Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος, Συγγραφέας
Δεκαετία του 1950… Πέτρινα χρόνια στον πέτρινο τόπο του μικρού χωριού στις υπώρειες των Μαδάρων στα Δυτικά Σφακιά…
… Αγαπημένες ώρες του μικρού Γιάννη, οι βραδινές βεγγέρες στο πατρικό του σπίτι με τους μεγάλους να συζητούν για ποικίλα θέματα και τα παιδιά σιωπηλούς ακροατές στις διηγήσεις τους. Αγαπημένο του θέμα μα και άκουσμα, ήταν τα… “επικά κατορθώματα” παλικαριών του χωριού, της Επαρχίας ή γειτονικών Επαρχιών στον πρόσφατο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στον πιο πρόσφατο εμφύλιο, χωρίς να λείπουν από τις ανιστορήσεις των μεγάλων και λεπτομερείς αναφορές από πρόσφατες ή και παλιότερες βεντέτες μεταξύ οικογενειών. Σε όλες αυτές τις διηγήσεις, υπήρχαν θήτες και θύματα. Νικητές και ηττημένοι. Ζωντανοί και σκοτωμένοι. Τραγούδια ριζίτικα τοπικά είχαν συνθεθεί από τα παλιά τα χρόνια ως την εποχή του, κι εξυμνούσαν την αντρειοσύνη ζωντανών μα και σκοτωμένων παλικαριών…
Ο μικρός όμως, αυθόρμητα ταύτιζε τον άγουρο ανδρισμό του με την προσωπικότητα του νικητή, που είτε ήταν μπροστά του, είτε τον είχε πλάσει με τη φαντασία του στις συχνές αναφορές των μεγάλων. Τον ταύτιζε με τον μελλοντικό ήρωα που θα… σκότωνε κι αυτός… Γερμανούς, Τούρκους, Ιταλούς, αντάρτες μα και όποιον άλλο βρισκόταν στο δρόμο του σαν θα γινόταν μεγάλος. Θα σκότωνε! Αυθόρμητα, ο σκοτωμός φώλιαζε στα μελλούμενα βιώματα του άγουρου παλικαριού. Κατά τα ακούσματα και τα όνειρα σε κείνα τα πέτρινα χρόνια…
Είχε όμως και μια κρυφή “αγωνία” ο μικρός, που την εκμυστηρεύονταν στ’ άλλα παλλικαρόπουλα: «…Καλά! Άντρες που σκότωσαν κι έγιναν “ήρωες” είδαμε. Σκοτωμένο δε θα δούμε εμείς; Τέλειωσαν οι σκοτωμοί;…»…
Έτσι περνούσε ο καιρός στο απομονωμένο εκείνο βοσκοχώρι της μετεμφυλιοπολεμικής εποχής…
… Το σχολείο του χωριού με 40 μαθητές ήταν «θερινό», έκλεινε δηλαδή από τα Χριστούγεννα μέχρι την 1η του Μάρτη κάθε χρόνο και στη συνέχεια λειτουργούσε από την 1η Μάρτη μέχρι τον δεκαπενταύγουστο για να ανοίξει ξανά τον Σεπτέμβριο. Ο λόγος ήταν ότι εκείνα τα χρόνια οι χειμώνες ήταν ιδιαίτερα βαρείς στο χωριό με πυκνές χιονοπτώσεις και καταιγίδες…
… Ήταν τέλη Ιουλίου του 1959. Μια μέρα που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη του άγουρου παλικαρόπουλου και έμελλε να τον ακολουθεί στη μετέπειτα ζωή του, καθώς τον σημάδεψε βαθιά. Οι μαθητές, ήταν μέσα εις τη μοναδική αίθουσα του μονοθέσιου σχολείου τους, όταν εντελώς ξαφνικά, όρμησε στην κυριολεξία μέσα στην αίθουσα αλαφιασμένη και ολοφυρόμενη η Δέσποινα, μια απόφοιτη του Δημοτικού κοπέλα, η οποία απευθύνθηκε έντρομη στο δάσκαλο:
«…Δάσκαλε, άφησε τα δασκάλια (1) να φύγουνε, να πάνε στα σπίτια τους, γιατί έγινε σκοτωμός στα Κρούσια (2)…»…
Τα παιδιά, έντρομα πιότερο από το ύφος της κοπέλας παρά από το άκουσμα του απεχθούς γεγονότος, μάζεψαν στα γρήγορα τετράδια και βιβλία και χωρίς να περιμένουν την έγκριση του δασκάλου τους, ξεχύθηκαν στην αυλή και στα σοκάκια του χωριού και τράβηξαν κατά τα σπίτια τους. Βρήκανε τους γονείς και κάποιους χωριανούς σε αναστάτωση να συζητούν και να σχολιάζουν το γεγονός:
«…Τι είναι πάλι το κακό που μας βρήκε…πάει, θα διαλυθεί τελείως το χωριό αν ξεσπάσει βεντέτα!…».
Ο μικρός Γιάννης, άφησε στους μεγάλους την αγωνία και τη στενοχώρια για τα πιθανά άσχημα μελλούμενα στο βοσκοχώρι και τράβηξε να βρει την παρέα του. Τα «αντράκια» συζητούσαν με μια άγρια χαρά: «…Επιτέλους, θα δούμε κι εμείς …σκοτωμένο!…Ε, δεν πήγαινε άλλο!…». Ιδιαίτερα ο μικρός, ένοιωθε πως απότομα…ανδρώθηκε, έγινε άντρας πια, καιρός λοιπόν να δει και κείνος…σκοτωμένο, κατά τα ακούσματα σε κείνο τον πέτρινο τόπο, εκείνα τα πέτρινα χρόνια!
… Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά στο χωριό… Καθένας με την αγωνία του: Οι μεγάλοι, για το μέλει γενέσθαι. Ο μικρός ο Γιάννης και οι συνήλικοι, με την ανυπομονησία να δούνε επιτέλους…σκοτωμένο, που μέχρι στα σήμερα είχαν δει μόνο στη φαντασία τους κατά τις διηγήσεις των μεγάλων.
… Θα ήταν αργά το απόγευμα με το Γιάννη ανεβασμένο στη σκεπή του πατρικού του σπιτιού και τη ματιά καρφωμένη στο κατηφορικό μονοπάτι που κινούσε από το θερινό βοσκότοπο του χωριού όπου έγινε το φονικό και κατέληγε στο χωριό. Αίφνης, είδε μια κουστωδία ανδρών να κατηφορίζουν. Μπροστά πήγαιναν κάποιοι, στη μέση άλλοι που κουβάλαγαν ένα φορείο στους ώμους και ακολουθούσαν κάποιοι άλλοι. Κατάλαβε ο μικρός: Έφερναν τον σκοτωμένο! Με την καρδιά να χτυπά άγρια στο παιδικό του στήθος, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και τράβηξε κατά το σπίτι του νεκρού. Επιτέλους θα έβλεπε σκοτωμένο! Σαν έφτασε λαχανιασμένος, πλησίαζε στο στενό σοκάκι και η κουστωδία με το νεκρό και καθώς έπρεπε να στρίψουν για την τελική ευθεία μέχρι το σπίτι του γέρου αλλά η γωνία ήταν ιδιαίτερα στενή, οι άντρες έσκυψαν και ακούμπησαν απαλά το πρόχειρο φορείο με τον νεκρό στο έδαφος.
Ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο μικρός: Έσκυψε και καθώς ήταν κοντούλης και λιπόσαρκος, χώθηκε ανάμεσα στους μεγάλους που λαχανιασμένοι ξαπόσταιναν λίγο, και πέρασε μπροστά. Εκεί, μπροστά του κειτόταν ο σκοτωμένος γέρος.
Τρόμαξε ο Γιάννης στο θέαμα που αντίκρισε: Η όψη του νεκρού κάτωχρη, στεγνή, με τα λευκά του γένια ματωμένα και με μια μόνιμη σύσπαση πόνου αποτυπωμένη σ’αυτή. Στον μαυροντυμένο θώρακα και πάνω στο κατάμαυρο πουλόβερ που φορούσε ο γέρος, υπήρχαν δυο τρύπες. Από την κάθε τρύπα κίναγε ένα ξεραμένος χείμαρρος από αίμα, κολλημένος στο πλεχτό πουλόβερ. Το όλο θέαμα τρόμαξε το μικρό, που οπισθοχώρησε τρομαγμένος και έμεινε σε μια γωνιά από μακριά πλέον, να παρακολουθεί τη μεταφορά του νεκρού μέχρι το σπίτι του. Δεν ξαναπλησίασε τον νεκρό. Η περιέργεια που είχε φουντώσει από πολύ καιρό εντός του είχε σβήσει σε μια στιγμή, σαν χλωρόκλαδο στην αναιμική φλόγα. Η εικόνα του σκοτωμένου τον ακολουθούσε όλη τη νύχτα, και καθώς το σπίτι του γέρου απείχε περί τα διακόσια μέτρα από το πατρικό του σπίτι, την ανανέωναν τα σπαραχτικά μοιρολόγια των γυναικών της οικογένειας.…Δεν ξέρει αν κοιμήθηκε καθόλου, πάντως, σηκώθηκε πολύ πρωί και έκανε μια βόλτα στο χωριό. Το είδε ζωσμένο από χωροφύλακες που είχαν καταφτάσει για να προλάβουν το ξέσπασμα βεντέτας και αλληλοσκοτωμού.
Μετά την κηδεία του γέρου, πλησίασε τη μητέρα του και της εξομολογήθηκε με ένα τόνο ενοχής στη φωνή:
«…Μάνα, δε θέλω να ξαναδώ σκοτωμένο…θέλω να φύγω από το χωριό…θέλω να βρω ανθρώπους που δεν σκοτώνουν…κι εγώ, δεν θέλω να σκοτώνω….θέλω να μάθω γράμματα….να γίνω δάσκαλος…είναι δύσκολο;…πες μου μάνα…είναι δύσκολο;..»…
Περίεργη αλλαγή στην ψυχοσύνθεση του μικρού. Η θέα του νεκρού με τρόπο βίαιο γέρου, τα μοιρολόγια, η αναστάτωση που πλάκωσε το χωριό, οι χωροφύλακες, τον έκαναν ν’ απομυθοποιήσει σε μια στιγμή τον «ήρωα που σκοτώνει»…
Η μάνα, αναστέναξε. Βρήκε την κατάλληλη στιγμή να’ναι καρπερός ο λόγος της:
«…Τίποτα παιδί μου δεν είναι δύσκολο…μπορείς να γίνεις ότι θέλεις, αρκεί να το θελήσεις και να διαβάζεις τα μαθήματά σου, να είσαι και καλό παιδί…», αποκρίθηκε εκείνη.
… Πέρασαν χρόνια… Δεν έχει σημασία, εάν ο λευκόμαλλος σήμερα Γιάννης, έγινε δάσκαλος ή όχι. Σημασία έχει πως το βίαιο εκείνο γεγονός στα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του 1950, του άλλαξε ριζικά την ψυχοσύνθεση και παράλληλα με την εικόνα του σκοτωμένου γέρου (όπως τον αντίκρισε κατάχαμα στη στενή γωνιά του σοκακιού του χωριού), αισθάνεται πως η μοίρα στάθηκε καλή μαζί του που τον κατεύθυνε να φύγει από τον πέτρινο τόπο του, όσο κι αν ανθρώπινα του λείπει κι ας ήταν πέτρινα τα χρόνια που τον βίωνε…
—————
1. Δασκάλια = μαθητές (ιδιωματισμός)
2. Κρούσια = ορεινός θερινός βοσκότοπος του χωριού