Η εκτέλεση του Αιγύπτιου εμπόρου ναρκωτικών στα Εξάρχεια, με το ψευδώνυμο Χαμπίμπι, από την πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση Ένοπλες Ομάδες Πολιτοφυλάκων, θορύβησε την ηγεσία της ΕΛΑΣ που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξάρθρωσε μια από τις συμμορίες της αλβανικής μαφίας που «παίζουν μπάλα» στο εμπόριο ναρκωτικών, στα Εξάρχεια.
Τρεις σφαίρες των τρομοκρατών και μια πολυσέλιδη ανάληψη ευθύνης που έβαζε την «υπογραφή» της κηρύσσοντας τον έως τότε ακήρυκτο πόλεμο των ναρκωτικών στην Πλατεία Εξαρχείων, αρκούσε για να «ανοίξουν στόματα» και να αποκαλύψουν πρόσωπα και πράγματα.
Παράλληλα, η άρση απορρήτου στα κινητά που βρέθηκαν στο σπίτι του Αιγύπτιου κακοποιού, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Άλες Μοχάμεντ και ήταν γνωστός στην κλειστή κοινωνία των Εξαρχείων για τις απειλές και τους πολλές φορές αναίτιους ξυλοδαρμούς σε βάρος μελών του αντιεξουσιαστικού χώρου, βοήθησαν τη Δίωξη Ναρκωτικών να «λύσει» πολλά από τα ερωτηματικά που είχαν προκύψει στους ανώτερους αξιωματικούς της Ασφάλειας από την πολύμηνη παρακολούθηση της ΕΛ.ΑΣ. στα στέκια του «λευκού θανάτου», στην πλατεία Εξαρχείων.
Τουλάχιστον έξι μήνες μυστικοί αστυνομικοί της ΕΛΑΣ είχαν εισχωρήσει στα άδυτα των σκοτεινών κυκλωμάτων της αλβανικής μαφίας αναζητώντας πρόσωπα και αποδείξεις, ώστε να συνδέσουν το puzzle του τρόπου δράσης των εμπόρων ναρκωτικών, των διαμεσολαβητών και των μεθόδων που χρησιμοποιούσαν, προκειμένου να παραπλανούν τις διωκτικές αρχές και να σκορπούν το θάνατο, εισπράττοντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Ο Αρχηγός Πέντι, το modus operanti και το ξέπλυμα με το «κερδισμένο στοίχημα»
O κεντρικός πυρήνας της εγκληματικής οργάνωσης, την οποία διηύθυνε 32χρονος υπήκοος Αλβανίας, με το ψευδώνυμο Πέντι αποτελείτο από τον 27χρονο υπάρχηγό με το ψευδώνυμο Τζούλι , ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την ανεύρεση προμηθευτών και επιπροσθέτως με την προσωρινή φύλαξη των παρανόμων εσόδων από την πώληση των ναρκωτικών, ενώ αναλάμβανε και χρέη διεύθυνσης και συντονισμού της οργάνωσης, όταν ο αρχηγός βρισκόταν στο εξωτερικό, σε δύο (2) υπηκόους Αλβανίας ηλικίας 42 και 45 ετών, το Νάρι και ρον Φώτη , στους οποίους είχε ανατεθεί η διαχείριση των αποθηκευτικών χώρων φύλαξης των ναρκωτικών, καθώς επίσης ο συντονισμός, ο έλεγχος και η εποπτεία των διακινητών στα σημεία διακίνησης. Δύο (2) επίσης υπήκοοι Αλβανίας ηλικίας 27 και 40 ετών, Ο Στέλιος και ο Κάτο είχαν αναλάβει την τυποποίηση των προς διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και την φύλαξη – απόκρυψη ποσοτήτων ναρκωτικών.
Ο 22χρονος ομοεθνής τους , ο Τόλι με το παρατσούκλι UCK είχε αναλάβει την συλλογή των εγκληματικών εσόδων από τους πωλητές των ναρκωτικών και τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στη συμβολή των οδών Μάνης και Μεσολογγίου και ένας 24χρονος επίσης Αλβανός υπήκοος είχε αναλάβει την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών στους διακινητές που δραστηριοποιούντο στην περιοχή του Λόφου Στρέφη καθώς και τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην περιοχή που βρίσκεται πίσω από το Υπουργείο Πολιτισμού στα Εξάρχεια. Αυτοί οι δύο ήταν και οι -θεωρητικά αλλά και πρακτικά- «σκληροί» της συμμορίας, που αναλάμβαναν τις απειλές, τους ξυλοδαρμούς, τους εκβιασμούς, ενώ εξετάζεται η σχέση τους με ανεξιχνίαστες απόπειρες αλλά και δολοφονίες που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή των Εξαρχείων, κυρίως στα στέκια των ναρκομανών.
Άλλα δε μέλη της οργάνωσης είχαν αναλάβει την πώληση των ναρκωτικών στα σημεία διακίνησης.
Τα μέλη της συγκεκριμένης εγκληματικής οργάνωσης ανέπτυσσαν τη δράση τους σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή των Εξαρχείων, με κανόνες λειτουργίας εμπορικής επιχείρησης. Συγκεκριμένα, τη διακίνηση των ναρκωτικών πραγματοποιούσαν επί καθημερινής βάσεως, ενώ η περιοχή της εγκληματικής τους δράσης ήταν κατανεμημένη σε τομείς και συγκεκριμένα σημεία διακίνησης (Πλατεία Εξαρχείων, Λόφος Στρέφη, συμβολή των οδών Μάνης και Μεσολογγίου και στην περιοχή που βρίσκεται πίσω από το Υπουργείο Πολιτισμού στα Εξάρχεια).
Επίσης, τα μέλη της οργάνωσης στα οποία είχε ανατεθεί η πώληση των ναρκωτικών, ορίζονταν σε βάρδιες με συγκεκριμένο ωράριο και εποπτεύονταν από τα ανώτερα στην ιεραρχία μέλη. Πλησίον των σημείων διακίνησης διατηρούσαν αποθηκευτικούς χώρους φύλαξης, ώστε να είναι άμεση και ευχερής η προμήθεια ναρκωτικών στους διακινητές αλλά και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο αποκάλυψής τους.
Επίσης, για τις διακινηθείσες ποσότητες ναρκωτικών και τα παράνομα έσοδα από την πώλησή τους, γινόταν περιοδικά, κατ’ εντολή του αρχηγού της οργάνωσης, λογιστικός απολογισμός. Σημειώνεται ότι για το «ξέπλυμα» των παράνομων εσόδων, τα μέλη της σπείρας αγόραζαν πλήθος από κερδισμένα δελτία τυχερών παιχνιδιών, κυρίως «Στοίχημα», «Τζόκερ» και «Κίνο», προκειμένου να παραπλανούν τις διωκτικές αρχές.
Το ερώτημα, στο οποίο καλούνται να απαντήσουν οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ είναι οι λόγος για τον οποίο έφθασαν στην εξάρθρωση της συμμορίας, επιλέγοντας αυτή τη συγκεκριμένη χρονικη περίοδο. Οπότε και με έναν καταγεγραμμένο νεκρό στον κυρηγμένο πλέον πόλεμο των ναρκωτικών στην Πλατεία Εξαρχείων, αλλά και διατυπωμένες κατηγορίες σε βάρος διαπλεκόμενων αστυνομικών οι οποίοι επιλέγουν να κάνουν τα «στραβά μάτια» ή και να διευκολύνουν το εμπόριο του «λευκού θανάτου», η ΕΛ.ΑΣ καλείται να προλάβει ένα νέο δολοφονικό κτύπημα, να αποτρέψει μια διαφαινόμενη βεντέτα, να εντοπίσει και να εξαρθρώσει τα μέλη της πρωτοεμφανιζόμενης τρομοκρατικής οργάνωσης, αλλά και να αποδείξει ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τίμια».
Μ. ΛΑΓΑΝΗΣ