα.
Μακάρι να είχαμε κι εδώ έναν αντίστοιχο φορέα που να χαράσσει τη στρατηγική και τις προτεραιότητες στην αρχαιολογία, στην ιστορία, στις κλασικές σπουδές και στη συνέχεια να εισηγείται στον Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας σχετικές θεματικές ενότητες.
Είναι ένας δρόμος που δεν τον ακολουθούμε με αποτέλεσμα η βασική έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες να υστερεί.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να ηγηθεί μιας τέτοιας προσπάθειας που θα συνέβαλε στην προώθηση της αρχαιολογικής και όχι μόνο έρευνας.
Αυτό θα λειτουργούσε ως οξυγόνο στην κοινή Ευρωπαϊκή κληρονομιά που ασφυκτιά σήμερα σε συνθήκες κρίσης, πρωτίστως ταυτότητας και αξιών».
ΑΠΕ