Του Νίκου Αραπάκη
Πείνασαν. Πιάνουν την κατσαρόλα για να μαγειρέψουν. Ανοίγουν το ψυγείο, άδειο. Ανοίγουν τα ντουλάπια, άδεια. Η γυναίκα πέφτει στα μαύρα πανιά. Ο άνδρας, ως ο αισιόδοξος της παρέας, δίνει τη λύση: θα μαγειρέψουμε ιδεολογική καθαρότητα. Τρώγεται, τον ρωτά. Όχι μόνο τρώγεται, της απαντά, αλλά είναι και πολύ χορταστική.
Γεμίζουν την κατσαρόλα με νερό, ρίχνουν λάδι, μπόλικα μπαχάρια και περιμένουν να γίνει το φαγητό. Όντως, σε λιγότερο από μια ώρα ήταν έτοιμο. Βραστερή η ιδεολογική καθαρότητα. Πιο βραστερή κι από τις πιο βραστερές φακές.
Στρώνουν τραπέζι. Γεμίζουν τα ποτήρια με νερό, χαρτοπετσέτες, κουταλοπήρουνα. Αρχίζουν να τρώνε. Το πρώτο πιάτο δεν τους έκανε τίποτα. Τρώνε και δεύτερο. Τα ίδια. Ή έφαγαν ή δεν έφαγαν ένα και το αυτό. Η γυναίκα διαμαρτύρεται ότι δεν χόρτασε. Αν και ξέρει ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, ζητάει κι άλλο πιάτο. Της λέει ότι δεν κάνει να φάει άλλο. Η γυναίκα δυσανασχετεί. Της εξηγεί ότι όποιος φάει πολύ ιδεολογική καθαρότητα μπορεί να γίνει ΚΚΕ. Τρομάζει και υπαναχωρεί. Αλλά η πείνα, πείνα.
Προσπαθώντας να την ξεγελάσει τρίβει την κοιλιά του, δήθεν ότι χόρτασε. Αλλά πώς να ξεγελάσεις τον πεινασμένο; Του επιτίθεται μεμιάς: “Η ιδεολογική καθαρότητα δεν τρώγεται. Όσα παραμύθια κι αν πουλήσετε, την κοιλιά δεν μπορείτε να την ξεγελάσετε”. Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο και προσπαθεί να τη ρίξει στο φιλότιμο: “Ναι, αλλά έτσι θα ταΐσουμε τις γενιές που έρχονται. Θα πεινάσουμε εμείς, αλλά θα χορτάσουν αυτοί”. Την εκνευρίζει ακόμη περισσότερο: “Χέστηκα για τις γενιές που έρχονται. Πεινάω και θέλω να φάω. Τώρα”. Της εξηγεί ότι ο φίλος του ο Βασίλης, παλιός σύντροφος και μεγάλος αγωνιστής, χρόνια τρώει μόνο ιδεολογική καθαρότητα. Κι είναι μια χαρά. Την βγάζει από τα ρούχα της και του λέει ότι είναι ηλίθιος. Ο Βασίλης δεν έχει αφήσει πιτσαρία για πιτσαρία και σουβλατζίδικο για σουβλατζίδικο. Γι’ αυτό και είναι 200 κιλά. Η ιδεολογική καθαρότητα χορταίνει μόνο τους χορτασμένους.
Τα βρίσκει σκούρα και, για να ξεφύγει, την εγκαλεί για ρατσισμό απέναντι στους εύσωμους. Τον φασκελώνει κι αρχίζει να τρώει τα νύχια της. Εκνευρίζεται κι αυτός: “Δηλαδή, είσαι υπέρ της επίσκεψης Τσίπρα στα μοναστήρια;”. “Είμαι με όποιον μπορεί να μου προσφέρει δουλειά κι ένα πιάτο φαΐ. Χέστηκα για το αν αυτός επισκέπτεται μοναστήρια ή όχι”. “Κι η υποκρισία δεν σε ενοχλεί;”. “Όχι, ρε, δεν με ενοχλεί. Ή, αν προτιμάς, με ενοχλεί λιγότερο από την πείνα μου”.
Ο άνδρας κάτι μουρμουρίζει για ρεφορμισμό. Τον φασκελώνει ξανά: “Ρε κόπανε, όταν οι άλλοι σε πολεμάνε με χημικά κι εσύ τους πετάς πέτρες, δεν καταλαβαίνεις ότι θα σε φάνε λάχανο”; “Ποιοι πετάνε χημικά;”. “Ποιοι; Όλοι τους. Αυτοί που μας έχουν βάλει κάτω και μας πατάνε. Δες τους ευαίσθητους κεντροαριστερούς. Μόλις είδαν ότι υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουν την κουτάλα μέσα σε μια ώρα βάφτισαν τους φασίστες φιλελεύθερους. Κι όχι μόνο τους βάφτισαν, όχι μόνο συνεργάστηκαν μαζί τους, αλλά τους εκθειάζουν κιόλας. Κι εσύ μου τσαμπουνάς αρλούμπες για ιδεολογικές καθαρότητες. Τον εχθρό σου πρέπει να τον πολεμήσεις με τα όπλα του”. “Εμείς δεν θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Εμείς θα διεκδικήσουμε την εξουσία με τους δικούς μας όρους”. “Και ποιοι είναι οι δικοί σας όροι;”. “Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Η κοινωνία, αργά αλλά σταθερά, αποκτά ταξική συνείδηση”. “Ποια ριζοσπαστικοποίηση και ποια ταξική συνείδηση, ρε κακομοίρη. Έχεις δει τι κυκλοφορεί εκεί έξω; Αν νομίζετε ότι θα χώσετε ταξική συνείδηση στο κεφάλι του ψηφοφόρου του Μπέου είσαστε αξιοθρήνητοι. Θέλεις να σου πω πού ποντάρετε; Στην εξαθλίωση. Παρακαλάτε να εξαθλιωθεί ακόμη περισσότερο η κοινωνία για να πάρετε την εξουσία με τους δικούς σας όρους”. “Κι είναι κακό αυτό;”. “Ναι, ρε, είναι. Γιατί αν ήσασταν πραγματικοί ιδεολόγοι θα προσπαθούσατε να σώσετε όσο το δυνατόν περισσότερους, κι όχι να παρακαλάτε να ψοφήσουν οι μισοί, για να γίνουν ψηφοφόροι σας οι εναπομείναντες ζωντανοί”.
“Μας αδικείς”, παραπονιέται. “Όχι, δεν σας αδικώ. Ξέρεις πότε θα σας αδικήσω; Αν και αύριο δεν έχω τίποτα να βάλω στην κατσαρόλα. Τότε όχι μόνο θα σας αδικήσω, αλλά θα σας πάρω και στο κυνήγι με τον πλάστη. Τ’ ακούς; με τον πλάστη…”.
tvxs.gr