Του Δρ. Γιάννη Θ. Πολυράκη | Κάλεσε τον Ηρακλή ο Δίας στο θεοδιάλεχτο λημέρι του, εις τις νεφελοσκέπαστες κορφές του Ολύμπου. Τον κάθισε σ’ αρχοντικό ανάκλιντρο αντικριστά στο θρόνο του, τον φίλεψε με νέκταρ κι αμβροσία. Στη βλοσυρή ματιά του, διέκρινε ο ήρωας σκιά ανησυχίας… Περίφροντις ο Πατέρας Θεών κι ανθρώπων, έμοιαζε να’ χει σκέψεις βασανιστικές… Στιγμές σιωπής, σιγής απόλυτης και περισυλλογής απ’ τα τον Ολύμπιο τον `Αρχοντα, π’ επίτρεπαν στις δυνατές ριπές του Αίολου να κάνουν έντονη την παρουσία τους, σαν μάστιζαν τις χιονοσκέπαστες στενές χαράδρες που πλαίσιωναν τη θεία κατοικία…
…Ξάφνου, έσπασε τη σιγή του χώρου η επιβλητική φωνή του Δία, με χροιά εξώκοσμη, προστακτική:
«…Άκουσε Ηρακλή…κατάφερες σπουδαία κατορθώματα σαν ήσουν στην υπηρεσία του Αυγεία, ύστερα από το ατόπημά σου… κατάφερες 12 σπουδαία κατορθώματα, που οι θνητοί ονοματίζουν “άθλους” και τους αναστορούνται ως τα σήμερα, ας πέρασαν ατέλειωτοι αιώνες (καθώς μετρούνε οι θνητοί το χρόνο)… μα θα το ξέρεις άλλωστε πως ο Αυγείας έχει πεθάνει πριν κάμποσες χιλιετίες, για τούτο και σε κάλεσα εγώ προσωπικά να σ’ αναθέσω ένα δύσκολο – νομίζω- έργο που αν το κατορθώσεις, θα είναι το 13ο σου κατόρθωμα, ο 13ος άθλος σου….».
Θυμήθηκε ο Ηρακλής. Ο σοφός Πατέρας των Θεών, έκανε λόγο για τον 5ο άθλο του,
τότε που καθάρισε τους στάβλους του πλούσιου βασιλιά Αυγεία με τα 3.000 βόδια, από την κοπριά που είχε μαζευτεί εκεί από τριάντα χρόνια που είχαν να καθαριστούν.
`Εγνεψε καταφατικά ο ήρωας με κλίση της κεφαλής, δε μίλησε, σημάδι απόλυτης υπακοής στη θέληση την υπέρτατη. Το λόγο πήρε ξανά ο Δίας:
«…Με ανησυχεί όλη αυτή η δυσοσμία που φτάνει μέχρι τα θεϊκά λημέρια και σκέφτομαι πως κάποιος θα πρέπει πάλι να αναλάβει να καθαρίσει και να εξαφανίσει την πηγή της…μα τα μαντάτα που μου φέρνει καθημερίς ο Ερμής (που πρόθυμα πετά και φτερουγίζει σ’ όλη τη γη απ’ άκρη-σ ’άκρη), λένε πως έχει γιομίσει η στεριά μα και οι θάλασσες από λογής-λογής ακαθαρσίες και καθώς μου λέει ο Ερμής, πεθαίνουν καθημερινά χιλιάδες ζωντανά μα και ανθρώποι από αρρώστιες που ξεπηδούνε από δαύτες… και δε θ’ αργήσει που το θανατικό θα αγκαλιάσει στεριές και θάλασσες και θα γενεί τούτη η όμορφη η πλάση, νεκρή φύση…άδεια από ανθρώπους και κάθε είδους ζωντανά φτερωτά κι άφτερα, τετράποδα και δίποδα, ζουζούνια κι ερπετά…Σκέφτομαι το λοιπόν, πως μόνο εσύ μπορείς να καθαρίσεις στεριές και θάλασσες απ’ όλες τις ακαθαρσίες…Θα σου δώσω το φτερωτό μας άλογο τον Πήγασο1 και θα σε βοηθήσει να διαβείς τη γης ολάκερη, απ’ άκρη-σ’ άκρη…Δε θέλω να το αρνηθείς καθώς, συ είσαι η ύστερη ελπίδα…και οι θνητοί μα κ ’οι θεοί θα σε ευγνωμονούν ξανά και θα διηγούνται για τον άθλο σου, για τα επόμενα χιλιάδες χρόνια…».
Σιώπησε ο νεφεληγερέτης και στύλωσε το βλέμμα εις το σκυφτό κεφάλι του ημίθεου, ψάχνοντας τη χαμηλωμένη του ματιά. Ο Ηρακλής, σήκωσε το κεφάλι, όρθωσε το κορμί σε στάση προσοχής και αποκρίθηκε:
«…Θα ξεκινήσω τούτη τη στιγμή, Πατέρα… με την ευχή σου… ελπίζω να μπορέσω να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης Σου…»…
…Ίππευσε ο ημίθεος το φτερωτό το άλογο τον Πήγασο που είχε φτάσει ανάλαφρα κι αθόρυβα. Το άτι το κατάλευκο έδωσε τίναγμα στα ολόλευκα φτερά κι ευτύς υψώθηκε και χάθηκε σαν αστραπή εις το στρογγύλεμα του μακρινού ορίζοντα…
…Διάβηκε κάμπους και βουνά ο έφιππος ημίθεος, ξεπέζεψε πολλές φορές και άλλες τόσες ίππευσε ξανά και τράβηξε για άλλα μέρη. Διάβηκε δάση, ποταμούς, λίμνες, ωκεανούς, ακρογιαλιές, λιβάδια και ξερότοπους. `Ιδια και απαράλλακτη εικόνα, όπου κι αν πήγε ο Ηρακλής καβάλα στον ατίθασο κι ακούραστο τον Πήγασο: Λίγα πουλιά στα δάση, λίγα τα άγρια θηρία εις τις ελάχιστες παρθένες ζούγκλες, λιγοστεμένα βρήκε και τα ψάρια. Μα πιότερο του κίνησαν την προσοχή οι δαντελένιες παραλίες με μαυρισμένους τους αφρούς και τις αφρόπετρες από μια λιγδιασμένη μαύρη λάσπη, που άκουσε ανθρώπους σύγχρονους να την ονοματίζουν «πίσσα». Και παραδίπλα, σωροί τα ψόφια ψάρια… μα είδε κι άλλα ψάρια νεκρά σε αποσύνθεση σε αμμουδιές καθάριες σε πρώτη ματιά μα με νερά που είχαν γίνει βούρκο από ουσίες άγνωστες για τον ημίθεο…Είδε και αγρίμια συφοριασμένα και ‘τοιμοθάνατα χωρίς να έχουν μια πληγή από τα βέλη της Αρτέμιδας… και παρακείθε νεκρά αγρίμια, μα κι άλλα ζώα δίποδα και τετράποδα, άφτερα, φτερωτά, ζουζούνια κι ερπετά. Λίγο μακριά και κάπου πιο κοντά είδε παρθένα δάση καταπράσινα παραδομένα σε πύρινες γλώσσες φωτιάς…απόρησε….και λίγο πιο μακριά ή πιο κοντά, αντίκρισε όρθιους πύργους όπου ξερνούσαν ασταμάτητα πηχτούς μαύρους καπνούς που σκίαζαν το φλογοβόλο άρμα του θεού ήλιου μα γιόμιζαν καπνιές κι αιθάλες και τη γύρο φύση…Μα εις τη φύση τούτη είδε να κατοικούν ανθρώποι. «…παράξενοι που γίναν οι ανθρώποι…», συλλογίστηκε.. Είδε και βόδια κι αγελάδες, κατσίκια και αρνιά μα πρόσεξε η θεϊκή ματιά πως τούτα τα ζωντανά, ήταν πιότερο καθαρά και φροντισμένα απ’ τον άνθρωπο.
Δεν κάθισε πολύ ακόμη ο Ηρακλής στην περιπλάνηση εκείνη…λίγα είδε, πολλά κατάλαβε…Έδωσε πρόσταγμα στον Πήγασο να επιστρέψουν στο θεϊκό βουνό. Σαν αστραπή το άσπρο άτι τον έφερε πίσω εις την αυλή του νεφεληγερέτη. Κι εκείνος, βγήκε απ’ το παλάτι για να προϋπαντήσει τον ημίθεο, που είχε ξεπεζέψει και στάθηκε σε στάση προσοχής μπρος στον Πατέρα ανθρώπων και θεών, με τη λευκή του κεφαλή σκυμμένη σε στάση σεβασμού και υποταγής. Μίλησε αργά.
«…Σεβάσμιε Πατέρα, δεν μπόρεσα να κάνω κείνο που πρόσταξες…όχι πως ήταν δύσκολο για μένα, αν και οι στάβλοι του Αυγεία μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι μπρος σ’ όλα εκείνα που μ’ απάντησαν στη γη που διάβηκα τούτες τις μέρες…. δεν αποκότησα όμως τούτο το τόλμημα, εάν δεν είχα πρώτα την έγκρισή Σου…»…
«…Έχεις την έγκρισή μου, σ’ ότι ζητήσεις Ηρακλή…», απάντησε λακωνικά ο Δίας.
Δίστασε ο ημίθεος…κομπιαστά, δειλά, ψέλλισε:
«…Πατέρα…έχει η γης χιλιάδες βόδια, χιλιάδες γίδια και πρόβατα, χιλιάδες άλλα ζώα…μα δεν λερώνουν τούτα τη γη Σου…δεν γεννούν εκείνα τη δυσοσμία που φτάνει στην αυλή Σου…τούτα τα ’χουν οι άνθρωποι σε σπίτια καθαρά και τα φροντίζουν…τους καθαρίζουν στάβλους κι εγκαταστάσεις…παίρνουν την κοπριά τους και φτιάχνουνε με δαύτη υλικά που βάζουν στους αγρούς για να ’χουν –καθώς λένε- καλύτερες σοδειές…δεν φταίνε το λοιπόν τα ζώα που ’χει βρωμίσει όλη η γης…Οι άνθρωποι φταίνε…Εάν λοιπόν το θέλεις να καθαρίσω τη γη ολάκερη από το βούρκο που’ χει συναχτεί, για μένα είναι εύκολο…Μα λύση δεν είναι να καθαρίσω μοναχά το βούρκο, γιατί σε λίγο, πάλι το ίδιο θα ’ναι…και με την τακτική π’ ακολουθούνε οι ανθρώποι, σε λίγο θα πεθάνει όλη η Πλάση και τούτο είναι κρίμα….μια λοιπόν είναι η λύση, αν θέλεις σοφέ Πατέρα να σωθεί η γης….θέλω μόνο την άδειά Σου…θέλω την άδειά Σου να εξαφανίσω τους ανθρώπους, να καθαρίσει η γης από τη δυσοσμία τους, καθώς, τούτοι είν’ η εστία και η αιτία του κακού…δεν το κοτώ όμως από μόνος χωρίς τη θέλησή Σου, σαν είσαι ο πατέρας τους…».
Σιώπησε ο ημίθεος…βαριά έπεσε η σιωπή στα γύρο… Έβγαλε ο Δίας στεναγμό απελπισίας, στράφηκε και χάθηκε στα εσώτερα της θεϊκής του κατοικίας… `Ηταν αδύνατο αυτό που του ζητούσε ο Ηρακλής…τουλάχιστον, όχι για σήμερα, γι’ απόψε…
————–
1 Πήγασος: Σύμφωνα με τη Μυθολογία, ο Πήγασος ήταν ένα ολόλευκο φτερωτό άλογο, τέκνο της Μέδουσας και του Ποσειδώνα αφού παράχθηκε από το αίμα της πρώτης κατά διαταγή του Ποσειδώνα όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας.