Επιμέλεια – Κείμενα: Στρατής Παπαμανουσάκης
ΦΩΤΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ – PHOTIUS
(Κωνσταντινούπολη περ. 820 – Μπόρντι, Αρμενία 893)
Μεγάλη μορφή του Βυζαντίου, από επιφανή οικογένεια, Άγιος της Ορθοδοξίας, λόγιος, φιλόσοφος και πανεπιστήμονας, αυτοκρατορικός αξιωματούχος και Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Πρωτοστάτησε στον εκχριστιανισμό των βουλγάρων, υπεράσπισε την Ορθοδοξία και ήρθε σε ρήξη με τον Πάπα, με επίκεντρο δογματικά και κανονικά ζητήματα (Σχίσμα του Φωτίου). Εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού, έθεσε πρώτος το πρόβλημα της ονοματοκρατίας και της πραγματοκρατίας, προτείνοντας μέση λύση. Εκτός από το θεολογικό του έργο, με τις φιλολογικές του ενασχολήσεις, προσέφερε μεγίστη υπηρεσία στη φιλολογική έρευνα, διασώζοντας πολυάριθμα αρχαία έργα στη Βιβλιοθήκη του. Προβάλλοντας τη χριστιανική πίστη και τον ελληνικό λόγο, ο Φώτιος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης του Βυζαντίου κατά την κρίσιμη περίοδο του 9ου αιώνα, στις απαρχές του νεότερου ελληνισμού.
Έργα: Αμφιλόχια ή Λόγων Ιερών Συναγωγή, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη, Περί της των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, Λέξεων Συναγωγή, Νομοκάνων, Λεξικόν, Λόγοι, Επιστολαί.
Βιβλιογραφία: [Έκδ. D. Hoeschel, Augsburg (1601), Imm. Bekker, Berlin (1824-1825), 2 τομ., J.P. Migne, Ελληνική Πατρολογία, Παρίσι (1856), 101-104], Παν. Χρήστου, Φώτιος ο Μέγας, Επιστολή προς Βούλγαρον ηγεμόνα, 1992, Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος – Λαρούς, Βικιπαίδεια.
Εικονογραφία: Αγιογραφία, Σκήτη Αγίου Ισαάκ Συρίας, Ουισκόνσιν, Η.Π.Α.
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΦΩΤΙΟΣ, ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ Ή ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
* * *
Η αποκοπή του καρπού του δένδρου του Παραδείσου δεν είναι παρά ο συμβολισμός της λαχτάρας του ανθρώπου για τη γνώση. Ζωή και γνώση πρέπει ν’ ανταμώσουν και να προχωρήσουν μαζί, από τα αισθητά πράγματα στα υπερβατικά, μέχρι να φτάσουν στην αρχή τους, στο ένα πράγμα, απ’ όπου εξαρτούνται όλα τ’ άλλα.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ξεχωρίζουν την αίσθηση από τη νόηση. Και θέτουν ως αντικείμενο της γνώσης την αμετάβλητη υπόσταση του κόσμου. Ύστερα έρχεται ο αντίλογος των σοφιστών να αποδιαρθρώσει τη στέρεη δομή του λόγου με εκείνο το “πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος”. Η γνώση γυρίζει στην υποκειμενικότητα, μέχρι τότε που ο Σωκράτης αρχίζει να εξετάζει ποια είναι η αρχή της γνώσης μέσα στον άνθρωπο. Το πνεύμα από την εξωτερική φύση επιστρέφει στον εαυτό του και αρχίζει τον έλεγχο του “τι έστιν”. Έτσι ο λόγος του Σωκράτη θέτει τη γνώση ως βάση για κάθε αρετή, θεμελιώνει το αγαθό πάνω στη λογική αυτοβεβαίωση. Γιατί κι αν ακόμα κανείς πετύχει το ορθό με τη δράση του, χωρίς να το έχει εξετάσει, να το ελέγξει, να το επιβεβαιώσει, αυτό το αποτέλεσμα θα ‘ναι τυχαίο, χωρίς καμμιά ηθική αξία. Μόνο η γνώση της αρετής και όχι κάποια απλή γνώμη μπορεί να οδηγήσει στην ευδαιμονία.
Στην πλατωνική φιλοσοφία ξεχωρίζει απόλυτα η επιστήμη, η αντικειμενική γνώση, από τη δόξα, την πίστη, την εικασία. Και ο Αριστοτέλης πάλι διακρίνει την επιστήμη από την αίσθηση. Ώσπου οι στωϊκοί φιλόσοφοι ξαναγυρίζουν πάλι στην εμπειρία. Γι’ αυτούς η ψυχή που γεννιέται είναι “χάρτης ἐνεργός εἰς ἀπογραφήν”, άγραφη πλάκα, “tabula rasa”. Και ο Επίκουρος θεωρεί την αίσθηση κάτι ολοφάνερο, “ἐνάργεια”.
Με τους νεοπλατωνικούς τέλος το πραγματικό και επιστητό σπρώχνεται πέρα και πάνω από κάθε ύπαρξη και γνώση. Η αντίληψη των αισθήσεων μας δείχνει μια θολή αλήθεια που ξεκαθαρίζει με τη διάνοια, το λογισμό, τη διαλεκτική. Μα στο ανώτατο σημείο της γνώσης μάς στέλνει μόνο η ύψωση πάνω και από τη νόηση, στην έκσταση, στην απλούστευση. Τότε γινόμαστε ένα με το ίδιο το αρχικό ον, οπότε χάνεται κάθε διάκριση ανάμεσα σε εκείνο και σε εμάς. Στη θέση της γνώσης μπαίνει πια η αποκάλυψη.